Την επιμέλεια του βιβλίου έχει κάνει ο ς συγγραφέας, ερευνητής του τραγουδιού και συνθέτης Θωμάς Κοροβίνης.
*
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά, εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1981
Και η γη της Ιωνίας, η γη των θεών, να ξετυλίγεται ολόγυρά σου, όλη ομορφιά, όλη πάθος. Μια ευγένεια, μια γαλήνη. Τόπος κατάφυτος, τόπος κατάδεντρος, τόπος κατάκαρπος. Γόνιμα χώματα, καθώς το κορμί της γεννούσας γυναίκας, που δεν είναι τίποτες άλλο παρά η αδιάκοπη λαχτάρα του σπόρου. Το πνεύμα του Ομήρου αλαφροζυγιάζεται μέσα στον λαμπρόν αιθέρα. Ο δαχτυλικός εξάμετρος δεν έχει πεθάνει. Ειν’ ένας στίχος γεμάτος μακαριότητα και αθανασία, που εκφράζει το νόημα του τοπίου. Εδώ πέρα γεννιούνται οι όμορφοι μύθοι. Ο μύθος του έπους, ο μύθος της ιστορίας, ο μύθος της φιλοσοφίας, η ποίηση όλη, ο στοχασμός κι η χαρά της ζωής. Η χώρα είναι πλασμένη από θεούς καλοπροαίρετους, για να συνταιριάζει τις αντιθέσεις. Ανάμεσα στην Αιολίδα, στα χώματα της Τρωάδας, και στα περιγιάλια της δωρικής Μικρασίας. Η παλικαριά, η χλιδή. Κι ανάμεσά τους η λεπτότατη συνείδηση των Ιώνων, που έκαμαν τέχνη και τη ζωή, χωρίς, πολύ συχνά, να το νιώσουν.
*
ΑΝΑΤΟΛΗ / Ποίηση: Κωστής Παλαμάς
Πέρα ως πέρα στη γη της Ιωνίας
δοξαστικό αχολόγησε τροπάρι
απ’ την Κνωσσό ως την Πέργαμο θεία χάρη
Σμύρνη πάντα εσύ μαργαριτάρι
Σμύρνη πάντα εσύ μαργαριτάρι
Στα μαλλιά της νεράιδας Μικρασίας
Σμύρνη, ξανά γεννήτρες είναι οι Μοίρες
μεσ’ στη ζεστή της μάνας σου αγκαλιά
που ανοίγεται όλα για να τ’ αγκαλιάσει
τα σκόρπια σπλάχνα της, μια πλάση
`
*
Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Κέδρος, Αθήνα 1962.
«Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη…….. Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν: Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι, κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς! Τράβηξα αργά μέσα στους βερχανέδες, με τις βαρειές ξύλινες πορτάρες, στολισμένες με καρφιά και μπαρμακλίκια, που το βράδυ κλείνανε για ασφάλεια. Εδώ παλιά ζούσανε Φράγκοι, Βενετσιάνοι, Τζενοβέζοι και Μαλτέζοι ιππότες και τυχοδιώκτες. Είχαν αράξει στο πόρτο της Σμύρνης και χτίσανε ους «φραγκ-χανέδες», στοές όλο μπινιά για να σιγουρέψουνε τους θησαυρούς τους. ….. Τώρα όλοι οι βερχανέδες του Όμηρου, του Σπόντι, του Τενεκίδη, του Αναστάς αγά, της Ελληνικής Λέσχης, του Αλλιότι, του Γιουσούφ, της Αμάλθειας, δεν ήταν πια φράγκικοι. Όπως σ’ ολόκληρη τη Σμύρνη, έτσι κι εδώ, έβαλε τη δική του σφραγίδα το ελληνικό στοιχείο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου