22.1.22

Γιώργος Χ. Θεοχάρης Μνήμες των λαμπρών μας χρόνων


Κατέβηκα στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1969 να προετοιμαστώ για τις Ακαδημαϊκές εξετάσεις (έτσι δεν τις έλεγαν τότε;) του Σεπτεμβρίου. Έμεινα στην Κυψέλη και πήγα σε ένα φροντιστήριο στη Στοά Πρωΐας. Δεν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, οπότε γράφτηκα στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Ελληνοαμερικανικού Ινστιτούτου «Όμηρος» και άλλαξα φροντιστήριο, πηγαίνοντας στου «Τζουγανάτου», πάνω από το Θέατρο Γιώργου Παππά, στην οδό Σίνα. Εκεί βρεθήκαμε, στην ίδια αίθουσα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Βασίλης Κουγέας κι εγώ και στη διπλανή ο Γιώργος Μανιώτης. Με τον Μαρκόπουλο, καθίσαμε στο ίδιο θρανίο, γίναμε φίλοι και κάναμε παρέα και εκτός φροντιστηρίου. Μάλιστα κατέβηκα από την Κυψέλη και νοίκιαζα στην οδό Φυλής, κοντά στη Βικτώρια, προκειμένου να είμαι ακόμη πιο κοντά στον φίλο μου, που έμενε με την οικογένειά του στην οδό Δεριγνύ. Ήμασταν κι οι δύο παιδιά φτωχών οικογενειών από την επαρχία, με πόθο κι αγάπη για τα βιβλία και την ποίηση. Ο Γιώργος είχε ήδη τυπώσει στον πολύγραφο την Εβδόμη Συμφωνία, την πρώτη του συλλογή, την προηγούμενη χρονιά, μαθητής της τελευταίας τάξης του γυμνασίου και είχε κιόλας αρχίσει τα μερεμέτια στα ποιήματά του, όπου θεωρούσε ότι κάποιοι στίχοι δεν τον αντιπροσώπευαν πλέον (ναι τόσο σύντομα!) αισθητικά, νοηματικά είτε ιδεολογικά. Το λέω γιατί κοιτάζω τώρα εκείνη την έκδοση και βρίθει από διαγραμμένους με μαύρο μαρκαδόρο στίχους.

Την αδυναμία των γονιών μας να χρηματοδοτήσουν την ανάγκη μας για αγορά λογοτεχνικών βιβλίων, αποφασίσαμε να καλύψουμε αναζητώντας εργασία. Όχι όμως οπουδήποτε (αν και εγώ είχα κιόλας δουλέψει ως πωλητής στο κατάστημα Αποστολίδη της οδού Αθηνάς, καθώς και σε ένα μηχανουργείο κατασκευής ελατηρίων για στρώματα, στο Ρουφ). Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να απευθυνθούμε για εργασία σε εκδοτικούς οίκους. Έτσι πήγα εγώ στον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση και ο Γιώργος στον «Κάλβο» του Γιώργου Χατζόπουλου. Προσληφθήκαμε, ως οι μικροί του μαγαζιού, αμέσως. Ωστόσο ο στόχος μας ικανοποιήθηκε με το παραπάνω γιατί και χαρτζιλίκι βγάζαμε, και με βιβλία τροφοδοτούσαμε ο ένας τον άλλον, αφού, εθιμικά τότε, για κάθε τίτλο νέας έκδοσης, δίνονταν δύο αντίτυπα σε κάθε υπάλληλο, αλλά ήρθαμε και σε επαφή με τους σπουδαίους συγγραφείς μας. Έτσι ξεκινήσαμε τις λογοτεχνικές μας βιβλιοθήκες, δίνοντας στον Γιώργο τα νέα βιβλία της Αξιώτη, του Αμπατζόγλου, του Χάκκα, του Κουμανταρέα, της Λαϊνά, τα Δεκαοχτώ Κείμενα, την μικρόσχημη σειρά με μεταφράσεις Τσέχωφ, Ντοστογιέφσκυ, Φώκνερ, Ραντιγκέ, Ζαν Ζουβ κ.ά. κι αντίστοιχα ο Μαρκόπουλος σ’ εμένα Μαρτέν, Χράμπαλ, Χάουζερ, Μπάμπελ, Ρηντ, κ. ά.

Στον «Κέδρο», στη στοά της Πανεπιστημίου 44 που βγάζει στην Χαριλάου Τρικούπη, βρήκα να εργάζονται ο Αιμίλιος Καλλιακάτσος και ο Νίκος Κεϊβανίδης που είχε χάσει την ακοή του από την έκρηξη νάρκης στον Γοργοπόταμο, στον πρώτο επίσημο γιορτασμό (29.11.1964). Η θητεία μου εκεί υπήρξε μαθητεία ουσιαστική, αφού βρέθηκα μέσα στα βιβλία των κορυφαίων της προοδευτικής διανόησης καθώς και στις εκδόσεις του «Θεμέλιου» που είχαν περισωθεί και έμεναν αποθηκευμένες στο πατάρι, αλλά και γιατί δεν είναι λίγο για έναν 18χρονο να συγχρωτίζεται με τον Βάρναλη, τον Τσίρκα, τον Κοτζιά, τον Μαρωνίτη, την Αξιώτη, τον Κωσταβάρα, τον Χάκκα, τον Κουμανταρέα αλλά και τους νεώτερους, τον Πούλιο, τον Σιώτη, κ. ά. που περνούσαν συχνά κι άφηναν χειρόγραφα. Εκείνα τα χρόνια ο «Κέδρος» αποτέλεσε σημείο ανασυγκρότησης διανοουμένων που επέστρεφαν από την εξορία. Περνούσαν, έμεναν λίγο κάνοντας επαφές κι αργότερα συνέχιζαν για τους τόπους καταγωγής. Έτσι θυμάμαι πάντοτε με νοσταλγία τη φιλία μου με τον Θάνο Παπαδόπουλο, δημοσιογράφο και διηγηματογράφο, με τον οποίο τρώγαμε τα μεσημέρια κρύα πιάτα και συζητούσαμε, καθήμενοι στα σκαμπό του μπαρ στην είσοδο του παρακείμενου εστιατορίου «Ιντεάλ». Τον Τσίρκα μάλιστα επισκεπτόμασταν με τον Μαρκόπουλο στο σπίτι του και ζητούσαμε τη γνώμη και στήριξή του για μιαν έκδοση περιοδικού που σχεδιάζαμε και που δεν τελεσφόρησε. Και στο σπίτι του Αυγέρη και της Έλλης Αλεξίου πηγαίναμε και τους βλέπαμε. Συναναστράφηκα την Μέλπω Αξιώτη κι εκείνη μου χάρισε τα χειρόγραφα της μετάφρασής της στα διηγήματα του Ιονέσκο, που τότε είχαν μόλις τυπωθεί. Και με τον αλησμόνητο Μάριο Χάκκα πέρασα μέρες και βράδια μαθητείας με περιπάτους στην Καισαριανή και σε ταβέρνες. Όπως επίσης στο οδοντιατρείο του Θανάση Κωσταβάρα, όπου γνώρισα τους ποιητές του προδικτατορικού περιοδικού Μαρτυρίες, Λεοντάρη, Λυκιαρδόπουλο, Δαράκη, κ.ά. Κι ακόμη, θυμάμαι, τις συζητήσεις με τον Μένη Κουμανταρέα, όταν πηγαινοερχόμουν στο γραφείο της ασφαλιστικής που εργαζόταν, στην οδό Καραγεώργη Σερβίας, με τα δοκίμια των διαχωρισμών στο έργο του Μπότσογλου, που κόσμησε την έκδοση του βιβλίου Τα μηχανάκια. Με τον Μαρκόπουλο επισκεφθήκαμε τον Γιάννη Ρίτσο στο Νοσοκομείο, όταν μεταφέρθηκε επειγόντως με ελικόπτερο από τους στρατοκράτες τον χειμώνα του 1970. Γνωριμίες και συναναστροφές μαθητείας ανεκτίμητης.

Έζησα όλη την προετοιμασία και την έκδοση των Δεκαοχτώ Κειμένων και κρατώ στη βιβλιοθήκη μου ένα αντίτυπο του πρώτου τόμου, από μια έκδοση σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με εξώφυλλο του Κώστα Κουλεντιανού.

Ωστόσο, πέρα από την επαφή με τους μεγαλύτερους σε ηλικία δημιουργούς, με τον Μαρκόπουλο ήμασταν μέλη της Εταιρείας Πνευματικής Επιστημονικής Ανάπτυξης (Ε. Π. Ε. ΑΝ.), ενός φορέα που έδινε στους συνηλικιώτες μας διέξοδο στην έκφραση των λογοτεχνικών μας προσπαθειών και σφυρηλατούσε δεσμούς φιλικούς, μιαν εποχή που η ανελευθερία πίεζε την νεότητά μας αφόρητα. Τα γραφεία της κίνησής μας στην οδό Ηπείρου 65, στον Σταθμό Λαρίσης, ήταν ο χώρος που μπορούσαμε να εκφραστούμε, να διαβάσουμε τα ποιήματα που γράφαμε, να μοιραστούμε βιβλία και χειρόγραφα. Ψυχή της κίνησης ο ποιητής Στέφανος Μπεκατώρος. Εκεί αντάμωνα τον Αλέκο Φλωράκη, τον Διονύση Καλλίνικο και άλλους. Μάλιστα, θυμάμαι μια νύχτα του Δεκέμβρη 1970 ο Αλέκος, θέλοντας να μας χαρίσει τη συλλογή του Φεγγάρια και προσωπίδες (με έξοχα σχέδια του αδελφού του Μαθιού Φλωράκη) κι έχοντας διαθέσιμο μονάχα ένα αντίτυπο, το ρίξαμε στον κλήρο και στάθηκα εγώ τυχερός. Στην αφιέρωση ο Φλωράκης μνημειώνει την ανάμνηση αυτής της κλήρωσης παραθέτοντας τα ονόματα όλων μας.

Θυμάμαι τους περιπάτους με τον Γιώργο Μαρκόπουλο που ξεκινούσαν απόγευμα από την πλατεία Βικτωρίας και, συζητώντας, φθάναμε μέχρι τη Σαφράμπολη κι ακόμη πιο πάνω, κι όταν μας έκοβε η πείνα επιστρέφαμε, γιατί ο Γιώργος ποτέ δεν έπαιρνε να φάει κάτι από περίπτερο ή ταχυφαγείο της εποχής, αλλά ήθελε να γυρίσουμε στην αλησμόνητη μανούλα του κι εκεί να φάει / να φάμε σπιτικό φαγητό. Πόσα ποιήματα και πόσα σχέδια ποιημάτων του Γιώργου έχω ζήσει πλάι του εκείνα τα χρόνια και πόσες δικές μου δοκιμές εκείνος…

Τότε στη συντροφιά μας ήταν και ο ποιητής Πάνος Καπώνης και ο Μάκης Μωραΐτης, που αργότερα δημιούργησε τις εκδόσεις «Αιγόκερως», καθώς για ένα διάστημα και ο κλασικός κιθαρίστας Γιάννης Μανωλιδάκης.

Το καλοκαίρι του 1970 σχεδιάζαμε την έκδοση ενός συλλογικού τόμου με αντιχουντικά ποιήματά μας οι: Μαρκόπουλος, Καπώνης, Καλλίνικος, Θεοχάρης, είχαμε μάλιστα αγοράσει και τις μεμβράνες, καθώς και το χαρτί που αναλογούσε στον καθένα. Η έκδοση, που τελικά, δυστυχώς, δεν πραγματοποιήθηκε, θα ήταν πολυγραφημένη με εξώφυλλο από χασαπόχαρτο και γράμματα τίτλου από μαύρο μαρκαδόρο, τα δε ποιήματα σκοπεύαμε να μην είναι συγκαλυμμένου λόγου αλλά ευθέως επιθετικού.

Είχαν κυκλοφορήσει, εκείνη την περίοδο, δύο Ανθολογίες. Εκείνη των Τάκη Σπηλιάκου-Έλενας Στριγγάρη και η άλλη του Γιώργου Γιόση. Εκεί στεγάστηκαν τα πρωτόλεια πολλών ποιητών της γενιάς μου.

Μια άλλη νεανική συντροφιά μας είχε χώρο συνάντησης ένα bar στην αρχή της οδού Κολοκοτρώνη, δίπλα στο κοσμηματοπωλείο Ζολώτα, μα και το μικρό καφέ κάτω από τη Σχολή Δημοσιογραφίας, Σίνα και Ακαδημίας γωνία, στην οποία συντροφιά, εκτός άλλων, μετείχαν οι Μάκης Αποστολάτος, Πέρσα Διακογιάννη, Σοφία-Ρόζα Βεργή, Κώστας Γραμματικόπουλος, Σόνια Ζαχαράτου, Αντώνης Δασκαλόπουλος, Σοφία Πετροπούλου, Αννίτα Κουτσουβέλη κ.ά. Παιδιά που άλλα διέγραψαν πορεία με διάρκεια κι άλλα έλαμψαν ως διάττοντες κι έσβησε η εκδοτική τους παρουσία. Με πολλούς από την παρέα αυτή συναντιόμασταν και στη βιβλιοθήκη της Χ.Α.Ν., στην οδό Ομήρου.

Δημόσιες αναγνώσεις πραγματοποιούσαμε στη Σχολή Γιώργου Δολιανίτη, στην οδό Σίνα, μάλιστα, κάποιες φορές, ο Κύπριος φίλος μουσικός Ανδρέας Ανδρέου μελοποιούσε στίχους μας και τολμούσαμε να κάνουμε ως και τους τραγουδιστές!

Στέκι και σημείο τροφοδοσίας μας με βιβλία υπήρξε το περίφημο καρότσι του Κώστα Νικολάκη στην αρχή της οδού Χέυδεν, καθώς επίσης το μικρό βιβλιοπωλείο του Γιώργου Τσιλδερίκη στο Πειραματικό θέατρο της Μαριέττας Ριάλδη, όπου γίνονταν συγκεντρώσεις και συναντήσεις με δημιουργούς τις Δευτέρες, κι αν θυμάμαι καλά στην οργάνωσή τους μετείχε ο Δημήτρης Ιατρόπουλος. Εκεί πρωτογνώρισα τον Άγγελο Τερζάκη, τον Ιάκωβο Καμπανέλη κ. ά. Ακόμη συχνάζαμε στον κινηματογράφο «Στούντιο» του Σωκράτη Καψάσκη και μιλούσαμε μαζί του και, όταν ήταν μπορετό, αφήναμε αντιχουντικά τρυκάκια στα καθίσματα της αίθουσας προβολής.

Ένας άλλος χώρος έκφρασης ήταν η Ελληνοαμερικανική Ένωση, στην οδό Μασσαλίας, και θυμάμαι έντονα το βράδυ της 20ης Νοεμβρίου του 1970, όπου πραγματοποιήθηκε μια εκδήλωση από εκείνες που συσπείρωναν εκατοντάδες νέους, σπουδαστές, φοιτητές, που συναισθανόμασταν ότι μέσ’ από τη λογοτεχνία αντιστεκόμασταν στο χουντικό καθεστώς, μέσ’ από την Τέχνη αντιστεκόμασταν στην γελοιοποίηση της ελληνικής γλώσσας από τους δικτάτορες. Επρόκειτο για αναγνώσεις ποίησης Αμερικανών ποιητών και Ελλήνων, κυρίως της Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς, μα και νέων της γενιάς του ʼ70 (Ρουκ, Ησαΐα, Αραβαντινού, Στεριάδη, Δενέγρη, Φωκά, Πούλιου, Ποταμίτη) και μοιράστηκαν, σε πολυγραφημένα αντίγραφα, τα αναγνωσθέντα ποιήματα. Εκείνα των αμερικανών (Sylvia Plath, Marianne Moore, William Carlos Williams, Robert Lowell, Lawrence Ferlinghetti, Allen Ginsberg, Gregory Corso) είχαν μεταφραστεί από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τη Νανά Ησαΐα, τον Τάσο Δενέγρη, τη Μαντώ Αραβαντινού, τη Ζωή Καρέλλη, την Ελένη Βακαλό και την Ιουλία Ραλλίδη. Νομίζω η οργάνωση οφειλόταν στον Κίμωνα Φράιερ.

Ένα περιοδικό ποικίλης ύλης, στο οποίο δόθηκε βήμα δημοσίευσης στους νέους της εποχής ήταν η Συλλογή. Η έκδοση του περιοδικού ξεκίνησε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1967, στην πρώτη χρονιά της Απριλιανής Δικτατορίας σε σχήμα 19×13 (έκδοση τσέπης) και η διακίνησή του γινόταν από τα πρακτορεία Ημερήσιου Τύπου. Ουσιαστικά το περιοδικό αποτελούσε αντίγραφο του διεθνούς περιοδικού τσέπης Sellection, τόσο στο σχήμα και τη μορφή όσο και στο κασέ.

Η έκδοση ήταν μηνιαία και τη διεύθυνσή της είχε ο Κυρ. Παπαχρυσάνθου και διευθυντής σύνταξης ήταν ο Δ. Παπαναγιώτου. Τα γραφεία βρίσκονταν στην Αθήνα, Ακαδημίας 26. Στο τεύχος 14 (Ιαν. 1969) η σύνταξη απευθύνεται «στους νέους και τις νέες που γράφουν» ζητώντας τους να στέλνουν χειρόγραφά τους με διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια κ.λπ. Έτσι, λοιπόν, από το 16ο τεύχος, τον Μάρτιο του 1969, αρχίζει η δημοσίευση των συνεργασιών νέων αναγνωστών στη ρουμπρίκα «Οι νέοι που γράφουν» και καθιερώνεται στήλη επικοινωνίας των αναγνωστών με τους υπεύθυνους της ρουμπρίκας. Στο περιοδικό εκείνο βρίσκουμε δημοσιεύσεις νέων της γενιάς του ’70 καθώς και εγκρίσεις ή απορρίψεις συνεργασιών τους (στη στήλη της Αλληλογραφίας): Κώστα Σουέρεφ, Ηλία Κουτσούκου, Γιώργου Χρονά, Δημήτρη Κολινιάτη, Δημήτρη Κράνη, Βασίλη Παπά, Αρετής Κελερμένου, Γιώργου Μαρκόπουλου, Διονύση Σέρρα, Χρήστου Λάζου, Σωτήρη Σαράκη, Παύλου Πέζαρου, Πάτροκλου Λεβεντόπουλου, Ελένης Δαμβουνέλη, Γιάννη Υφαντή, Γιάννη Σχίζα και Γιώργου Χ. Θεοχάρη.

Ακόμη ένας χώρος συνάντησης νέων της γενιάς μου υπήρξε το Σανδαλοποιείο του Σταύρου Μελισσινού, στην οδό Ηφαίστου στο Μοναστηράκι. Ο Μελισσινός είχε αποδώσει τότε στα ελληνικά τη Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ του Ουάιλντ και κορδακιζόταν ως σπουδαίος ποιητής, δίνοντας συνεντεύξεις σε αμερικάνικα περιοδικά, με τη μεσολάβηση τουριστριών που σύχναζαν στο κατάστημά του.

Την Άνοιξη του 1971, μετά από μια παραμονή μου ολίγων εβδομάδων στο «θέρετρο» του ΕΑΤ/ΕΣΑ, στρατεύτηκα, εκών-άκων, κι αποκόπηκα από τους συνηλικιώτες μου βίαια, χάνοντας έτσι την ευκαιρία της συναναστροφής και με πολλούς άλλους ποιητές της γενιάς μου, με τους οποίους συναντήθηκα αργότερα και τους τίμησα δίνοντας στην ανάγνωση αφιερωματικούς τόμους στη γραφή τους, στα πλαίσια έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον που διευθύνω, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Έτσι έχουν κατατεθεί μελέτες για τους: Γιάννη Πατίλη, Γιώργο Μαρκόπουλο, Αντώνη Φωστιέρη, Γιάννη Βαρβέρη, Ηλία Κεφάλα και σελίδες για τον Μιχάλη Γκανά και τη Νατάσα Κεσμέτη.

Επιλογίζοντας θα έλεγα ότι η γενιά του ’70, η γενιά μου, που για άλλους είναι περιώνυμη και για άλλους υπερεκτιμημένη, εκόμισε, με τους εκπροσώπους της, εις την Τέχνην, σπουδαίο έργο και εξακολουθεί να δημιουργεί, δίνοντας τη σκυτάλη σε πλείστους όσους νεώτερους οι οποίοι τιμούν τον έλληνα λόγο και χαίρεται να παρακολουθεί την ευδόκιμη πορεία τους και να στηρίζει, όσο μπορεί, τη συνέχεια, δίνοντάς τους βήμα έκφρασης, όπου έχει τη δυνατότητα.

Και σκέπτομαι, ότι ξεφυλλίζοντας τεκμήρια εκείνης της εποχής είναι σαν να ψαύω τα διαβατήρια που έβαλαν η ζωή και η τέχνη στην εφηβική μας παλάμη, προκειμένου ν’ ανοίξουμε διόδους ελευθερίας, αξιοπρέπειας και δημιουργίας και δεν είμαι βέβαιος για το πόσο άξιοι σταθήκαμε…

Τέλος, σχετικά με τον ανερμάτιστο Βασίλη Λαμπρόπουλο και το κείμενό του στο προηγούμενο αφιέρωμα του Φρέατος, στη γενιά μου, θα πω ότι χρειάζεται αληθινό θράσος για να πει κανείς «σχεδόν αγράμματους» τους ποιητές της Γενιάς του ’70, όταν η πλειονότητά τους κατέχει Πανεπιστημιακά διπλώματα, ξέρουν ξένες γλώσσες, και σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά. Όσο για τον χαρακτηρισμό, από τον Λαμπρόπουλο, πως οι ποιητές της Γενιάς μου είναι χαμηλής λογοτεχνικής παιδείας και επίδοσης, τι να σχολιάσει κανείς; Το μόνο που θέλω να πω για κείνον και το άρθρο του είναι το Αισώπειο: «Πω-πω, σκόνη που σήκωσα!», είπε η μύγα που καθόταν στο πίσω μέρος του άρματος…

⸙⸙⸙

Εκόμισαν…

Μνήμη Μπίλλης Βέμη

Στρέφω τη σκέψη στους παιδεμένους ποιητές που τυραννίστηκε η ζωή τους σε σανατόρια, σε ψυχιατρεία και σε νοσοκομεία χρονίων παθήσεων. Βιζυηνός, Φιλύρας, Πολυδούρη, Ρίτσος, Κοτζιούλας, τραγούδησαν τη ζωή ενώ ο θάνατος σελάγιζε μέσα τους.

Στρέφω τη σκέψη στους ποιητές που εκόμισαν εις την ιατρικήν επιστήμην, όπως εκόμισαν εις την τέχνην. Σ’ εκείνους που αντιμετώπισαν το άλγος του πόνου από βαριές ασθένειες και δοκιμασίες μετατρέποντάς το σε τέχνη μέσ’ από τη διήθισή του στα φίλτρα της ευαισθησίας των. Σ’ εκείνους που άωρα έφυγαν από κοντά μας.

Κάπως έτσι κι εγώ, αν μη τι άλλο σ’ αυτή τη ζωή προσδοκώ να συναριθμηθώ με τους πονεμένους της συκοφαντημένης γενιάς μου. Με τους αδελφούς και τις αδελφές μου της περιώνυμης «Γενιάς του ‘70»: την Μπίλλη να σφάζει τον Κόκορα των θεμελίων στο Πήλιο και τον Βασίλη, τον χλωμό κύριο Ίβο του Παγασητικού και με τον Μίμη των βορείων συνόρων να τηγανίζει Αυγά μάταια. Με τον Γιώργο στο εργαστήριο του Bar Au Revoir να επιδίδεται σε διαρκή Καλλιέργεια του αίματος και τον Γιαννάκη νύχτα με το ταξί καλπάζοντας, ενώ Ο θάνατος το στρώνει. Με τον Στέφανο που από νωρίς μας έδειξε ότι Ο ουρανός είναι το χώμα. Με τον Λεφτέρη, γητευτή πουλιών, στις αλέες του Αλληγορικού σχολείου και τον Αργύρη, ανάργυρο με λέξεις ασημένιες στο χιονισμένο κτήμα του στο Θροφαρί να γεωργεί Εσωτικά Τοπία. Την Αρετή, μικρή φιλενάδα της Έρκυνας να ξεθαμπώνει Καθρέφτες. Την Ηρώ και τον Γιάννη, πλανόδιους θηρευτές αισθημάτων στην Ακτή Καλλιμασιώτη και τέλος τον Γιώργο, τον πικραδερφό μου, με τη μελίρρυτη γλώσσα που την εμόλεψε κακό σερσέγγι να ταξιδεύει στην Φοβερή πατρίδα του.

Επιθυμίες και αισθήσεις –να πουν– εκόμισαν εις την Τέχνην, και εις την Ιατρικήν επιστήμην το υλικό τους σώμα με τη φαρμακεία και το πικρό μελάνι της ποίησης να ρέει στις φλέβες τους ακαταπαύστως…

Να συναριθμηθώ μαζί κι εγώ –να μου δοθεί ετούτη η χάρη.

https://mag.frear.gr/mnimes-ton-lampron-mas-chronon/?fbclid=IwAR3slAiabDHn9-qmv1XjH-Dm99hl7BmYOI2wvZNLHB8inS7RrApGUqlR86o

Δεν υπάρχουν σχόλια: