19.3.21

«Ό,τι ονειρεύτηκα ακυρώθηκε»-Κυριάκος Συφιλτζόγλου


Την χρονιά αυτή ό,τι ονειρεύτηκα ακυρώθηκε. Κυριολεκτώ. Ό,τι είχα κανονισμένο από βιβλιοπαρουσιάσεις και εκθέσεις φωτογραφίας-ζωγραφικής πάγωσε. Όπως τότε, την πρώτη μέρα στον Στρατό, με κλείσανε για πλάκα στην κατάψυξη με τα κρέατα. Τότε κράτησε ένα λεπτό, τώρα έναν χρόνο. Από τη μια το κυβερνητικό κράτος, από την άλλη η ατομική ευθύνη. Με το πρώτο πήρα διαζύγιο. Βασικός λόγος ισχυρού κλονισμού αυτής της σχέσης το ότι σε κάθε πρόβλημα πλέον οι λύσεις είναι δύο: απαγορεύσεις και Αστυνομία. Με τη δεύτερη έγινα λύκος. Την πήρα όλη πάνω μου, την σαρκώθηκα. Περπάτημα μόνος, πολύ περπάτημα, άπειρα βήματα μοναχικά. Σαν να λέμε ξανασυστήθηκα με την πόλη που γεννήθηκα, την πόλη με το όνομα Δράμα. Πήρα τα πόδια μου, πήρα και τα μάτια μου και στο έρημο Καπνολογικό Ινστιτούτου του Μεσοπολέμου, πήρα τα πόδια μου και στη σειρά τα παλιά χάνια –του Τσερέσοβου, της Νέας Ζωής, της Μαύρης Θάλασσας του Καραϊσκου, της Νέας Ζίχνης, του Βόλου, του Βασιλειάδη. Πήρα τα πόδια μου, πήρα και την ατομική μου ευθύνη και ένα-ένα τα αρχοντικά των καπνεμπόρων, τις καπναποθήκες. Πήρα τα πόδια μου κι ένα γυαλόχαρτο για τα μάτια κι έπιασα του ερειπωμένους υδρόμυλους. Πήρα τα πόδια μου κι ένα κίτρινο αστέρι και τάφο-τάφο στα χορταριασμένα εβραϊκά νεκροταφεία. Πήρα τα πόδια μου κι ένα μολύβι- μιναρέ και σχεδίασα ό,τι έλειπε από τα ορφανά τζαμιά. Πήρα τα πόδια μου και πέτρα-πέτρα τα βυζαντινά τείχη, φλέρταρα με την αμαρτία. Πήρα τα πόδια μου στα Μπακιρτζίδικα, στο Τσάι, στου Σπαρτάκου, στη Λατσίστα, στα Ορτακινά, στην Τσόρλα. Πήρα ό,τι είχα και δεν είχα για μη χάσω τα λογικά μου. Όλα είναι ένα λάστιχο, τεντώνεις, τεντώνεις και κάποια στιγμή κόβεται, σπάει, πάπαλα. Δεν ήθελα να σπάσω, γι’ αυτό και σκαρφάλωνα σε τοιχία, κισσούς, βεράντες, παράθυρα, μπες-βγες μέσα σε κτίσματα του Μεσοπολέμου, μπες-βγες μέσα στο χρόνο, εκεί που χωρίς να υπάρχει απαγόρευση ο χρόνος έχει παγώσει προ πολλού. Κάθε μέρα με τον Μεσοπόλεμο παρέα, κάθε μέρα με τα κουφάρια του Μεσοπολέμου, κάθε μέρα με την σκόνη του Μεσοπολέμου, κάθε μέρα με τα αφημένα λείψανα του Μεσοπολέμου –η ατομική μου ευθύνη κι ο Μεσοπόλεμος, κι όμως δεν αυτοκτόνησα. Με τόσο Μεσοπόλεμο, τόσο μέσα κι όμως δεν αυτοκτόνησα. Και έρχεται ο άλλος μια μέρα μου λέει, «εκεί που πας πάρε με μπας και βρούμε λίρες», κι έρχεται κι άλλος του άλλου, «έχω χάρτες, σημάδια, μισά μισά τα πεντόλιρα». Κι έτσι για πλάκα, για να τους κόψω με τη μία τους απάντησα, «με τον τελευταίο που πήγα, μ’ έριξε στη μοιρασιά, δυο δάχτυλα του λείπουν» και δεν με ξαναενόχλησαν. Εγώ να προσπαθώ να ισορροπήσω με την πρώην που λέγεται κράτος, να ισορροπήσω με την ευθύνη, τον ιό, τον θάνατο, την εντατική, τον πατέρα, τις ειδήσεις κι αυτοί τα πεντόλιρα από τα αγαπημένα μου γκρέμια, τα ησυχαστήρια μου. Όπως τότε στον Στρατό στην Κύπρο που μας μάθαιναν πώς να σκοτώνουμε αθόρυβα με απλά μέσα, με μια πετονιά, μια αιχμηρή πέτρα, ένα μυτερό ξύλο, αθόρυβα με τις ελάχιστες κινήσεις και όσο πιο αναίμακτα, κροτάφους, καρωτίδες, καρδιά, εκατοστό-εκατοστό. Όπως τότε που προσπαθούσα να ισορροπήσω και στις εξόδους έπαιρνα παράλληλα την Πράσινη Γραμμή και σε απόσταση αναπνοής ο παγωμένος χρόνος, μια λουρίδα παγωμένου χρόνου, ο χρόνος πανδημία του πολέμου, οι συμφωνίες, τα πρωτόκολλα και οι άνθρωποι πουθενά. Όπως τότε παράλληλα με τη Γραμμή σπίτι σπίτι κι όπου μπορούσα έμπαινα σαν λύκος καθότι διμοιρία αναγνωρίσεως, λυκόσκυλο με μύτη κι αντί το όπλο, την φωτογραφική σήκωνα κι απαθανάτιζα, απαθανάτιζα, απαθανάτιζα…κι έτσι κατάφερνα και συνέχιζα την θητεία. Κι έτσι τώρα, κάπως έτσι αυτή η θητεία μέσα στην πανδημία με το κράτος εχθρό και μόνη παρέα την ατομική ευθύνη να τροχίζει τους κυνόδοντες εις σάρκα μίαν. Με τα μάτια χαρτογυαλισμένα να γράφω το επόμενο βιβλίο για μια ιερόδουλο ρωσίδα που είχε μεταπτυχιακό στον Τσέχωφ –ρίξε νερό στα μάτια, ρίξε νερό, ρίξε. Με την Μάγκυ Νέλσον και τους Αργοναύτες της, με τον Γιεχούντα Γιααρί και το Σαν διάχυτο φως του, με το Χαμένο αγόρι του Τόμας Βολφ, με τον Άνθρωπο που κοιμάται του Ζορζ Περέκ, με τη Βλάβη του Φρήντριχ Ντύρενματ, με τις Ετεροτοπίες του Μισέλ Φουκώ, με τον Θάνατο του Μπαλζάκ του Οκτάβ Μιρμπώ, με τον Λόγο του μουγκού του Χούλιο Ραμόν Ριμπέϋρο, με τον Όσιαν Βουόνγκ γιατι Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, με τον Χρήστο Τσιόλκα και τη Νεκρή Ευρώπη, με τον Ρότζερ Ρόμπινσον και τον Φορητό παράδεισο, με τον Όσιπ Μαντελστάμ και το Αιγυπτιακό γραμματόσημο, με το Πράσινο αντίσκηνο της Λουντμίλα Ουλίτσκαγια. «Με τόσα βιβλία θα χαζέψεις χωρίς να το καταλάβεις», έλεγε ο Θανάσης κι όμως με τόση ενημέρωση και πολιτική, τηλεπαιχνίδια και τηλεπωλήσεις δεν αυτοκτόνησα, με τόση πανδημία δεν αυτοκτόνησα, με τόση ακύρωση δεν αυτοκτόνησα, με τόσο Μεσοπόλεμο δεν αυτοκτόνησα γιατί κάθε μέρα βουτσίζω τα δόντια τρεις φορές και χαμογελώ στον καθρέφτη, γιατί κάθε μέρα ποντάρω στην άνοιξη και στο καλοκαίρι, ποντάρω στα άνθη και στη θάλασσα, γιατί κι εγώ όπως και όλοι μπουμπούκια είμαστε και θα σκάσουμε είτε έτσι είτε αλλιώς κι αλίμονό την κοινωνική σας ευθύνη.
(δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 27/2/21)

Δεν υπάρχουν σχόλια: