10.1.22

Γενόσημα


Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, «Γενόσημα», εκδόσεις ΑΩ, 2021

της Κατερίνα Χανδρινού

Το βι­βλίο του Λου­κό­που­λου δεν με χρειά­ζε­ται, δεν έχει την ανά­γκη κα­μί­ας δια­με­σο­λά­βη­σης, εί­ναι εδώ και πε­ρι­μέ­νει να δια­βα­στεί, πρέ­πει να δια­βα­στεί, μην του αντι­στα­θεί­τε όπως αντι­στε­κό­μα­στε οι Έλ­λη­νες συ­νή­θως στα γε­νό­ση­μα.
Τώ­ρα, για­τί Γε­νό­ση­μα.


Αν το πά­με φαρ­μα­κο­λο­γι­κά, πι­θα­νό να πέ­σου­με πά­νω στον Ιά­σο­να Κλέ­αν­δρο, ποι­η­τή εν Κομ­μα­γη­νή και στη με­λαγ­χο­λία του (εις σε προ­στρέ­χω Τέ­χνη της Ποι­ή­σε­ως, που κά­πως ξέ­ρεις από φάρ­μα­κα·
νάρ­κης τοῦ ἄλγους δο­κι­μές, εν Φα­ντα­σία και Λό­γω
 κλπ. κλπ.), και εί­ναι τό­σο φρι­κτή η πλη­γή, που παίρ­νου­με εν ανά­γκη και γε­νό­ση­μα, τα φθη­νά, τ' αντί­γρα­φα των εγκε­κρι­μέ­νων. Εξ άλ­λου το ποί­η­μα «Κα­βά­φης» που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βι­βλίο, κά­νει τα πα­ρα­πά­νω να μην φαί­νο­νται τε­λι­κά και τό­σο αυ­θαί­ρε­τα. Γε­νό­ση­μος εί­ναι ο δη­λω­τι­κός του γέ­νους. Αυ­τός που το γέ­νος φα­νε­ρώ­νει. Ίσως λοι­πόν ο Λου­κό­που­λος δεν κά­νει επί­κλη­ση στα φάρ­μα­κα της ποί­η­σης αλ­λά τεί­νει το χέ­ρι για να μας δεί­ξει το γέ­νος του ή για μια χει­ρα­ψία, τεί­νει το χέ­ρι του για να μας συ­στη­θεί, για να μας πει ποιος εί­ναι. (Κα­τά Μπω­ντλέρ εξ άλ­λου, όποιος γρά­φει απο­φθέγ­μα­τα, αγα­πά να το­νί­ζει τον χα­ρα­κτή­ρα του, και ο Λου­κό­που­λος εν πολ­λοίς εί­ναι ή γί­νε­ται ενί­ο­τε απ­φθεγ­μα­τι­κός: «Η αμ­φι­βο­λία εί­ναι μια πά­για βε­βαιό­τη­τα. Το δί­χως άλ­λο».).

Γε­νό­ση­μα, λοι­πόν. 278 πε­ζά ποι­ή­μα­τα, λοι­πόν.

Βέ­βαια, ανε­ξάρ­τη­τα από τη δι­κή του βού­λη­ση, τα πε­ζά ποι­ή­μα­τά του, όπως τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο ίδιος, θα μπο­ρού­σαν κάλ­λι­στα εκτός από ποι­ή­μα­τα να στα­θούν και να λει­τουρ­γή­σουν ένε­κα της εθι­στι­κό­τη­τάς τους, και σαν φι­ξά­κια, σαν δό­σεις, ηρω­ί­νης, κο­κα­ΐ­νης, που τα σου­τά­ρεις, τα σνι­φά­ρεις ή τα κα­πνί­ζεις και που όπως όλοι ξέ­ρου­με, ξε­κί­νη­σαν την κυ­κλο­φο­ρία τους σαν φάρ­μα­κα, οπό­τε, επι­στρέ­φου­με στα φάρ­μα­κα και πά­λι.

Ο Ντε­ρι­ντά έλε­γε πως ο λό­γος πε­ρί τη γρα­φή δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι λο­γο­τε­χνι­κός, και εί­ναι κοι­νό μυ­στι­κό ότι συ­χνά οι πα­ρου­σιά­σεις βι­βλί­ων υπό­κει­νται σε μια προ­κρού­στεια λο­γι­κή και σε μια προ­σπά­θεια να υπα­γά­γου­με το εκά­στο­τε πα­ρου­σια­ζό­με­νο έρ­γο σε μια πρό­σφα­τή μας επιρ­ροή, που απο­τε­λεί την μεί­ζο­να πρό­τα­ση της υπα­γω­γής (έχω άλ­λω­στε και το ποί­η­μα με την κό­ρη του Μα­νιού που άλ­λο­τε τε­ντω­νό­ταν και άλ­λο­τε κο­βό­ταν, να συ­νη­γο­ρεί σε αυ­τό). Έτυ­χε λοι­πόν να επι­χει­ρώ να ξα­να­δια­βά­σω αυ­τές τις μέ­ρες Ντε­ρι­ντά, οπό­τε τον «κόλ­λη­σα» εδώ για­τί δεν ταί­ρια­ζε αλ­λού και έπρε­πε οπωσ­δή­πο­τε κά­που να μπει για να δι­καιο­λο­γή­σει όμως τ' αδι­καιο­λό­γη­τα. Ποια δη­λα­δή, ότι μπο­ρεί να εκ­φρά­ζο­μαι λί­γο πιο λο­γο­τε­χνι­κά απ' ό,τι ίσως αρ­μό­ζει στην πε­ρί­στα­ση.

Πε­ζά ποι­ή­μα­τα ξα­να­λέω λοι­πόν, μας προ­λα­βαί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας, που αυ­το­τα­ξι­νο­μεί­ται και δεν μας επι­τρέ­πει να μι­λή­σου­με για μι­κρο­κεί­με­να, για μπον­ζάι, πό­σο μάλ­λον για σπα­ράγ­μα­τα, στο­χα­σμούς, ρή­σεις, ορι­σμούς ή αφο­ρι­σμούς. Τη δί­νει βε­βαί­ως την απά­ντη­ση σε όλα αυ­τά, εξη­γεί για­τί δεν εί­ναι ορι­σμοί, για­τί δεν εί­ναι αφο­ρι­σμοί, αρ­κεί ο ανα­γνώ­στης να έχει υπο­μο­νή. Μας λέ­ει λοι­πόν:

«Οι ορι­σμοί
Δεν με απα­σχο­λούν οι ορι­σμοί εκτός κι αν πα­ρά­γο­νται αφ' εαυ­τοί ώστε να δη­λώ­νουν την έν­νοιά τους σαν ένα ποί­η­μα της γλώσ­σας. Τό­τε μό­νο έχουν ένα εν­δια­φέ­ρον εξ ορι­σμού: ως κα­τα­σκευ­ές, ως έρ­γα τέ­χνης.

Οι αφο­ρι­σμοί
Εί­ναι κι αυ­τοί ισχυ­ροί και ποι­η­τι­κοί με τη δια­γώ­νια αλή­θεια τους. Αί­ρουν κά­ποια ιδιό­τη­τα που πα­ρα­χω­ρή­θη­κε τι­μη­τι­κά, άρα ατι­μά­ζουν. Πά­ντα υπάρ­χει κρυμ­μέ­νο δρά­μα σε μια ατί­μω­ση».

Μα ο ποι­η­τής απέ­χει από το θρή­νο, όπως μας βε­βαιώ­νει και ο Χουάν Χέλ­μαν στο εκτε­νές πε­ζο­ποί­η­μά του για τον Κο­μα­ντά­ντε Γκε­βά­ρα: Σκέ­ψεις. Άρα απέ­χει μάλ­λον και απ' τους αφο­ρι­σμούς.

Πε­ζά ποι­ή­μα­τα, λοι­πόν, ού­τε ορι­σμοί ού­τε αφο­ρι­σμοί, που με οδή­γη­σαν δια­βά­ζο­ντάς τα στη Φυ­σι­κή του Αρα­νί­τση και λέω, νά το, εδώ εί­μα­στε!, εί­ναι και ο Λου­κό­που­λος φυ­σι­κός, κου­μπώ­νει! Τη Φυ­σι­κή τη διά­βα­σα πριν χρό­νια, δα­νει­κή, εξα­ντλη­μέ­νη ήδη από τό­τε, την ρού­φη­ξα κυ­ριο­λε­κτι­κά, την επέ­στρε­ψα στον ιδιο­κτή­τη της και δεν προ­νό­η­σα να τη φω­το­τυ­πή­σω: για την ακρί­βεια, ήταν η επο­χή που η αστυ­νο­μία εί­χε ρη­μά­ξει τους φω­το­τυ­πά­δες της Σό­λω­νος και ένας φί­λος φω­το­τυ­πάς που κό­πια­ρε ένα ολό­κλη­ρο πα­νε­πι­στη­μια­κό σύγ­γραμ­μα πέ­ρα­σε αυ­τό­φω­ρο. Εί­πα λοι­πόν να μην βά­λω κα­νέ­ναν σε κίν­δυ­νο και δυ­στυ­χώς δεν σκέ­φτη­κα το δι­κό μου κίν­δυ­νο, να μεί­νω χω­ρίς Φυ­σι­κή. Τα λέω όλα αυ­τά, για­τί με­τά από τό­σα χρό­νια, η ανά­μνη­ση του κει­μέ­νου τρε­μο­σβή­νει εν­νο­εί­ται κα­λά ακό­μα στο μυα­λό μου, και η αί­σθη­ση που μου εί­χε αφή­σει εί­ναι πά­ρα πο­λύ κο­ντά σε αυ­τή των Γε­νο­σή­μων.

Ποί­η­ση λοι­πόν και φυ­σι­κή, μια γλώσ­σα δι­χα­λω­τή κομ­μέ­νη στη μέ­ση από ένα δα­γκω­μέ­νο εγ­χει­ρί­διο ή πιο απλά:

Αν τα Γε­νό­ση­μα ήταν εγ­χει­ρί­διο φυ­σι­κής, που θα μπο­ρού­σαν κάλ­λι­στα, τό­τε σί­γου­ρα θα εί­χα πά­ει στην 1η δέ­σμη.
Τώ­ρα, στο για­τί 278 πε­ζά ποι­ή­μα­τα, δεν μπο­ρώ να απα­ντή­σω. Θα ήθε­λα όμως να μά­θω, εφό­σον πα­ρα­τί­θε­ται ως υπό­τι­τλος στο βι­βλίο, αν υπάρ­χει κά­ποιος λό­γος, αν ο αριθ­μός εί­ναι ας πού­με φί­λιος με κά­ποιον άλ­λον που κά­τι δη­λώ­νει ή αν θα μπο­ρού­σε να αντι­στοι­χεί στον κύ­κλο ημε­ρών μιας πλή­ρους αν­θρώ­πι­νης κυ­ή­σε­ως.

Νε­α­ρή μη­τέ­ρα, με­σαία τά­ξη, εκτύ­πω­ση σε αρ­γυ­ρού­χα ζε­λα­τί­νη, αλ­λά ήδη έχω πει τό­σα και εί­μαι ακό­μα στο εξώ­φυλ­λο.

Προ­χω­ρώ λοι­πόν στα εν­δό­τε­ρα και συ­ντο­μεύω.

Ο ποι­η­τής ξε­κι­νά­ει, με τι άλ­λο, με την τυ­φλό­τη­τα και δια­λέ­γει ή συ­μπί­πτει την 20ή Οκτώ­βρη να πα­ρου­σιά­σει το βι­βλίο του, ανή­με­ρα της γιορ­τής της οσί­ας Μα­τρώ­νας της αόμ­μα­της. Δη­λώ­νει το στά­τους του που εί­ναι αυ­τό της οι­κειο­θε­λούς τυ­φλό­τη­τας και πά­ει ψη­λα­φι­στά, έτσι όπως μό­νο έχουν ελ­πί­δα να απο­κα­λυ­φθούν οι με­γά­λες αλή­θειες. Και επα­νέρ­χε­ται επα­νει­λημ­μέ­νως και ποι­κι­λο­τρό­πως στην τυ­φλό­τη­τα: «Εκ­φύ­λι­ση της ωχράς κη­λί­δας εί­ναι τα νιά­τα μας που βού­λια­ξαν προς τα μέ­σα». «Ένα τρα­γού­δι από στά­χυα και νύ­χτα κι ο ου­ρα­νός να επι­μέ­νει: πού χά­σα­τε τα μά­τια σας;». «Μά­τια αφού δεν θα έχου­με να αντι­λη­φθού­με την έκ­θε­ση ιδί­οις όμ­μα­σι». «Θα στεί­λω το κο­ρί­τσι με τα σπα­σμέ­να βλέ­φα­ρα να γί­νει η δί­δυ­μη νε­κρή σου». Θέ­λει να εί­ναι σί­γου­ρος ότι κα­τα­λά­βα­με, και επα­νέρ­χε­ται, και επα­να­δια­τυ­πώ­νει, ή κά­ποιες φο­ρές επε­ξη­γεί, μα με έναν τρό­πο συγ­γνω­στό και συ­γκι­νη­τι­κό, τον τρό­πο του εκ­παι­δευ­τι­κού: «Η απελ­πι­σία φυ­τρώ­νει εκεί όπου η συ­νο­χή δια­κό­πτε­ται. Η συ­νο­χή εί­πα, όχι η συ­νέ­χεια».

Κά­ποιες από τις θε­μα­τι­κές γύ­ρω από τις οποί­ες νο­μί­ζω στρέ­φε­ται και στρέ­φο­νται κι αυ­τές σ' εκεί­νον.

Ο χρό­νος.
Ο χώ­ρος.
Το κέ­ντρο.
Ο κύ­κλος.
Τα όρια.
Ο έρω­τας.
Η ποί­η­ση.
Το σώ­μα και οι πα­θή­σεις του, όλες ψυ­χο­γε­νείς.
Το ήπαρ, η ηπα­το­ψυ­χή.
Οι νό­μοι της φυ­σι­κής.
O ενώ­σεις της χη­μεί­ας. 
Το σκό­τος και το φως.
Η μνή­μη και η λή­θη.
Η επα­νά­στα­ση.
Η γαλ­λι­κή επα­νά­στα­ση.
Τα λύ­μα­τα. Ο βό­θρος.
Ο Ήσκιος βα­ρύς κι ο Χά­ρο­ντας λευ­κός.

Αλ­λά ει­λι­κρι­νά. Αρ­χί­ζω και αι­σθά­νο­μαι σαν να μα­δάω ένα λου­λού­δι. Και δεν μ' αρέ­σει. Και δεν θέ­λω να τε­μα­χί­σω ού­τε να απο­δο­μή­σω αυ­τό που έχει γρα­φτεί. Δεν θέ­λω να τα­ρά­ξω την πα­ρά τα άλ­μα­τα ορ­γα­νι­κή ενό­τη­τά του, την ησυ­χία του, για­τί κά­θε ολο­κλη­ρω­μέ­νο έρ­γο εί­ναι ησυ­χία, αλ­λιώς εί­ναι θό­ρυ­βος, όπως μας έχει μά­θει ο Πόρ­τσια. Δεν θέ­λω να το κά­νω φύλ­λο φτε­ρό, δεν θέ­λω να το θε­ρί­σω, να το ξα­πλώ­σω στο κρε­βά­τι του ανα­τό­μου, να το κρε­ουρ­γή­σω, δεν θέ­λω να μι­λή­σω για πι­θα­νές και απί­θα­νες επιρ­ρο­ές, για το ποι­η­τι­κό συμ­βάν ή αί­τιο ή σύ­μπαν του Λου­κό­που­λου, για το τι πο­λύ­τι­μο αγ­γείο μπο­ρεί να έσπα­σε και προ­έ­κυ­ψαν αυ­τά τα θραύ­σμα­τα, για το τι οί­στρος μπο­ρεί να τον κα­βά­λη­σε, τον κα­τέ­λα­βε και τον ακο­λου­θού­σε κα­τά πό­δας απ' το Λου­τρά­κι ως τη Λου­βαίν λα Νεβ. Ο ίδιος βέ­βαια κα­τά­γε­ται από την Ελευ­σί­να, επο­μέ­νως ένα πε­ζό ποί­η­μα απ' τα 278, του­λά­χι­στον ένα, θα όφει­λε να λέ­γε­ται και λέ­γε­ται φυ­σι­κά: πα­λίμ­ψη­στο.

Μα­κά­ρι να εί­χα την επάρ­κεια αλ­λά και την εγκρά­τεια και να απο­μό­νω­να μία απ' τις πολ­λές θε­μα­τι­κές των Γε­νο­σή­μων, ή ακό­μη κα­λύ­τε­ρα, να έμε­να απο­κλει­στι­κά στη φόρ­μα, το μό­νο που όπως ο ίδιος λέ­ει μας χρω­στά­ει, τη φόρ­μα. Όπως ακρι­βώς μας δί­δα­σκαν οι δά­σκα­λοι του ποι­νι­κού, ότι για να εί­μα­στε πει­στι­κοί, θα πρέ­πει να επι­λέ­ξου­με ένα ση­μείο της υπε­ρά­σπι­σης και να κολ­λή­σει η βε­λό­να μας σ' αυ­τό, όχι και σε τού­το και σε κεί­νο, και στο άλ­λο και στο πα­ράλ­λο. Ένα στοι­χείο ν' ανα­δει­κνύ­ου­με, τα υπό­λοι­πα να τα υπο­φω­τί­ζου­με.

Στην πε­ρί­πτω­σή μας θα έλε­γα πως το βι­βλίο θα άξι­ζε πολ­λα­πλών ανα­γνώ­σε­ων, υπό δια­φο­ρε­τι­κό όμως κά­θε φο­ρά φα­κό. Ένα πρί­σμα τη φο­ρά. Οντο­λο­γι­κό. Φι­λο­σο­φι­κό. Μορ­φο­λο­γι­κό. Γλωσ­σι­κό. Ιστο­ρι­κό. Και πά­ει λέ­γο­ντας.

Ο Λου­κό­που­λος μας εντυ­πω­σιά­ζει κυ­ρί­ως για­τί κα­τα­φέρ­νει να μη μας κά­νει να νιώ­σου­με πως εί­ναι αυ­τή η από­βλε­ψή του. Αυ­τό που νο­μί­ζω τον νοιά­ζει εί­ναι να μας εντυ­πω­θούν, όχι να μας εντυ­πω­σιά­σουν τα απο­στάγ­μα­τά του. Κι εμέ­να μου εντυ­πώ­θη­καν και το θυ­μά­μαι απ' έξω σχε­δόν όλο του το βι­βλίο, σα να το 'γρα­ψα εγώ.

Όπως νο­μί­ζω το έχει θέ­σει εξαι­ρε­τι­κά ο Ηρα­κλής Λο­γο­θέ­της, και το ανα­πα­ρά­γω από στή­θους οπό­τε συγ­χω­ρέ­στε τις ανα­κρί­βειες, ο ποι­η­τής προ­σπα­θεί να προ­δια­γρά­ψει τα προ­ση­μαι­νό­με­να, αυ­τά που ακό­μα δεν φαί­νο­νται, τη φου­σκά­λα που δεν έχει ακό­μη ανέ­βει στην επι­φά­νεια, μο­λο­νό­τι έχει αρ­χί­σει ο βρα­σμός.

Και εί­ναι ακρι­βώς γι' αυ­τό το προ­ο­ρα­τι­κό, και εί­ναι επί­σης επει­δή ο Κων­στα­ντί­νος Λου­κό­που­λος ομνύ­ει στη μι­κρή φόρ­μα, αυ­τή εμπι­στεύ­ε­ται, στην πύ­κνω­ση κι εκεί­νος ει­ρη­νεύ­ει, χω­ρά­ει το με­γά­λο στο μι­κρό, ιστο­ρί­ες πα­λά­μης γρά­φει, εί­ναι για όλα τού­τα λοι­πόν, που τον ευ­χα­ρι­στώ προ­σω­πι­κά για το βι­βλίο αυ­τό, εί­ν' ένα δώ­ρο που μας έκα­νε, και τον προει­δο­ποιώ ότι θα πα­ρα­μεί­νω εν­στι­κτι­κά και εν­θου­σια­στι­κά δί­πλα του και μέ­σα στα ίδια μαύ­ρα νε­ρά.


https://www.hartismag.gr/hartis-37/biblia/genoshma?fbclid=IwAR30x__27mlBNF6vJBNgjRDQhvlJ7oA-CGb7Amu_yJuSRBpYY69GnEOtvjQ

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: