Μαρίνα Αγαθαγγελίδου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Από την πρώτη του εμφάνιση στα λογοτεχνικά πράγματα, στο τέλος της δεκαετίας του ’80, έως και σήμερα, ο Αριστείδης Αντονάς καλλιεργεί συστηματικά μια γραφή αιρετική, φύσει και θέσει ελάσσονα, που ανθίσταται στις λογοτεχνικές μόδες, τροφοδοτείται από τη λογοτεχνική παράδοση, εγχώρια και ξένη (από τον Πεντζίκη και τον Γονατά έως τον Κάφκα, τον Μπόρχες και τον Μπέκετ) και ταυτόχρονα διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τα πεδία στα οποία επεκτείνεται το έργο του δημιουργού της, την αρχιτεκτονική και τη φιλοσοφία.
Στοχαστικά, κλειστοφοβικά, υπακούοντας σε μια γερά θεμελιωμένη γεωμετρία και υπονομεύοντας σταθερά τον ρεαλισμό, τα αφηγήματα του Αντονά αρέσκονται να στήνουν παγίδες στους αναγνώστες, εμπλέκοντάς τους σε ένα παιχνίδι, οι κανόνες του οποίου μοιάζουν να ανατρέπονται διαρκώς. Το αστυνομικό στοιχείο, η ατμόσφαιρα θρίλερ και μυστηρίου, όπως και η παραδοξολογία, που συνήθως διαποτίζουν, σε ένα πρώτο επίπεδο, την αφηγούμενη δράση, δεν αποτελούν συνεπώς απλώς υφολογικούς ή ειδολογικούς δείκτες, αλλά εδράζονται σε μια βαθύτερη αβεβαιότητα, αυτήν του διαφεύγοντος νοήματος.
Τα στοιχεία αυτά συναντώνται και στο τελευταίο αφήγημα του Αριστείδη Αντονά, Ο πολτός των πραγμάτων (Αντίποδες 2020). Εδώ η αφήγηση αρθρώνεται σε τρία μέρη (Προπαρασκευή, Σχέδιο εναντίον της πραγματικότητας και Εκπομπή) και εκφέρεται, εν είδει οργανωμένου παραληρήματος, από έναν χαρακτήρα, τον Τάρκεν, του οποίου η σχέση με την πραγματικότητα φαίνεται να έχει διαταραχθεί βαθιά. Ενόχληση, οργή, μίσος, απογοήτευση διακατέχουν τον Τάρκεν κατά την αναμέτρησή του με τον εμπράγματο κόσμο που τον περιβάλλει και συνοδεύονται από μια άγνοια του εαυτού.
Η απώλεια της μνήμης και ο αποπροσανατολισμός σε σχέση με τα όρια μεταξύ της σκέψης και της πραγμάτωσής της, της κυριολεξίας και της μεταφοράς, είναι κάποιες από τις εκφάνσεις αυτής της καταστατικής άγνοιας. Ετσι, όταν ο Τάρκεν, κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου του, βρίσκεται αντιμέτωπος με την εικόνα ενός πτώματος και μιας ξεκοιλιασμένης τσάντας μέσα στη βιτρίνα ενός καταστήματος δεν μπορεί να σταματήσει να αναρωτιέται αν ήταν αυτός που διέπραξε τον φόνο και σύντομα βρίσκεται μπλεγμένος στην ανίχνευση της υπόθεσης, ακολουθώντας κατά πόδας δύο πρόσωπα εξίσου αινιγματικά: τον «διευθυντή» και τον «άνθρωπο της πράσινης σπηλιάς».
Με προκλητική απάθεια μπροστά στον βίαιο θάνατο του άγνωστου άντρα, το άψυχο σώμα του οποίου κείτεται γυμνό μες στη βιτρίνα, ο Τάρκεν συλλαμβάνει τον φόνο κυρίως ως εικόνα, ως αποκρυστάλλωση μιας σκέψης δικής του, χωρίς να είναι σε θέση να προστατεύσει τον εαυτό του από τις επιπλοκές αυτής της σύλληψης: «Εφόσον αισθανόμουν ότι η εικόνα του φόνου ήταν δική μου εικόνα, δεν έπρεπε να κάνω βήματα προς το εσωτερικό της κατάστασης».
Μπουχτισμένος από την πραγματικότητα, από το συνονθύλευμα των πραγμάτων που συνιστούν αδιαχώριστα την πραγματικότητα, αλλά και από την υλική υφή της, από τη μανία κατοχής πραγμάτων και από τη μανία «θέσμισης ενός σύμπαντος φτιαγμένου από πράγματα», από την οποία διακατέχεται ο σύγχρονος, «ξεπεσμένος» άνθρωπος, ο Τάρκεν προσδοκά μια καταστροφή, ένα συμβάν που θα ξεθεμελιώσει την πραγματικότητα και θα ανατρέψει την κανονική ροή του χρόνου.
Το συμβάν της βιτρίνας, και κυρίως η εικόνα της διαμελισμένης τσάντας και των ρημαγμένων πραγμάτων, φωτίζεται λοιπόν υπό το φως αυτής της προσδοκίας και επενδύεται από τον Τάρκεν με τα χαρακτηριστικά ενός συμβόλου, του οποίου μάλιστα τον συμβολισμό οφείλει να αποκαλύψει ο ίδιος στην ανθρωπότητα: «Το σύμβολο είναι αναπόδραστο, τρομερό, κόβει πόδια, δεν αφήνει κάτι πίσω, είναι ο ξερός ύμνος για το συμβολιζόμενο (...). Μένει να το αναδείξω. Να εξηγήσω τον ακραίο συμβολισμό του σε τόσους που δεν κατάλαβαν. Εχω μια αποστολή και έγινα ένας απόστολος».
Η αντίφαση του Τάρκεν και η εσωτερική αντινομία της αφήγησής του εντοπίζονται, ωστόσο, στο εξής: Αν και γι’ αυτόν η τραγωδία των πραγμάτων έγκειται όχι στην απουσία νοήματος αλλά στο «μπούκωμα από παραπανίσιο νόημα», η μόνη ενδεδειγμένη λύση απέναντι στο οποίο θα ήταν, όπως συνειδητοποιεί, η αντίσταση στην ερμηνεία και την επεξήγηση («Θέλω να μη διαβάζω πια, θέλω να μην ερμηνεύω, να ξεκουραστώ σε κάποια απλότητα»), ο ίδιος έλκεται ακαταμάχητα από τον αναπόδραστο χαρακτήρα του συμβόλου και πέφτει στα δίχτυα της μεταφοράς, από τα οποία αδυνατεί να απεγκλωβιστεί.
Για τον συγγραφέα του βιβλίου, τον Αριστείδη Αντονά, η ένταση μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς αποδεικνύεται, αντιθέτως, ιδιαίτερα γόνιμη, καθώς από αυτήν απορρέει σίγουρα ένα μεγάλο μέρος της γοητείας και της δραστικότητας της πρόζας του, όπως επικυρώνεται από το παρόν βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου