Κλέρ Σαρνέ-Ραυτοπούλου
του Δημήτρη Ραυτόπουλου
Η Κλερ Σαρνέ-Ραυτοπούλου, που έφυγε από τη ζωή στις 13 Ιουλίου 2021, δεν ανήκε στις τάξεις των Γραμμάτων, κατά την κρατούσα αντίληψη που χωρίζει την Παιδεία σε λόγια και εκπαιδευτική. Ήταν δασκάλα με τον νου και την ψυχή.
Απόφοιτος της École Normale του Παρισιού, έκανε καριέρα διδασκαλική, αλλά εξειδικεύτηκε σύντομα, με συμπληρωματικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Βενσέν (Παρίσι), όπου μεταξύ άλλων, είχε καθηγητή και τον Λακάν, στη διδασκαλία σε παιδιά με ψυχοδιανοητικά προβλήματα. Εργάστηκε αμέσως μετά σε ένα θεσμό που λέγεται στο Παρίσι hôpital de jour (ημερήσιο νοσοκομείο). Εκεί τα νοσηλευόμενα παιδιά σχολικής ηλικία,, εκτός από τη νευροψυχιατρική περίθαλψη, παρακολουθούν κατά τις πρωινές ώρες μαθήματα σχολικά σε ειδικές αίθουσες του νοσοκομείου και επιστρέφουν σπίτι το απόγευμα. Η εμπειρία της Κλερ από το παιδιατρικό νοσοκομείο–σχολείο ήταν πλούσια, πολλαπλώς ενδιαφέρουσα, και είναι δυστύχημα που δεν την αποτύπωσε η ίδια –με τον υπερβολικό έλεγχο μετριοφροσύνης που τη χαρακτήριζε. Γιατί είχε συγκλονιστικές αναμνήσεις από την άμεση συνάφεια με τα παιδιά αυτά και με το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Είχε διατηρήσει για πολλά χρόνια τετράδια και μεγάλα φύλλα χαρτιού με σχέδια και ζωγραφικές απόπειρες των παιδιών. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά χάθηκε ή υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη κατά τις αλλεπάλληλες μετακομίσεις της (Βουδαπέστη, Σφαξ της Τυνησίας, Λιμπεβίλ της Γκαμπόν (Δυτική Αφρική), όπου εργάστηκε επί έξι χρόνια (δυο χρόνια σε κάθε πόλη και πολύ περισσότερα στην Αθήνα), και σε πολυάριθμα σεμινάρια σε Ρωσία, Κούβα, Μεξικό, Κίνα και ελληνική επαρχία.
Αναφέρομαι εδώ σε μία μόνο περίοδο της διδακτικής θητείας της Κλερ, στα πλαίσια του νοσοκομείου Μπρουσέ, στο 14ο διαμέρισμα του Παρισιού, με τη μεγάλη παιδιατρική πτέρυγα. Ο καθηγητής Σουλέ, που διηύθυνε τον παιδιατρικό τομέα, είχε σε μεγάλη εκτίμηση τη διδακτική εργασία της Κλερ, καθώς διαπίστωνε σταθερά ότι αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην πρόοδο της θεραπείας των νοσηλευμένων παιδιών.
Είχε η Κλερ ένα σπάνιο παιδαγωγικό χάρισμα, την άμεση και καλοδιάθετη επικοινωνία με τα παιδιά, που την εμπιστεύονταν σχεδόν αυτομάτως. Ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης δημιουργούσε με τη γνώση και ιδίως με την προσωπική της ακτινοβολία, το ταλέντο της επικοινωνίας που είναι σαν φυσικό. Η παιδική διαίσθηση ακουμπούσε σε κάτι πέρα από τη γνώση και το ταλέντο, και αυτό δεν είναι άλλο από την αγάπη. Είχε πολλή αγάπη, ιδίως για τους αδύναμους, τους κατατρεγμένους, τους αδικημένους από την κοινωνία και της Ιστορία. Παροιμιώδης ήταν η εβραιοφιλία της· φορούσε σε κολιέ το εβραϊκό σύμβολο, ακόμα και σε μουσουλμανικές χώρες όπου δίδαξε (Τυνησία κ.ά.). Στο Παρίσι και αλλού έτυχε πολλές φορές, σε αίθουσες με κόσμο να μας απευθύνουν άγνωστοι την ερώτηση : «Είσθε Εβραίοι;» «Όχι ακριβώς, είμαστε εθελοντές», είχα απαντήσει μια φορά και αυτό άρεσε πολύ στην ίδια, που το επαναλάμβανε.
Μαζί με το συναίσθημα πήγαινε και η γνώση, η δίψα της. Η Κλερ διατηρούσε μια ειδική βιβλιοθήκη για το εβραϊκό ζήτημα, με δοκίμια, χρονικά, ιστορικά έργα, καθώς και συλλογή από τεύχη περιοδικών και αφιερωμάτων για το Ολοκαύτωμα ιδιαιτέρως. Η αγάπη της για τους κατατρεγμένους (και την πολυεθνική των πολιτικών προσφύγων της Γαλλίας) δεν περιοριζόταν, βέβαια, στους Εβραίους. Με περισσότερη συγκίνηση παρά θαυμασμό μου μιλούσε μια μέρας το τηλέφωνο από το Μεξικό για τους ειρηνικούς «Ζαπατίστας», σε μια μεγαλειώδη διαδήλωση που παρακολούθησε. Και με μάλωσε όταν εγώ της είπα για να «σπάσω» την ατμόσφαιρα: «Εντάξει αλλά στο συνωστισμό πρόσεχε μη χάσεις το ρολόι σου». (Είναι απίστευτη η επιδεξιότητα των κλεφτορολογάδων εκεί. Αν τυχόν οδηγείς αυτοκίνητο με το παράθυρο του οδηγού ανοιχτό, καλά θα κάνεις να βγάλεις το ρολόι από τον καρπό του χεριού σου και να το βάλεις στην τσέπη-διαφορετικά, στο πρώτο κόκκινο φανάρι, το χάνεις χωρίς σχεδόν να νιώσεις τίποτα).
Επανέρχομαι, όμως, στη σχέση της με τα παιδιά, που φέρονταν μαζί της σαν να τη γνώριζαν από πάντα. Μεταξύ άλλων της εμπιστεύονταν τα μικρά μυστικά τους από τις οικογενειακές σχέσεις, κυρίως με τους γονείς και ιδιαίτερα με τον πατέρα· όχι βέβαια με τη γλώσσα της ψυχανάλυσης, αλλά με εκείνη της παιδικής εμπειρίας και στα ιδιόλεκτά τους, γεμάτα συμβολισμούς και υπερβολική φαντασία. Με διηγήσεις και πιο πολύ με εικόνες, ζωγραφικές απόπειρες και σχέδια (σκίτσα). Μου είχε κάνει ισχυρή εντύπωση η συχνότητα, στα θέματα αυτών των εικόνων, ένα είδος οιδιπόδειου στάνταρ: ο πατέρας δεν είχε σχεδόν ποτέ σουξέ, ούτε επιείκεια.
Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν ο Γκρεγκορί (έτσι το έλεγαν και όχι Γκρεγκουάρ, όπως λέγεται γαλλικά ο Γρηγόρης). Ο Γκεγκορί, λοιπόν, παρίστανε σταθερά τον πατέρα σε δεινή θέση. Σ’ ένα από τα σκίτσα του, οι ερπύστριες ενός τανκ περνάνε πάνω από ένα ανθρώπινο σώμα, τέζα καταγής. Ρώτησε τον Γκρεγκορί: «Ποιος είναι αυτός; Ένας Γερμανός; «Όχι, ο μπαμπάς». Από τότε, μεταξύ μας όταν γινόταν λόγος για την απόκτηση ή όχι παιδιού, κάλυπτα την επιφύλαξή μου λέγοντας ότι δε θέλω να γίνω ο μπαμπάς του Γκρεγκορί) [...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου