Ανθολόγηση ποίησης του
Poemas de Alberto Caeiro
I
Ευτυχείς αυτοί πού δε συλλογιούνται,
γιατί η ζωή είναι γενιά τους
και απλόχερο καταφύγιο!
Ευτυχείς αυτοί πού πράττουν
όπως το ζώο πού έχουν μέσα τους!
Καλύτερα, από παιδιά,
να έχεις απλά πίστη,
πού σημαίνει
να μη ξέρεις ποιος είσαι
ή τι θέλεις.
Ευτυχείς αυτοί
πού δεν σκέφτονται,
γιατί είναι όντα,
και όντα σημαίνει να πιάνεις
ένα χώρο
και την συνείδηση να ακουμπάς
σε ένα μοιράδι.
`
ΙΙ
Τα έσπασα με τον ήλιο και ταʼ αστέρια.
Αφήνω τον κόσμο να φύγει.
Πήγα μακριά και πλέρια με ένα γυλιό
πράματα πού ξέρω.
Έκανα το ταξίδι, ψώνισα τα άχρηστα,
βρήκα το ακαθόριστο,
κι η καρδιά μου είναι ίδια αυτό πού ήταν:
ουρανός και έρημος.
Απότυχα σʼ αυτό πού ήμουν,
σʼ αυτό πού ήθελα,
σʼ αυτό πού ανακάλυψα.
Ψυχή δεν μού απόμεινε
για νʼ αψηλώσει το φώς
ή το σκοτάδι να πυκνώσει.
Δεν είμαι τίποτα παρά μια ναυτία, μια οπτασία,
τίποτα παρά μια πεθυμιά.
Είμαι κάτι πολύ μακρυσμένο,
και συνεχίζω να φεύγω
ίσα γιατί το εγώ μου
νοιώθει τόσο οικεία και τόσο γήϊνα,
κολλημένο σαν ρόχαλο
σʼ ένα αρμό του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου