Η Κική Δημουλά, ανήκοντας στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, δεν ξεστρατίζει τον βηματισμό της από τον κυρίαρχο προβληματισμό αλλά και το ύφος αυτής της γενιάς, που οπωσδήποτε τη συγκλονίζουν θέματα υπαρξιακού προβληματισμού, ιδωμένα όμως υπό το πρίσμα μιας ανεπιτήδευτης και κάποτε ειρωνικής ματιάς.
Εκείνο, ωστόσο, που διαφοροποιεί τη γραφή της είναι, απ’ τη μια, οι ιδιάζουσες γλωσσικές ακροβασίες, οι οποίες μάλιστα στοιχειοθετούνται σ’ ένα κλίμα διαρκούς πειραματισμού που αιφνιδιάζει, και, απ’ την άλλη, η εξόχως διεισδυτική εισβολή που επιχειρεί σε καταστάσεις τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού χώρου. Θαρρείς και η ιδιότροπη και ανατρεπτική ονοματοδοσία που αποπειράται δεν είναι παρά η παιγνιώδης μα και βαθιά σαρκαστική στάση που επιλέγει να τηρήσει απέναντι στη φαινομενικά δίπολη ζωή. Όχι, τέτοιες ψευδαισθήσεις μακριά από εμάς. Και βέβαια μακριά και από εκείνη.
Αγαπάει τις λέξεις η Δημουλά, τις αγαπάει τόσο, που τις μεταχειρίζεται σαν πρόσωπα, σαν χαρακτήρες που έχουν τη δική τους προσωπικότητα, όντα που αποφασίζει να τα ανασύρει απ’ την αδράνειά τους, να παίξουν ρόλο σοβαρό στη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοιχτεί μες στις σελίδες της για θέματα που αφορούν στη μνήμη, στη λήθη, στον χρόνο, στη φθορά. Αν δεν υπήρχε στη γραμματική το οξύμωρο ως σχήμα, είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι εκείνη θα το επινοούσε.
Το ποιητικό της ιδίωμα άλλωστε συνίσταται στην παιγνιώδη και ανατρεπτική σύνταξη, στους τολμηρούς συνδυασμούς έμψυχων και αφηρημένων, συγκεκριμένων και μεταφορικών, «ο έρωτας είναι αυτόχειρας» διαπιστώνει. Συνίσταται όμως και στις πολλαπλές αμφισημίες των λέξεων, στις μετωνυμίες, την υποκειμενοποίηση των εννοιών, στις συνεχείς επαναλήψεις, στον ελλειπτικό λόγο.
Συνήθως ουσιαστικοποιεί το επίθετο ή επιθετοποιεί το ουσιαστικό: «μεσίστιο μέλλον», «ισόγεια μνήμη», «πριονωτό ανεπίστρεπτο», «νοσταλγία δισύλλαβη», λέει αναφερόμενη στον σύζυγό της Άθω, και συνεχίζει «τοκογλύφος πλευρά του Αδάμ», «φορτηγό κλάμα», «ιστιοφόρα φωνή», ενώ αλλού, συνδυάζοντας ρήματα με ουσιαστικά, θα την ακούσουμε να λέει: «εκφωνείς γραμματόσημα».
Κι αναρωτιέται ίσως κανείς, προς τι όλη αυτή η υποστασιοποίηση των εννοιών, η αιρετική αποδόμηση της γλώσσας, «ο υπερρεαλισμός της γραμματικής και του συντακτικού», όπως σημείωνε ο Τάσος Ρούσσος. Μα είναι προφανές. Δεν την αντέχει η Δημουλά την οριστικότητα των απωλειών, δεν συμβιβάζεται με τα κοινώς αποδεκτά περί του αμετάκλητου, όπως άλλωστε και κάθε ποιητής. Διατηρεί όμως μέσα της βαθιά κι εκείνη την παιδική αθωότητα, που τη γεμίζει έστω με την ψευδαίσθηση κάποιας ελπίδας. Τι κάνει λοιπόν; Αναποδογυρίζει τα πράγματα, μήπως και βρει κρυμμένο μέσα τους κάτι που της διέφυγε, κάτι που ίσως αναιρεί το προδιαγεγραμμένο, έναν κρυμμένο κωδικό αριθμό που θα ξεκλειδώσει τη σφραγισμένη μοίρα μας. Τι καταλάβαμε τόσους αιώνες, άλλωστε, με την ορθόδοξη διατύπωση και καταγραφή της διαμαρτυρίας μας; Ακολουθώντας το πρωτόκολλο της σύνταξης, μήπως μπορέσαμε έστω και ελάχιστα να αποδράσουμε απ’ τη συντεταγμένη πορεία όλων των αβοήθητων, που οδεύει προς τον θάνατο; Αστείο και να το συζητάμε. Ας ειρωνευτούμε και ας παίξουμε λοιπόν και, προπαντός, ας μην την παίρνουμε και τόσο σοβαρά την ειλημμένη απόφαση περί του μέλλοντός μας. Προς τι να παραδίδεται η φευγαλέα μας ύπαρξη στη νευρικότητα και στην αμηχανία. Σοφό λοιπόν να καλυφθεί η προδιαγεγραμμένη απόσταση μέχρι το αμετάκλητο με κάποιους – έστω προσποιητά – αγέρωχους βηματισμούς. Τουλάχιστον, με τη Δημουλά να γράφει, μοιάζει σαν να διαμαρτύρεται εγγράφως η υλικότητά μας για εκείνη τη διαβεβαίωση που αργοπορεί, να καταγγέλλεται – μ’ άλλα λόγια – αυτή η βραδυπορία. Αυτός είναι και ο λόγος που η αφηγηματική γραφή της αφορίζει και γνωματεύει, μιλώντας εξ ονόματος όλων μας. Γιατί η απόγνωση είναι υπόθεση του καθενός, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Το σημειώνω αυτό, γιατί κατά κόρον αναφέρθηκε ότι η ποίηση της Δημουλά απευθύνεται κυρίως στις γυναίκες. Το «λίγο» όμως αφορά όλους μας, το ανολοκλήρωτο και το ημιτελές αποδεικνύεται εντέλει η μοναδική ισότητα σε τούτη τη ζωή. Ένα παράπονο λοιπόν κι ένας θυμός διατρέχει τους στίχους της Δημουλά για Το λίγο του κόσμου, και όλες οι επαναλήψεις που της χρεώνονται δεν είναι παρά περίτεχνες μεταμφιέσεις της ίδιας απαράλλακτης ανάγκης της να ακούσει μια απόκριση, ένα ψέλλισμα έστω κάποιας υποτυπώδους δικαιολογίας απ’ την πλευρά του Θεού για την ακατανόητη άλυτη αφασία του που τράβηξε σε μάκρος. Του παραπονιέται λοιπόν και του δηλώνει την παραίτησή της απ’ τον μάταιο και μονομερή αγώνα προσέγγισής του.
[...]
αχ, πανάλαφρος απέμεινε
ο θάνατος του πόθου μου για σένα
φυσικό
έχει κλαπεί από μέσα του το σώμα
μέτρα πόσους αιώνες ήκμασε φρενήρες
σφαδάζοντας επάνω
στην παγερή απάρνησή σου γαντζωμένο
και τώρα που αποχωρούν
αι μυροφόροι μοίραι μία μία
κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός
ανασηκώνοντας το καπάκι που σκεπάζει
αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω
και θλιμμένη γελώ παρατηρώντας
πώς ζάρωσε τι γερόντιο έθιμο απέμεινε
ο έρως μου για σένα
αλλά και τι γραΐδιο κωμικό τι μάταιο
η μη ανταπόκρισή σου
τετέλεσται όλα Χριστέ μου.
Τήρησα ωστόσο ευλαβώς
το έθιμο της οδύνης και φέτος.
«Η λύτρωση της Μαγδαληνής», Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, 2007
Δήμιος και ιεροεξεταστής του εαυτού της, με ειλικρίνεια αφοπλιστική βάζει το δάχτυλο «επί τον τύπον των ήλων», εκθέτει και εκτίθεται επιδεικνύοντας ωμότητα και τόλμη, που όμως στο βάθος της είναι απείρως σπλαχνική. Δεν μπορώ σαφώς να διαπιστώσω πόσος Κάλβος και πόσος Καρυωτάκης, πόσος Καβάφης και πόσος Παπατσώνης κυκλοφορούν στις φλέβες της γραφής της. Εκείνο όμως που εμφανώς τη διατρέχει είναι η ίδια απόγνωση απέναντι στην απουσία του έρωτα, η απόγνωση από την απουσία των αγαπημένων ακόμα και η απόγνωση όταν η έμπνευση ή και η ευρηματικότητα τής γυρίζουν επιδεικτικά την πλάτη.
[...]
Άγραφων στίχων βρίσκω μισάνοιχτη την πόρτα.
Σπρώχνω ελαφρά το τρίξιμο να μπω
κι από το βάθος βάθος μου απαντά
μια αγριοφωνάρα
πως έχουνε γραφτεί.
«Η αγριοφωνάρα», Χλόη θερμοκηπίου, 2005
Αποφεύγοντας συστηματικά η Δημουλά τους εύκολους συναισθηματισμούς και το μελόδραμα, επιλέγει κάποτε ακόμη και το λαϊκό λεξιλόγιο, όπως: «αιώνες κοιλαράδες βραδυκίνητοι», «τζαμπατζήδες θεατρόφιλοι βράχοι», για να αιφνιδιάσει όμως αμέσως παρακάτω με την οξύτητα στίχων αποφθεγματικών και πυρωμένων παρ’ όλη τη μελαγχολία τους:
[...]
Μάρμαρα πάλι, αφιερώματα σε πέτρες
χαραγμένες. Δύσκολα διαβάζω.
Το σκληρό έμαθα πώς χαράζει
αλλά όχι πώς χαράζεται.
Αργά συλλαβίζοντας αναστηλώνω
μόνον τη λέξη ΕΠΤΟΗΘΗ. Μόνο; Όχι και μόνο.
Ακουστό ανά τον κόσμο το Επτοήθη.
Μαντείο.
Γας ομφαλός.
«Γας Ομφαλός, III», Χαίρε ποτέ, 1988
Πέραν των άλλων, εκείνο που καθιστά και σε ένα άλλο επίπεδο ιδιαίτερη τη γραφή της είναι η συνομιλία, ο διαρκής διάλογος που ανοίγει όχι μόνο με τον εαυτό της, όχι μόνο με τους συνήθεις ύποπτους της ποίησης, τους φίλτατους νεκρούς, αλλά και με όλους εμάς τους ζωντανούς, τους αναγνώστες της, καθώς και μ’ εκείνους τους επικριτές που της χρεώνουν νοησιαρχούμενη γραφή, επαναλαμβανόμενα θεματικά και εκφραστικά μοτίβα.
Με καταγγέλλουν
η ανανέωση και η ποικιλία
πως διακινώ μπαγιάτικες μεγάλες
επαναλήψεως ποσότητες
με αποτέλεσμα να εθίζεται η ανία.
Θα διαμαρτυρηθώ προκαλώντας βέβαια
νέα θύματα εθισμού μια και όλες
ανά την υφήλιο οι διαμαρτυρίες
μπαγιάτικη επανάληψή τους διακινούν.
Πράγματι μόνο από αυτό το μαγαζί
της επαναλήψεως νύχτα μέρα ανοιχτό
ψωνίζει η ψευδαίσθηση είδη αθανασίας.
[...]
«Πάλι σε συγχωρώ», Ήχος απομακρύνσεων, 2001
και αλλού στην ίδια συλλογή:
Ναι δίκιο έχεις: κόπωση θεμάτων.
Ίσως να έφταιξε εν μέρει
ότι δε βγήκα παραέξω από την ίδια στάση.
Ίσως, ίσως λέω αν είχα ταξιδέψει
σ’ ένα ωραίο μας νησί από μακριά
να σε υποδέχεται στ’ άσπρα ντυμένος ο ασβέστης
και ριγηλό να παιανίζει το έλλην μπλε
των παραθύρων
κάποια θα βρίσκαν να νοικιάσουν αλλαγή
τα θέματά μου.
[...]
«Αντιγραφείς αισιοδοξίας, ΙΙ»
Η Δημουλά, κινούμενη με δεδομένη την άρνηση κάθε εξιδανικευτικού πλαισίου, ρίχνει λοξές, χλευαστικές ματιές στα σοβαρά και στα συγκινημένα, και με κινήσεις τελετουργικές αφαιρεί ένα ένα τα βαριά φορέματα που ντύνουν το δραματικό της όποιας αδυναμίας μας. Στρέφει λοιπόν τους δυνατούς της προβολείς στα ασήμαντα και καθημερινά, παρέχει στέγη και τροφή στα αθέατα και αφανή, που ξεφεύγουνε της όρασής μας και, τέλος, με ποιήματα σφυριά καρφώνει μικρές διακριτικές ταμπελίτσες στο κάτω κάτω μέρος των αμελητέων, προκειμένου να σηματοδοτήσει το πέρασμά τους. Άλλωστε έχει πολύ βαθιά συναισθανθεί πως αυτό το μάταιο παιχνίδι ερμηνειών και αποκαλύψεων, που αιώνες τώρα παίζεται ανάμεσα σ’ εμάς και σε όλα τα μεγάλα, μα αποκεκρυμμένα, είναι εδώ και καιρό οριστικά χαμένο. Τεμαχίζει λοιπόν τα ένδοξα αδιέξοδά μας και αναψηλαφεί τις πολλαπλές προδοσίες. Δεν γλιτώνει όμως ούτε η ίδια απ’ την αναψηλάφηση και τον τεμαχισμό. Σε έναν αέναο και μαζοχιστικό – θα λέγαμε – αυτοδιασυρμό, παρατηρεί, σαρκάζει και τελικά ομολογεί:
Δυσπνέεις. Κατανοητό.
Πνιγηρή του καθενός μας η δύση.
Κάνε όμως κάτι, σκαρφάλωσε
ή
χτύπα συνθηματικά τον τοίχο
του διπλανού τρόμου
ή έστω θυμήσου λίγο παράθυρο
άσε κουφωτό ένα λάθος
να μπαίνει ελάχιστος άνθρωπος
ίσα να φέγγει να διακρίνεις
να μη χτυπάς επάνω στις κόγχες
της επίγνωσης.
[...]
«Δυσπνέεις. Κατανοητό», Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, 2007
Χαρακτηριστική επίσης είναι και η τάση γνωμάτευσης που διακρίνει τη γραφή της, προσφέροντάς μας διαμάντια αποφθεγματικού λόγου πικρών διαπιστώσεων. Και είναι πικρές, αφού ανάγλυφη και έκτυπη προβάλλει πάντοτε η ίδια δραματική διαπίστωση που αφορά στην έννοια του Πάντα, του Μαζί, του Ολόκληρου. Ό,τι εμπεριέχει την αίσθηση της πληρότητας λειτουργεί στην ποίηση της Δημουλά ως λέξη «αξιολύπητη», αφού μονίμως αυτοδιαψεύδεται.
[...]
Άλλο ένα σπάσιμο του Ολόκληρου.
Όλο σπάζει αυτό,
πριν καν υπάρξει σπάζει
και σαν να είναι γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό,
για να μην είναι.
Ολόκληρη ζωή σού λέει ο άλλος.
Από πού ως πού ολόκληρη
μ’ ένα σπασμένο πάντα μέτρο που κρατάτε
και μετράμε;
Αξιολύπητη λέξη το Ολόκληρο.
Σωματώδης αλλοπαρμένη περιφέρεται.
Γι’ αυτό τη φωνάζουν τρελή τα μπατίρια μεγέθη.
[...]
«Σκόνη», Το τελευταίο σώμα μου, 1989
Στη δέκατη τρίτη ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά, Τα εύρετρα, ο αμφίσημος λόγος, οργανωμένος και πάλι γύρω απ’ τον υπαρξιακό πυρήνα, συνομιλεί με ό,τι αποδεικνύεται προκλητικά ανθεκτικό, τη φθαρτότητά μας. Μόνο που αυτή τη φορά η φθορά δεν λειτουργεί αντανακλαστικά, ως παρατήρηση δηλαδή της σταδιακής αφαίρεσης που υφίσταται η ζωτικότητα έμψυχων και άψυχων. Στις μέχρι τώρα συλλογές η φωνή της ποιήτριας διατηρούσε τη χροιά εκείνη που παρέπεμπε σε υποκείμενο που διαπίστωνε και θρηνούσε για τις απώλειές του τόσο αναφορικά με την εξωγενή όσο και σχετικά με την εσώτερη πραγματικότητα. Μια καταγραφή των αποριών, του θυμού και της αγανάκτησης, κάτι που προσέδιδε στο σύνολο της γραφής της τον αέρα μιας καταγγελίας. Σάρκαζε, θύμωνε, ειρωνευόταν, φερόταν σαν έφηβη που διαδήλωνε στις πλατείες με πανό και τηλεβόα.
Στα "Εύρετρα" τολμά να προχωρήσει παραπέρα και όχι βέβαια να οπισθοχωρήσει. Μπορεί να βγαίνει απ’ την πορεία, να παρατάει το φωνακλάδικο συλλαλητήριο και να αποφασίζει να πάρει τον δρόμο για το σπίτι. Κι αυτό βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν είναι υποχώρηση, αφού σ’ αυτή τη μοναχική πορεία προς το ένα, το για πάντα και από πάντα σπίτι, το σπίτι δηλαδή από εδώ και πέρα, το αιώνιο, δεν σταματά ούτε λεπτό να ανεμίζει το ίδιο γνωστό πανό της διαμαρτυρίας της. Μόνο που τώρα είναι πιο ουσιαστική, αφού, γενόμενη η ίδια ταυτόχρονα λαός και αρχηγός μαζί, πορεύεται προς την ωριμότητα, αυτήν που κατά την άποψή της αποκτά εκείνος που παύει πλέον να απορεί. Η έφηβη λοιπόν των συλλαλητηρίων ξεντύνεται το έκπληκτο, αιφνιδιασμένο βλέμμα της – η εξοικείωση άλλωστε με τις απώλειες είναι συντελεσμένη προ πολλού – και προσανατολίζεται σε μια νέα μορφή ιδιότυπης αντίστασης. Εξηγούμαι: Αφού δεν μπορεί να κατανοήσει, αφού δεν στάθηκε καμιά δικαιολογία αρκούντως πειστική για το αναπότρεπτο της κατάληξής μας, αποφασίζει να έχει λόγο έστω για τα διαδικαστικά. Προτρέχει συνεπώς και προοικονομεί, και μια και δεν της πέφτει λόγος κανένας για το «αν θα...», τουλάχιστον απαιτεί να έχει άποψη για το «πώς θα...» συντελεστεί αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο να συμβεί, αρνούμενη να αφήσει το μέλλον της απουσίας της στα χέρια της τυχαιότητας:
Να βρέχει θέλω όταν.
Όχι δυνατά.
Μίζερα να βρέχει, αποτυχημένα
όχι παραπάνω από σταγόνες
σαν εκείνες που συμπαραστάθηκαν
σε κάθε λιγοστό σημείο της ζωής μου
σταγόνες θέλω να μεταφέρουν
στον ώμο τους με ευλάβεια
όλων μαζί των μεγάλων θλίψεων
τη μικροσκοπική σορό
αντί λουλούδια άγριες σταγόνες του αγρού
θέλω να με οδηγούν προφυλαγμένη
απ’ τις θανατηφόρες λακκούβες
της μακαρίας οδού
[...]
«Αλλήλων τα βάρη», Τα εύρετρα, 2010
Κι αλλού:
[...]
στη στάχτη θα μ’ εμπιστευτώ
το χώμα μού πέφτει βαρύ
δεν μπορείς ν’ ανασάνεις
σε πιέζουν από πάνω και οι γλάστρες
που φέρνουν οι δικοί σου
βαραίνει και το πολύ νερό που πίνουν
εσένα σε περονιάζει η υγρασία
εχθρός για το αυχενικό σου
[...]
Στην τέφρα θα δοθώ.
Βλέπεις τον κόσμο αλλιώς
όταν από ψηλά σκορπίζεσαι
[...]
ασυζητητί μέσω της στάχτης
εξάλλου
πάνω στ’ αποκαΐδια σου
και ξαναζήσει έχεις
και ξαναγράψει έχεις
επάνω τους τα ίδια.
«Ουσιώδης διαφορά», Τα εύρετρα, 2010
Κι ενώ στη συλλογή Χαίρε ποτέ, στο ποίημα «Απροσδοκίες», το «στερνοπαίδι της όνειρο» ήταν τότε να «μη γερνάει μόνη», είκοσι δύο χρόνια μετά, στα Εύρετρα, γράφει:
Το τελευταίο όνειρο
ξέρεις τι μου προτείνει;
να με πάει με το έλκηθρό του
εκεί που ζουν οι πιγκουίνοι
εκεί ονειρεύομαι να ξενιτευτεί
η θερμοκρασία του σώματός μου
[...]
ώσπου να εθιστεί σ’ αυτό το ψύχος
η αντοχή μου
και να εσωστραφώ σε πιγκουίνο
για να μην τρέμω
ό,τι κι αν μου συμβεί
κρύο ποτέ να μην ξανααισθανθώ
ζέστη ποτέ να μην ξαναγαπήσω.
«Στην ξενιτιά του σώματος»
Από το σύνολο πάντως της ποιητικής της Δημουλά προκύπτει πως, όπου και αν στράφηκε, είτε αυτό ήταν ο ίδιος ο Θεός είτε ήταν ο έρωτας είτε ακόμα και η ζωή, εισέπραξε μια γενναιότατη προδοσία, που διέψευσε τις υψηλές της προσδοκίες. Στη συνέχεια την είδαμε να ψαλιδίζει λίγο λίγο τα φτερά αυτών των προσδοκιών, να γίνεται πιο συγκαταβατική, να αρκείται και στα λίγα, να προτείνει μάλιστα τρόπους να βολευτούν και, αν γίνεται, ακόμη και να συνδυαστούν τα πράγματα.
Θα πει απευθυνόμενη στον Θεό:
[...]
Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις
μία βδομάδα εδώ και μια στο πατρικό σου;
Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς
να επιβληθείς στη διανομή σου.
Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά
από εδώ εκεί από κει εδώ
η ζωή και ο θάνατος.
Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες
συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε
σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μας υπέβαλαν.
Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια
ορατούς λογαριασμούς
ή σε αγγίζω Ιησού
ή Ανασταίνεσαι διά παντός από κοντά μου.
«Μεγάλη Πέμπτη», Ήχος απομακρύνσεων, 2001
Στα Εύρετρα ωστόσο, βλέποντας να μη λαμβάνεται σοβαρά η πρότασή της, Τον καταγγέλλει για την εγκατάλειψή μας και την παράδοσή μας στην αιώνια πείνα για το αιώνιο:
[...]
αν είχες, Κύριε, και συ
ευλογήσει την παρουσία σου
δε θα μας είχε αφήσει
τόσο νηστικούς
σήμερον.
«Ευλόγησον την παρουσία σου»
Απογοητευμένη λοιπόν απ’ τη ζωή – που κατ’ ευφημισμόν ή «από λεπτότητα» όπως λέει, ονομάστηκε έτσι, αντί να αποκαλείται «συντομία» – διαψευσμένη από την παραμορφωτική τάση του έρωτα, που πάντα είναι εφήμερος και βασανιστικά μονομερής, αλλά και από τις όποιες μεταφυσικές ελπίδες της παραιτημένη, καταφεύγει οριστικά πλέον στη γραφή, ανακαλύπτοντας σ’ αυτή στοιχεία αθανασίας:
Η θρασεία λογοκλόπος
Τελικά
απ’ τον ασίγαστο εμφύλιο πόλεμο
μεταξύ του υπάρχω και του παύω
του μιλώ και του σώπασα
η μόνη κερδισμένη είναι
η διάσημη εκείνη πολεμική ανταποκρίτρια
η γραφή.
Θρασύτατη λογοκλόπος ανίερη
αντιγράφει
και το μιλώ και το σώπασα να υπάρχω
επιδέξια παραποιημένο σε
διαρκώ
στου χαρτιού το εχέμυθο αυτί.
Τα εύρετρα, 2010
Αιχμηρά τα ποιήματα αλλά και ο χρόνος που με περιορίζει σε λιγοστές επισημάνσεις που αδικούν και την ποιήτρια και τις προθέσεις μου. Κι επειδή τίποτα δεν δύναται να είναι εντέλει ολόκληρο, αναγκάζομαι να κλείσω εδώ αυτή την ανολοκλήρωτη προσέγγιση για μια ποιήτρια που μίλησε ωστόσο εξ ολοκλήρου για τις απώλειές μας.
ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Πέραν της γραφής, Κέδρος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου