- Βερίνα Χωρεάνθη
Είναι συγκινητική και θαυμαστή η ομορφιά
της λαϊκής ποίησης. Φτάνει να σκεφτούμε τα δημοτικά τραγούδια, τόσο
πλούσια σε εικόνες, συναισθήματα και νοήματα. Η λαϊκή καλλιτεχνική
έκφραση διακατέχεται από έναν αυθορμητισμό και μια αγνότητα που κάνουν
τα έργα της να μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά, χωρίς περιττολογίες ή
στημένα μέσα εντυπωσιασμού. Είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη λαϊκή ποίηση
παγκοσμίως και διαχρονικά, δεν γνωρίζει σύνορα ούτε φυλετικούς ή
τοπικούς διαχωρισμούς, γι’ αυτό και όταν ακούμε ένα δημοτικό τραγούδι
μιας άλλης χώρας, για παράδειγμα, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα
του, μας συγκινεί το ίδιο. Είναι γιατί οι λαοί, στη συντριπτική τους
πλειοψηφία, έχουν υποφέρει το ίδιο από εθνικά μίση και πολέμους, οι
άνθρωποι πάντα αναζητούν την αγάπη, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης –
είναι κοινές οι ρίζες
που χάνονται στα βάθη των αιώνων, κοινοί και οι
αγώνες αλλά και οι καθημερινές χαρές.
Σαν συνέχεια των δημοτικών προφορικών
παραδόσεων, οι λαϊκοί ποιητές που έζησαν ανά τους αιώνες έχουν αφήσει
μια εξίσου σημαντική και πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά. Κάτι που,
φυσικά, ισχύει για όλα τα έθνη, όλους τους λαούς. Ο Καρατζάογλαν, ή
Σιμαΐλ, ή Χαλίλ, ή Χασάν, ήταν ένας Τούρκος λαϊκός ποιητής του 17ου
αιώνα που αγαπούσε πολύ τις γυναίκες. Ήταν ένας καλοκαμωμένος μελαχρινός
άντρας με εκφραστικά μάτια. Έπαιζε σάζι και τραγουδούσε τα ποιήματα που
έγραφε ο ίδιος, αφιερωμένα στις γυναίκες που του είχαν κλέψει την
καρδιά. Περιπλανιόταν σε πόλεις και χωριά της Ανατολίας, έφτασε μέχρι τα
Βαλκάνια και την Αίγυπτο, με τους απλούς αλλά τόσο συγκινητικούς του
στίχους να τον κάνουν όλο και περισσότερο γνωστό και αγαπητό,
μετατρέποντάς τον με τον καιρό σε έναν θρύλο.
Σε κάποιο από αυτά τα ταξίδια του, περνώντας
έξω από έναν κήπο με τριανταφυλλιές, διέκρινε ανάμεσα στα πανέμορφα
λουλούδια με το υπέροχο άρωμα, που τον είχε εκστασιάσει, την εκτυφλωτικά
όμορφη φιγούρα μιας κοπέλας. Καθώς ήταν και επιρρεπής στα σκιρτήματα
του έρωτα, ένιωσε ευθύς κεραυνοβολημένος. Αυθόρμητα άρχισε να
τραγουδάει, τραβώντας την προσοχή της κοπέλας η οποία είχε γίνει,
αναπάντεχα, η Μούσα του. Τον πλησίασε και στάθηκε για να τον ακούσει να
λέει το τραγούδι του μέχρι το τέλος και τότε έκανε να φύγει. Εκείνος
φοβήθηκε ότι μπορεί και να μην την ξαναέβλεπε ποτέ και βιάστηκε να τη
σταματήσει, παρακαλώντας τη να του πει το όνομά της. Η κοπέλα γύρισε και
ψιθύρισε: «Ελίφ».
Δεν ξέρουμε, φυσικά, αν έτσι ακριβώς έγινε η
πρώτη μοιραία συνάντηση του Καρατζάογλαν με την Ελίφ. Είναι μια ιστορία
που τη γνωρίζουν και την αφηγούνται σε όλη την Τουρκία, οπωσδήποτε με
την απαραίτητη προσθήκη γοητευτικών λεπτομερειών που προσδίδουν ακόμα
μία μυθιστορηματική πτυχή στην ήδη περιπετειώδη ζωή του. Το σίγουρο
πάντως είναι ότι ο έρωτας του Καρατζάογλαν για την Ελίφ έγινε η αφορμή
να γεννηθεί ένα βαθιά ερωτικό και ταυτόχρονα συγκινητικά τρυφερό ποίημα,
εμπνευσμένο από εκείνη και αφιερωμένο σ’ αυτήν. Είναι ένας ύμνος στην
κοπέλα που τον μάγεψε, στην ομορφιά της, στον έρωτα που ο αισθαντικός
λαϊκός ποιητής νιώθει γι’ αυτήν.
Πέφτει ανάερα το χιόνι κι ενώ θαμπώνει
Ελίφ Ελίφ πέρ’ απόμακρα λαλεί
Η τρελή καρδιά μου πώς βαλαντώνει
Τους δρόμους παίρνει κι Ελίφ Ελίφ παραμιλεί.
Ελίφ Ελίφ πέρ’ απόμακρα λαλεί
Η τρελή καρδιά μου πώς βαλαντώνει
Τους δρόμους παίρνει κι Ελίφ Ελίφ παραμιλεί.
Περιγράφει την καλή του με κάθε λεπτομέρεια, και σε κάθε λεπτομέρεια ξεχειλίζει και ο έρωτας που νιώθει γι’ αυτήν:
Της Ελίφ τα φρύδια είναι κοντυλένια και σμιχτά
Το λακκάκι εκειδά στο στήθος με κεντά
Τ’ αλαβάστρινά της χέρια πένα και χαρτί κρατούν
Όταν γράφει Ελίφ Ελίφ κι εκείνα λαλούν.
Το λακκάκι εκειδά στο στήθος με κεντά
Τ’ αλαβάστρινά της χέρια πένα και χαρτί κρατούν
Όταν γράφει Ελίφ Ελίφ κι εκείνα λαλούν.
Και κλείνει το ποίημά του εκφράζοντας με τρόπο σχεδόν αφοριστικό την αφοσίωσή του σ’ αυτήν:
Εγώ ο Καρατζάογλαν, σκλάβος σου θενά γίνω
Άλλες αγάπες στην καρδιά μου δε χωρούν
Του γιλέκου τα κορδόνια ξελύνω
Ελίφ Ελίφ κι ετούτα λαλούν.
Άλλες αγάπες στην καρδιά μου δε χωρούν
Του γιλέκου τα κορδόνια ξελύνω
Ελίφ Ελίφ κι ετούτα λαλούν.
Ο έρωτάς του για την Ελίφ δεν πέρασε
απαρατήρητος από κανέναν. Σύντομα διάφορες σχετικές φήμες έφτασαν και
στ’ αυτιά του άντρα της, αναγκάζοντας τον Καρατζάογλαν να φύγει από την
πόλη με πόνο ψυχής.
Ωστόσο, η Ελίφ δεν ήταν η μόνη θηλυκή ύπαρξη
που τον ενέπνευσε. Σ’ όλη του τη ζωή μαγευόταν από τις γυναίκες και τις
εξυμνούσε μέσα από τα ποιήματά του. Αργότερα ερωτεύτηκε τη Σούνα, την
κόρη ενός άρχοντα τον οποίο είχε γνωρίσει τυχαία κατά τη διάρκεια ενός
διαγωνισμού ποίησης. Ο Καρατζάογλαν ζήτησε να συμμετάσχει και, όπως ήταν
αναμενόμενο, τους μάγεψε όλους με τα τραγούδια του και ανακηρύχθηκε
νικητής. Ο άρχοντας έγινε μέντοράς του και τον καλούσε συχνά στην έπαυλή
του για να απαγγέλλει τα ποιήματά του και να τραγουδάει τα τραγούδια
του. Σε κάποια από αυτές τις επισκέψεις, γνώρισε και τη Σούνα, η οποία
τον γοήτευσε αμέσως. Κι εκείνη όμως δεν έμεινε ασυγκίνητη, του ζήτησε
μάλιστα να της γράψει ένα ποίημα, αποκλειστικά για εκείνη. Κι αυτός δεν
της χάλασε το χατίρι. Παραδόξως ο άρχοντας, παρά την αρχική συμπάθεια
που είχε για τον Καρατζάογλαν, εξοργίστηκε όταν έμαθε για τη σχέση τους
και τον έκλεισε στη φυλακή. Η Σούνα τον βοήθησε να δραπετεύσει, όμως
αρνήθηκε να τον ακολουθήσει καθώς δεν ήθελε να στερηθεί τα πλούτη της
οικογένειάς της.
Ο Καρατζάογλαν δεν πτοήθηκε. Συνέχισε τις
περιπλανήσεις του συνθέτοντας ποιήματα και ποτέ δεν ήταν μόνος για πολύ.
Όλο και κάποια όμορφη κοπέλα θα βρισκόταν στον δρόμο του, για την οποία
εκείνος με τη σειρά του θα εκφραζόταν με το ίδιο πάθος.
Γόησσα, που κρυφολιώνω για τα μάτια τα μελιά σου
Δείξε μου την ομορφιά σου, ήρθα να τη δω
Το φιλί σου, λένε, γιαίνει κάθε πόνο
Είν’ αλήθεια, αγάπη μου; – να ρωτήσω ήρθα.
Δείξε μου την ομορφιά σου, ήρθα να τη δω
Το φιλί σου, λένε, γιαίνει κάθε πόνο
Είν’ αλήθεια, αγάπη μου; – να ρωτήσω ήρθα.
Οι συμπατριώτες του ωστόσο, οι άνθρωποι της Ανατολίας, δεν πιστεύουν ότι πέθανε – θεωρούν ότι με τα θαυμάσια ποιήματά του, από τα οποία έχουν διασωθεί πάνω από πεντακόσια, εξασφάλισε την αθανασία και ξεγέλασε τον θάνατο.
Δεν αφήνει όμως αμέτοχη τη φύση, η οποία συμπάσχει μαζί του καθώς ανυπομονεί να δει την καλή του:
Ο κόσμος μου όλος χάθηκε, λέει ο Καρατζάογλαν
Σε πέλαγο άγριο η καρδιά μου παραδέρνει
Αχ, αεράκι της αυγής, γλυκοχαράζει
Μ’ αλίμονο, η λυγερή αγάπη μου δε φάνηκε.
Σε πέλαγο άγριο η καρδιά μου παραδέρνει
Αχ, αεράκι της αυγής, γλυκοχαράζει
Μ’ αλίμονο, η λυγερή αγάπη μου δε φάνηκε.
Τη φύση επιστρατεύει και για να εκφράσει με γλαφυρότητα τα βάσανα της αγάπης:
Στον ουρανό της σα γεράκι όπως πετούσα
Στο πέλαγό της σαν πέρδικα όπως γλιστρούσα
Στον ποταμό του Παραδείσου της όπως ξεδιψούσα
Ξόβεργες μου έστησε σ’ άνυδρες πηγές.
Στο πέλαγό της σαν πέρδικα όπως γλιστρούσα
Στον ποταμό του Παραδείσου της όπως ξεδιψούσα
Ξόβεργες μου έστησε σ’ άνυδρες πηγές.
Η δουλειά του ποιητή, δοκιμιογράφου και
μεταφραστή Δημήτρη Χουλιαράκη, ο οποίος υπογράφει και το ιδιαίτερα
κατατοπιστικό και απολαυστικό επίμετρο, είναι εξαιρετική. Έχει
μεταφράσει από τα τουρκικά τα ποιήματα, αποδίδοντας με ευαισθησία και
ευστοχία τις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων, με έμφαση πότε στην
κυριολεκτική και πότε στην αλληγορική/συμβολική τους σημασία. Αλλά και
το βιβλίο, σαν εικόνα, είναι άρτιο, με το γαλάζιο εξώφυλλο το οποίο
στολίζει ένας τρυφερός πίνακας του Ομέρ Φαρούκ Αταμπέκ: ο λαϊκός
ζωγράφος έχει συνθέσει μια υδατογραφία πάνω σε φύλλο δέντρου, όπου ο
λαϊκός τραγουδιστής-ποιητής απεικονίζεται με το σάζι του, να τραγουδάει
για την καλή του που τον ακούει συγκινημένη μέσα σε ένα ειδυλλιακό
εξοχικό τοπίο, το οποίο αναπαρίσταται μινιμαλιστικά με πολύχρωμα
λουλούδια και φυτά. Μια εικόνα που αντιπροσωπεύει απόλυτα τη ζωή και την
έμπνευση του Καρατζάογλαν.
Από το 1997, ο τάφος του λειτουργεί σαν
μαυσωλείο. Βρίσκεται σε έναν λόφο που φέρει το όνομά του, σε ένα χωριό
της περιφέρειας όπου πιστεύεται ότι έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του.
Έγινα στάχτη, πέθανα, λέει ο Καρατζάογλαν
Ό,τι λογής αποκοτιά υπήρχε, εγώ την έκανα
Κι αφού τριγύρισα, βγήκα για να σ’ ανταμώσω
Μα εσύ στ’ αντάμωμα δεν ήσουνα.
Ό,τι λογής αποκοτιά υπήρχε, εγώ την έκανα
Κι αφού τριγύρισα, βγήκα για να σ’ ανταμώσω
Μα εσύ στ’ αντάμωμα δεν ήσουνα.
Οι
συμπατριώτες του ωστόσο, οι άνθρωποι της Ανατολίας, δεν πιστεύουν ότι
πέθανε – θεωρούν ότι με τα θαυμάσια ποιήματά του, από τα οποία έχουν
διασωθεί πάνω από πεντακόσια, εξασφάλισε την αθανασία και ξεγέλασε τον
θάνατο. Και κατά μία έννοια έχουν δίκιο, αφού τα έργα μένουν πίσω,
κρατώντας ζωντανούς τους δημιουργούς τους στην αιωνιότητα.
Καρατζάογλαν
μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης
επιμέλεια: Δημήτρης Χουλιαράκης
Το Ροδακιό
37 σελ.
ISBN 978-618-5248-25-3
Τιμή €10,60
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/11014-o-sventas-gia-thn-elif
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου