Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Ο (επικείμενος) θάνατος ενός «αγαπημένου» μπορεί να αποτελέσει τον μικρό σεισμό που θα ανατάξει τα πράγματα του κόσμου. Ετσι μπροστά σ’ αυτόν ο πενθών ξαναβλέπει τον εαυτό του αλλά κυρίως τη σχέση του με τον μελλοθάνατο ή τον νεκρό, τη σχέση που στιγμάτισε την κοινή ζωή τους. Ο θάνατος είναι η φιλοσοφία της ζωής, η αναθεώρηση όσων βιώθηκαν και η αναστόχευση όσων έρχονται.
Στο πρόσφατο ολιγοσέλιδο βιβλίο (μικρή νουβέλα ή εξομολόγηση) του Θανάση Σταμούλη, ο αφηγητής μαθαίνει για τον καρκίνο του πατέρα του και την αναπόδραστη εξέλιξή του. Οι προσωπικές του εμπειρίες, οι οποίες ζητούν μια συγγνώμη που δεν θα έλθει ποτέ, τα σημειωματάρια του πατέρα και τα πουλιά που εξέτρεφε γίνονται ο τρίποδας πάνω στον οποίο θα ολοκληρωθεί το ρέκβιεμ για έναν άνθρωπο που στην ουσία δεν ήταν ποτέ παρών, δεν ήταν στοργικός, δεν ήταν εκεί. Η τωρινή του βιολογική απώλεια δεν θα αλλάξει πολλά, θα αλλάξει όμως τον τρόπο με τον οποίο ο αφηγητής θα τον (επανα)προσεγγίσει και θα φιλοσοφήσει πάνω στην αγάπη, την απόσταση και τη φυγή.
Τα γεγονότα δίνονται ατροφικά. Σκόρπιες πινελιές μέσα στην πανσπερμία σκέψεων και σχολίων. Τα γεγονότα μοιάζουν κόκκοι ρυζιού μέσα σε μια υδαρή σούπα. Γιατί κάτι τέτοιο γίνεται σκόπιμα; Γιατί τα τωρινά είναι προδιαγεγραμμένα, ενώ τα παρελθοντικά -αυτά καθεαυτά- μάλλον ανώφελα. Τον αφηγητή, άρα και τον αναγνώστη, δεν τον ενδιαφέρει το τι έγινε, αλλά το αποτύπωμα που άφησε στην ψυχή του. Πιο πολύ έχει σημασία να δοθεί μια ολοκληρωμένη απάντηση στο μεγάλο ερώτημα της παρουσίας / απουσίας του γεννήτορα. Ετσι τα αποσπασματικά στοιχεία των σημειωματαρίων κι ο τρόπος με τον οποίο ο ετοιμοθάνατος έβλεπε τα καναρίνια του είναι και το κλειδί για να αντιληφθεί ο γιος πώς ο πατέρας εκλάμβανε τη ζωή και το δόσιμο.
Ωστόσο, ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό, το βιβλίο του Θ. Σταμούλη δεν εντάσσεται εύκολα σε ένα λογοτεχνικό είδος, καθώς είναι τύποις ή ουσία εξομολογητικό, ένας μονόλογος -συχνά εις εαυτόν-, μια νεκρολογία, ένας επιθανάτιος λόγος, που ανασκαλεύει αισθήματα και φιλοσοφεί πάνω στη ζωή. Μπορούμε εύκολα να δούμε τις σχεδόν ποιητικές εκφράσεις που διασπείρονται μέσα στο κείμενο ως έναν διπλό πίδακα: από τη μία φιλοσοφικά πυκνές συνθηματικές φράσεις, σχεδόν προσωπικά ρητά πάνω σε όσα βλέπει και καταλαβαίνει ο αφηγητής, κι από την άλλη κρουσιφλεγείς μικροβόμβες συναισθημάτων που υπόκωφα σχεδόν εκρήγνυνται στο πρόσωπο του αναγνώστη.
Αυτός ο αποφθεγματικός λόγος πετυχαίνει σε ορισμένα σημεία εξαιρετικές επιδόσεις, ειδικά όταν η εσωτερικότητα ισορροπεί πάνω στο σχοινί της φιλοσοφίας θανάτου. Ετσι ο γιος που «μοιρολογεί», στην προσπάθειά του να διαρρήξει την απουσία του πατέρα, πέφτει πάνω στη δυσκολία των λέξεων να εγκαταλείψουν τη σιωπή τους και μ’ αυτόν τον τρόπο συνειδητοποιεί ότι πολλά είναι και θα παραμείνουν άρρητα, επειδή το συναίσθημα τις περισσότερες φορές μιλά χωρίς λέξεις.
Το τρίτο βιβλίο του Θ. Σταμούλη κρατά από τα προηγούμενα τον αυτοστοχαστικό τόνο και την προσπάθεια του συγγραφέα να καταλάβει τον άνθρωπο. Στο πρώτο, το πολύ πετυχημένο «Η σκιά στο δέντρο» (Ποταμός, 2016), η Κατοχή προσωποποιεί έννοιες που ορθώνονται μπροστά στους πεινασμένους Ελληνες και φέρονται σαν άνθρωποι δίπλα τους ή μέσα τους. Μεσολάβησε το «Ab ovo» (2017) και τώρα επανερχόμαστε σε έναν μικρό σπαραγμό, όχι τόσο για την ανθρώπινη απώλεια, όσο για τα θαμμένα αισθήματα που θέλοντας και μη ξυπνάνε μπροστά στον θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου