Από τον τοίχο του Αλέξανδρου Δαμίγου
Δύσκολο να εντάξεις το βιβλίο σε κάποιο λογοτεχνικό είδος: Διηγήματα, πεζά, ποιητικά πεζά, ποιήματα, λεύκωμα με φωτογραφίες και συνοδευτικά κείμενα... Θα πω μόνο πως είναι λογοτεχνία και μάλιστα, καλή λογοτεχνία.
Έχοντας στα προσεχή μου σχέδια ένα ταξίδι στη Δράμα, σκέφτηκα πως το κατάλληλο ανάγνωσμα θα έπρεπε να είναι, λόγω τίτλου, το Δραμάιλο, που σημαίνει "Ο δρόμος για τη Δράμα". Αν μετανιώνω για ένα πράγμα σχετικά με αυτό το βιβλίο, είναι που δεν το διάβασα νωρίτερα και έπρεπε σώνει και καλά να το συνδυάσω με το ταξίδι αυτό. Γιατί το βιβλίο του Συφιλτζόγλου είναι ένα από τα ωραιότερα αναγνώσματα σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας που είχα την ευκαιρία να απολαύσω.
Μικρά κείμενα (μικρότερα από μία σελίδα) που δίνουν το στίγμα του πολύπαθου τόπου και των ανθρώπων του, μέσα σε λίγες αράδες γραμμένες στο τοπικό ιδίωμα (και όχι μόνο). Για να προλάβω κάποιες αντιρρήσεις, να πω ότι ένα από τα επιτεύγματα του συγγραφέα είναι ότι καθώς διαβάζεις τα πεζά του με αρκετές πρωτόγνωρες λέξεις, διαπιστώνεις ότι τα συμφραζόμενα και οι ήχοι τους είναι υπεραρκετά για να σε κάνουν να τις νιώσεις, γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει: οι πράξεις των ηρώων μετουσιώνονται σε λέξεις, που καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης δονούνται. Δεν χρειάζεται κανένα γλωσσάρι -αυτά είναι κατάλληλα μόνο για σχολικά αναγνώσματα. Στη δεύτερη ή στην τρίτη ανάγνωση καταλαβαίνεις το νόημά τους, όσο κι αν η γραφή του δημιουργού είναι ελλειπτική. Τα σχόλια, στις πλαϊνές σελίδες, δίνουν ακόμη μία διάσταση, συχνά αλαφραίνοντας τον ελεγειακό τόνο του βιβλίου. Οι ήρωες του Δραμάιλο είναι παντοτινά ξεριζωμένοι. Ξεριζωμένοι από τον Πόντο ή τη Θράκη αλλά και συχνά διωγμένοι από το νέο τόπο τους. Υπάρξεις χωρίς παρόν και μέλλον, που μου θυμίζουν ένα κείμενο του Νίτσε: "τι είναι κατά βάθος η ύπαρξή τους -ένας ες αεί ανολοκλήρωτος παρατατικός. Κι όταν ο θάνατος φέρνει επιτέλους την ποθητή λησμονιά, ταυτόχρονα υπεξαιρεί το παρόν και την ύπαρξη επισφραγίζοντας έτσι τη διαπίστωση ότι η ύπαρξη δεν είναι παρά ένα συνεχές τετελεσμένο παρελθόν, ένα πράγμα που ζει αρνούμενο και κατατρώγοντας τον εαυτό του, αντιφάσκοντας προς τον ίδιο του τον εαυτό".
Όσο για τις θαυμάσιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, εμπλέκονται αριστοτεχνικά με τα κείμενα λειτουργώντας αντιστικτικά, για να μας προσφέρουν ένα απαράμιλλο σύνολο.
"Εγώ; Εγώ ήμουν από τα πάσταρδα. Τη μάνα μ' τη λέγαν κουσουρλού. Δεν έπιανε παιδί και την απαρατούσαν. Να ΄ναι καλά η καμπουριαστή από τα βλάχικα. Της λέει, θα πας με τον Ντελή-Φισέκ, αυτός θερίζει και κοτρόνα. Της κανονίζει κάτω απ' τις αποστολιάτικες συκιές, κει που τ' αμπέλι κάνει σύνορο αγκαλιαστό. Τακλάκια 'πα στο χώμα, εφταμηνίτικο της βγήκα, κερπίτσι λάσπωνε στο κλάμα. Η μάνα μ' ήταν κουσουρλού, δεν είχε ρωγοβύζι, με θήλασε μια διπλανή από τα χρυσοχώραφα. Γύφτικο γάλα, άτιμο, γι' αυτό κι εγώ με τα καρφιά στον κώλο. Μες στη στενή χαγιάτεψα με κεμεντζέ και ζάρι. Λάθεψα στο λογαριασμό, στο Ανθοχώρι μ' επιστρέψαν νιόσφαχτο αρνί".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου