της Άννας Σαλαβάτη
Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα[1] έχει επισημανθεί από την κριτική ως η καλύτερη πεζογραφική στιγμή του Κ. Θεοτόκη. Η πρώτη αυτοτελής έκδοσή του, με τον υπότιτλο Ηθογραφία, πραγματοποιήθηκε το 1920 από τον οίκο Βασιλείου, αφού προηγήθηκε μια δημοσίευση την ίδια χρονιά στη βολιώτικη εφημερίδα «Πρόοδος» (Δάλλας 2001: 193, 138 υπ. 7). Για τον Γ. Δάλλα (2001: 193-203), η ηθογραφική πρόθεση, και δη στο κερκυραϊκό ιδίωμα, ξεπερνά την αποτύπωση «της εντοπιότητας», καθώς αναμετράται μ’ ένα «ανθρωπολογικού» τύπου λογοτεχνικό εγχείρημα.
Το κείμενο ξεκινά με τη φράση: «Ο Αργύρης και ο Γιάννης, οι Στατήριδες ήταν αδέρφια. Αμοίραστοι ακόμα, εκατοικούσαν με τη φαμίλια τους καθένας, στο ίδιο σπίτι, ψηλά, στο χωριού τη γειτονιά που ανέβαινε ως τη μέση μιανής ράχης» (σ. 7).[2] Ο Αργύρης, ο μεγάλος αδερφός και ο μικρότερός του Γιάννης συμπληρώνουν αντιθετικά τον ιδανικό επικεφαλής της οικογενειακής και παραγωγικής ομάδας που περιγράφεται: ο πρώτος σαραντάχρονος, αυστηρός διαχειριστής, σοβαρός και οικονόμος πλην όμως ωχρός, «σακάτης», «με ψιλή γυναικεία και άσκημη φωνή» και ο δεύτερος «πλιο νέος», «γερός», «ροδοκόκκινος», «δουλευτής», ο καλύτερος χορευτής του χωριού πλην όμως πότης και ξοδευτής (σσ. 8-9). Οι γυναίκες των δύο αδερφών, η Χρυσάνθη του Αργύρη σαρανταπεντάρα «μισόκοπη», ωχρή, ασπρομάλλα, «με λίγα δόντια στο στόμα, στεγνή και ζαρωμένη, με νεκρά βαθουλωμένα μάτια» πλην όμως πλούσια και η Μαρία του Γιάννη νεότερη, «ψηλή», «μελαχρινή», «νόστιμη», «με μάγουλα αζάρωτα ακόμα και ροδοκόκκινα», δυνατή και εργατική, «γυναικάρα» (κατά τον Αργύρη, σ. 38) πλην όμως ανυπότακτη, ευέξαπτη και έξυπνη («Δεν αλλάζω το μυαλό μου με του καλύτερου άνδρα» σ. 28) συμπληρώνουν αντιθετικά το ιδανικό στερεότυπο της συζύγου και νοικοκυράς (σ. 10, 19). Η Μαρία και ο Γιάννης δουλεύουν με τα τέσσερα παιδιά τους και τα δυο ανίψια τους τα χωράφια και τα κτήματα της Χρυσάνθης αναγνωρίζοντας την ανάγκη της συνεργασίας και το αναπόφευκτο της αλληλεξάρτησηΣ. Παρά τους ομηρικούς καυγάδες που λαμβάνουν χώρα σχεδόν καθημερινά στο κοινό τους σπίτι και την απαίτηση της Μαρίας να μοιράσουν την κοινή τους περιουσία και να χωρίσουν το ταμείο τους, οι σύζυγοι μεταξύ τους παραδέχονται τον καίριο ρόλο των συγγενών τους στη διατήρηση της οικογενειακής ευημερίας: ο Αργύρης παραδέχεται κρυφά στη Χρυσάνθη την αδυναμία τους να δουλέψουν μόνοι τα κτήματά τους και ο Γιάννης στη Μαρία την αδυναμία του να διαχειριστεί μονάχος το σπιτικό τους (σσ. 7-24). Η Μαρία, επιπλέον, αναγνωρίζει το ελάττωμα του Γιάννη να ξοδεύει («Είναι χαλαστής ο Γιάννης μου, και το ξέρει, και γι’ αυτό φοβάται να πάει χώρια του» σ. 57) και με τη δικαιολογία ότι ο Γιάννης βλέπει τον Αργύρη «σαν πατέρα του» (σ. 83) υπερασπίζεται την απόφασή του να μη «μοιράσει» με τον αδερφό του, όταν η αδερφή της ενοχλημένη καταφέρεται εναντίον του Αργύρη που εκδηλώνει ενδιαφέρον για το μοίρασμα της περιουσίας της Μαρίας με την ίδια. Ο Γιάννης, τέλος, χαρακτηρίζει τον αδερφό του «του σπιτιού το τεμόνι», όταν μιλάει με την κουνιάδα του, την παπαδιά, ενώ καθησυχάζει τον Αργύρη ότι δεν πρόκειται να του ζητήσει να μοιράσουνε, γιατί «ποιος άνδρας είναι εκείνος που ακούει τη γυναίκα του;» (σσ. 101, 119).
Μολονότι από τη διευρυμένη οικογένεια των Στατήριδων λείπει ο pater familias, η αρρενογονική καταγωγή και η συσσωμάτωση απέναντι σε εξωτερικές απειλές δείχνουν να ρυθμίζουν την οικογενειακή τους οργάνωση. Για παράδειγμα, μπορεί η Χρυσάνθη να καυχιέται ότι είναι καλύτερη της Μαρίας, επειδή έχει μεγαλύτερη προίκα,[3] όταν όμως η αδερφή της Μαρίας τις κατηγορεί ότι μαλώνουν με κάθε ευκαιρία, υπερασπίζεται τη σχέση με τη συννυφάδα της ως εξής: «Και ποια φαμίλια δεν έχει γρίνια; […] για το ιντερέσο όμως είμαστε πάντα σύφωνες!» (σ. 84). Η μονοφωνία της ομάδας και η συσπειρωτική της παρουσία ως ένα πρόσωπο απέναντι στους εκτός ομάδας (Fortes 2004) φαίνεται κυρίως στο σχέδιο του Αργύρη, που «εγνώριζε όλα τα σπίτια και καθενού την ιδιοχτησία» (σ. 36), και αφορά στον προσεταιρισμό και στον σφετερισμό της περιουσίας του Καραβέλα. Σύμφωνα με τη Μ. Κουρούκλη (1993: 265-290), στις αρχές του 20ού αιώνα η Κέρκυρα γνώρισε έξαρση των γεννήσεων και περιορισμό της βρεφικής θνησιμότητας, τα οποία σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής προκάλεσαν πρόβλημα στέγασης και οδήγησαν στη σύνθεση εκτεταμένων νοικοκυριών, δομή όχι και τόσο συνηθισμένη κατά τον 19ο αιώνα. Η έκταση -σε ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο- των καβγάδων για το μοίρασμα της περιουσίας και τη διαίρεση της παραγωγικής μονάδας σε δύο τμήματα υπογραμμίζει την ανάγκη ύπαρξης δεύτερης στέγης, για την ικανοποίηση της οποίας οι Στατήριδες επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν το παρακείμενο σπίτι του άτεκνου Θωμά μετά τον θάνατο της γυναίκας του («Αν καταφέρναμε ό,τι σας είπα, και αποχτούσαμε εμείς το σπίτι του Καραβέλα, ανάγκη δε θάχαμε από άλλα σπίτια» σ. 14). Παρά τη δειλή διαφωνία του Γιάννη, την από πείσμα εναντίωση της Μαρίας και την υποκριτική εθελοτυφλία της Χρυσάνθης, ο Αργύρης στο όνομα σύσσωμης της οικογένειας καταφέρνει να πείσει τον Καραβέλα ν’ ακουμπήσει πάνω τους τα γεράματά του και μαζί με αυτά το σπίτι και τα κτήματά του. Με την ιδέα αυτή θα συμφωνήσει και ο γαμπρός της Μαρίας, ο παπάς του χωριού («Πολύ καλή σκέψη» σ. 100).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου