19.1.22

Οι πήδοι του βατράχου


Λίζυ Τσιριμώκου* 
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 
 Σε τι θάλασσες αρμενίζουμε όταν κοιμόμαστε, τι κύματα ταξιδεύουν τα όνειρά μας και τα φέρνουν πολύχρωμα και ζωηρά στον ξύπνο μας, έτοιμα να μας συνεπάρουν με θαυμαστές και ανεμισμένες ιστορίες σε νέες πλεύσεις, σε βαθιά νερά όπου ποντίζονται τα χτεσινά με τα σημερινά και τα αυριανά όνειρα σε μια αλλοπρόσαλλη συνέχεια; Με οργιαστική φαντασία, γλωσσικό ξεφάντωμα και περίσσεια χιούμορ, η Ρούλα Γεωργακοπούλου βολτάρει άνετα σε αυτή την υβριδική ζώνη μεταξύ ύπνου και ξύπνου και μας στέλνει καλειδοσκοπικές ανταποκρίσεις από το συναπάντημα του ιψενικού Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν με τα Λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα και τους Υδραίους ναυτικούς, τη συνύπαρξη με τον μυγοχάφτη βάτραχο Βρε που περνιέται και για παπαγάλος, τις ανασκαφές του Μανόλη Ανδρόνικου ή το φλύαρο κρανίο του Γιόρικ. Απρόσμενος κέντρωνας που συμφύρει εικόνες και σκηνές από ποικίλα κείμενα (άλλα ομολογημένα στο τέλος του βιβλίου, άλλα ανομολόγητα, αλλά αναγνωρίσιμα από τον επαρκή και φιλοπερίεργο αναγνώστη): διακειμενικές λεπίδες κλαδεύουν τη γραμμικότητα, την ευταξία της αφήγησης και την αφήνουν να φουντώσει άναρχη, πληθωρική, πολύτροπη. Μεταξύ Νορβηγίας και Υδρας, Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού και ηλιόλουστης Μεσογείου, με άλματα στον χώρο και στον χρόνο, ισάξια με τους αναπάντεχους πήδους του γουρλομάτη Βρε, στροβιλίζονται ναυτιλιακές ιστορίες, σχολιάζονται πειράματα νευροφυσιολογίας, ακούγονται αρβανίτικες κουβέντες και βρισιές, περιγράφεται μια αλλόκοτη θαλασσινή παρτίδα σκάκι. Ενας ελεύθερος, ασύδοτος συνειρμός προχωρεί βατραχηδόν, πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, δημιουργώντας την παγίδα της αφήγησης κλείνοντας μέσα της τον άναυδο αναγνώστη σαν κειμενική ρουφήχτρα που μέσα από αφρούς, περιδινήσεις, αλλά και νωθρά, υπόκωφα κύματα προσφέρει μια εναλλακτική, πολυσυλλεκτική και πρωτότυπη ανάγνωση του οικείου ως αλλότριου και αλλόκοτου. Στη χορεία των «λογοτεχνικών» ζώων, καφκικών και άλλων, που εκπλήσσουν με την ιδιότροπη λογική και την ανθρωπόμορφη συμπεριφορά τους, η συγγραφέας προσθέτει τον βάτραχο Βρε: με τους πήδους και τους κοασμούς του (βρεκεκέξ, κουάξ) πιλοτάρει την εξιστόρηση, θρονιασμένος συνήθως στον αριστερό ώμο της αφηγήτριας, τραβώντας της το μαλλί, εφιστώντας την προσοχή της. Κι εκείνη του ομολογεί: «Αφού να φανταστείς, ώρες ώρες νομίζω ότι εγώ είμαι λίγο βάτραχος κι ότι εσύ είσαι λίγο από μένα. – Κι επειδή δεν είχε άλλον καλύτερο τρόπο να συμφωνήσει, βούτηξε το απαλό του νύχι στην ακρούλα στον βάλτο, κι έβαλε τη τζίφρα του, “Βρεκεκέξ”, φαρδιά, πλατιά, πάνω στην μπλούζα μου». Ευφρόσυνη παρωδία, επανεγγραφή δηλαδή αναγνωρίσιμων κειμένων, κυρίως των δύο αξονικών αφηγημάτων (του θεατρικού Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν του Ιψεν και του διηγήματος «Η δικαιοσύνη της θάλασσας» από τα Λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα), το Ανάπτυγμα βατράχου εντάσσεται στο είδος της παλίμψηστης γραφής, όπως υποδειγματικά την έχει εξετάσει ο Ζεράρ Ζενέτ (Genette), κειμένων δηλαδή που ενισχύουν την αναγνωστική τους εμβέλεια παραπέμποντας σε άλλα κείμενα, προεκτείνοντάς τα, αλλοιώνοντάς τα μ’ ένα στρίψιμο της βίδας, αναχωνεύοντάς τα σε άλλο πλαίσιο, διαβάζοντάς τα συνδυαστικά με απρόβλεπτους κειμενικούς συμπαίκτες, ανοίγοντάς τους άλλη προοπτική μέσα από αλλεπάλληλες κατοπτρικές συναντήσεις. Ο καλά ασκημένος σε ποικίλα είδη λόγος της Ρούλας Γεωργακοπούλου (θέατρο, χρονογράφημα, πεζογραφία, πρωτότυπη και μεταφρασμένη) βρίσκει εν προκειμένω πεδίο ελεύθερο, πέρα από ειδολογικές προδιαγραφές και στενά περιγράμματα, να κινηθεί κατά βούληση: δανειζόμενη όσα χρειάζεται, μπαινοβγαίνει σε «ξένα» σπίτια που τα γνωρίζει τόσο καλά ώστε να τα θεωρεί δικά της («σαν στο σπίτι της», όπως λέμε), αφήνοντας ορθάνοιχτο και το δικό της, σε κοινή θέα, προβάλλοντας δηλαδή τις εμμονές, τις αγωνίες, τις συνήθειες και τα χούγια της. Το ιδιότυπο, σουρεάλ στοιχείο της γραφής της αφήνεται να τρυπώσει, να διαβρώσει τα κείμενα που προσεταιρίζεται και να τα αποδώσει εμπλουτισμένα με τη χρωστική του δικού της ύφους. Το πέρασμά της από τα επισκεπτόμενα κείμενα (χρησιμοποιούμενα υπό όρους) θυμίζει τα ίχνη που αφήνει πίσω του ο ανοικονόμητος Βρε: «οι υγρές του μούντζες με τα τρία δάχτυλα βρίσκονται παντού πάνω σ’ όλα μου τα πράγματα και είμαι διαρκώς ξεμάλλιαγη μολονότι χτενίζομαι με επιμέλεια». Αδύνατον να μπερδευτείς: εξαιρετική παρωδία με ισχυρό το αποτύπωμα της τεχνίτρας της. *Ομότιμη καθηγήτρια Συγκριτικής Γραμματολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: