Αστραπές χωρίς βροντή
εκδ. Αρμός, σελ. 179
Οι «Αστραπές χωρίς βροντή» είναι ένα μυθιστόρημα σύντομο και πυκνό, μετέωρο σε έναν ρευστό εσωτερικό χρόνο, ένα χρονικό ψυχικής ανέλκυσης στο μεταίχμιο της πραγματικότητας. Ο Βασίλης Μπενόπουλος, που έκανε το ντεμπούτο του με τα διηγήματα «Σε μια στιγμή» (εκδ. Αρμός, 2019), μας είχε προϊδεάσει για τα θέματα που τον απασχολούν: η παρατήρηση του κόσμου με τα μάτια ενός νέου, η συνομιλία με τον χρόνο, ο στοχασμός στο φευγαλέο, στο αδιόρατο. Ο Βασίλης Μπενόπουλος στέκεται στο πρωτογενές υλικό του. Μιλάει για τα πράγματα που γνωρίζει κυτταρικά και βιωματικά. Για τις σπουδές στην Αγγλία, για την καθημερινότητα του Λονδίνου, για τις παλινδρομήσεις στον ιστορικό χρόνο, για την πρόκληση του βιώματος μέσα από τη διαρκή αμφισβήτησή του.
Ο νεαρός επίδοξος συγγραφέας, ο Αλέξανδρος, Ελληνας που ζει στο Λονδίνο, κινείται ανάμεσα σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, διαμερίσματα φίλων, παμπ και βιβλιοπωλεία. Αναστοχάζεται την ύπαρξή του σε μια περίοδο ψυχικής αδράνειας και εφήμερου writer’s block και καλλιεργεί εις βάθος αυτό που ξέρει να κάνει καλά: την παρατήρηση, την ερωτική προβολή, την αυτοκριτική, τη μετάθεση του χρόνου σε μια ρευστή κοιλότητα υψηλής θερμοκρασίας. Οι χλιαρές μπίρες, ο καπνός, τα κορίτσια που ερεθίζουν τη φαντασία, οι φίλοι που θυμίζουν ήρωες του Σκοτ Φιτζέραλντ ή της Βιρτζίνια Γουλφ, η αναπόληση των πλήκτρων της γραφομηχανής, η απόσταση από τον τεχνοκρατικό κόσμο και η νεανική έλξη στην πένθιμη χαρά συγκροτούν ένα περίγραμμα μιας συνεχούς απόπειρας οριοθέτησης του εαυτού.
Ο χρόνος πρωταγωνιστεί, για να αμφισβητηθεί. «Πόσο πιο διαφορετικό, πιο απρόβλεπτο, πόσο λιγότερο ταραγμένο ήταν το 1918, ή το 1938, ή το 1968, αναρωτιέμαι». Υπογείως συνορεύει με το σύμπαν του Προυστ, μέσα από την ενατένιση και τη θραυσματική προσήλωση.
Ο ήρωας ζει αποσπασμένος από τα όρια και τις ερμηνείες της πατρίδας ή της γενιάς. Εστιάζει σε στιγμές, σε ενοράσεις, σε χρονικές παραπομπές και σε παράλληλες φαντασιώσεις. Στην περίπτωση του Βασίλη Μπενόπουλου, το εντελώς προσωπικό ύφος, λιτό, κοφτερό, ελεγχόμενα ρομαντικό και εσωτερικό, εκβάλλει σε έναν τόπο ρευστού κοσμοπολιτισμού. Ωστόσο, το Λονδίνο, που είναι ο αστικός καμβάς, προσφέρεται ως τέτοιος λόγω εξοικείωσης, λόγω βιώματος. Είναι μια φαινομενικά ασφαλής λίμνη με σπηλαιώδεις βυθούς.
Ο ήρωας-αφηγητής είναι ένας διαχρονικός νέος. Συνομιλεί εμμέσως και διακριτικά με τον Ρίλκε και τον Τόμας Μαν, με τον Χέμινγουεϊ και το νέο μυθιστόρημα, κρατάει διαρκώς αποστάσεις από το κοινώς εννοούμενο σημαντικό και επιμένει έστω και υπόκωφα να διατηρεί αποστάσεις από την αστική νόρμα στην οποία γαλουχήθηκε. Ο ίδιος είναι ο αντιήρωας του εαυτού του, ένας εραστής των ήχων της γραφομηχανής, ένας θερμαστής των αναμνήσεων από εμπειρίες που δεν ξοδεύτηκαν. Οι περιφερειακοί χαρακτήρες παραπέμπουν στη χαμένη γενιά, στην όποια χαμένη γενιά, του Φιτζέραλντ ή της πανδημίας. Αν και ο όρος «γενιά» διαρκώς αναιρείται, «υπάρχουν κύκλοι που τέμνονται ίσως για μια στιγμή και αφήνουν το αποτύπωμά τους ο ένας στον άλλο, ή ανακατεύονται, ή συνεχίζουν στις δικές τους ξεχωριστές κατευθύνσεις».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου