25.11.18

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ Υπερασπίζοντας το «ανείπωτο» στην Ποίηση ή Γράφοντας ποιήματα ως δοκίμια αυτογνωσίας

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ
Υπερασπίζοντας το «ανείπωτο» στην Ποίηση
ή Γράφοντας ποιήματα ως δοκίμια αυτογνωσίας
-Εύα Μοδινού­-
Βύρων Λεοντάρης
Βύρων Λεοντάρης
Εισχωρώντας στον πυρήνα της ποιητικής λειτουργίας και επιχειρώντας τη μύηση στο αμετουσίωτο του βιώματος, εύκολα και ανυποψίαστα ο ποιητής μπορεί να εισέλθει σ’ ένα λαβύρινθο ή σ’ ένα Γολγοθά. Γιατί μια τέτοια μύηση μπορεί να οδηγήσει βαθύτερα στη γνώση της ποιητικής λειτουργίας αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει και σ’ ένα αδιέξοδο. Ή ακόμη χειρότερα στο βλέμμα της Γοργώς. Κι αν ακόμη ο ποιητής κερδίσει την έμπνευσή του, δεν θ’ αποφύγει τον κίνδυνο η έμπνευση αυτή σαν ένας Πήγασος να ξεπηδήσει από μια Όψη που δεν αντέχει κανείς κατάματα να βλέπει. Η πλήρης γνώση ίσως είναι άβατη στον άνθρωπο, γι’ αυτό καλύτερα με φρόνιμη ταπείνωση να δέχεται τη γνώση του εαυτού του και του άλλου ως «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι».

Τι γίνεται όμως όταν ο ποιητής «αυτό που γυρεύει είναι όχι η μετουσίωση, αλλά ακριβώς το άγγιγμα του αμετουσίωτου, του ατόφιου, του μη επιδεχόμενου μορφοποίηση»;1 Και ποιά θα είναι η ποίηση του ποιητή που υπερασπίζεται αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να μορφοποιηθεί, αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί; Μοιραία θα οδηγηθεί σε μια καταλυτική αντίφαση και σε μια ιδιαίτερη ποίηση τόσο γόνιμη όσο και το πάθος της υπεράσπισής της.
Ο Βύρων Λεοντάρης έχοντας συνείδηση αυτού του πάθους, γράφει στο δοκίμιό του «Θέσεις για τον Καρυωτάκη»2 πως ο Καρυωτάκης είναι «Οριακός ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας» καθώς δεν περπατούσε «στο χείλος του γκρεμού» γράφοντας, αλλά είχε «αντικρύσει κατά μέτωπο τον γκρεμό», εκεί όπου «η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή».
Αυτήν την οδό ακολούθησε και ο Λεοντάρης, γράφοντας ποιήματα σαν «δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας», γνωρίζοντας συγχρόνως πως ο βαθύτερος πυρήνας της λειτουργίας αυτής είναι και θα παραμείνει άβατο. Ο ποιητής έτσι υφίσταται μια διαρκή εναλλαγή δυνάμεων, κεντρομόλου και φυγόκεντρου. Κεντρομόλου ως προς την αυτογνωσία, φυγόκεντρου ως προς το μέσον, ως προς την ίδια τη γλώσσα δηλαδή.
«Τα λόγια που μιλώ μου κόβουνε τη γλώσσα
Κάθε χειρονομία μου με σταυρώνει
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν
Σ’ αυτήν την εποχή της υπαρκτής ποίησης
ποιητής μιας ποίησης που δεν μπορεί να υπάρξει
μόνο με τους νεκρούς μιλώ και γι’ αυτούς γράφω.
Μόνο αυτοί μπορούν να με διαβάσουν»3.
Οι στίχοι αυτοί μπορούν να διαβαστούν σαν ένα μανιφέστο οριοθέτησης της ποιητικής λειτουργίας, σαν ένας άδηλος αφορισμός της ποίησης που απομακρύνεται από την ουσία της και γίνεται «λογοπαίγνιο, κήρυγμα, πολιτική, ιστορία – δηλαδή εφαρμοσμένη ποίηση»4. Κοντολογίς της ποίησης που χάνει την πραγματική λειτουργία της, που δεν είναι άλλη παρά η διαμόρφωση μιας «ατελούς συνείδησης»5.
Αν υιοθετήσουμε τη θεωρία πως υπάρχουν «δύο επίπεδα υπάρξεως, η vie tragique και η vie triviale»6, τότε πράγματι «μια από τις δυστυχίες της ανθρώπινης καταστάσεως είναι ότι [] ταλαντευόμαστε ανάμεσα στα δύο.[] Αλλά σε εξαιρετικές περιστάσεις – αν λ.χ. κάποιος ζήση επί μακρό χρονικό διάστημα μέσα σε κινδύνους, τότε τοποθετείται, θα λέγαμε, στη γραμμή διατομής των δύο επιπέδων». Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν ζήσει έτσι «προσπαθούν να εξομοιώσουν το τραγικό με το καθημερινό επίπεδο [] ν’ απολιθώσουν το βίαιο και το τραγικό [] Ο καλλιτέχνης ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο: προσπαθεί να δη το καθημερινό από τη σκοπιά του τραγικού ή απολύτου επιπέδου»7.
Ο Βύρων Λεοντάρης στο μεταίχμιο αυτών των δύο δρόμων και «Εν Μετεωρισμώ»8 εν τέλει, γράφει με την οδυνηρή διαπίστωση ότι το «ανείπωτο» επίμονα και αέναα θα ξεγλιστρά από τη γλώσσα του ποιητή και κυρίως από τη συνείδησή του.
Τι είναι ποίηση λοιπόν, τι μη ποίηση και τι ανάμεσά τους;
Μα και να υπάρχει κάποια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, «Ίσως και να μην πρέπει πάντοτε ο άνθρωπος να επεξεργάζεται τον κάθε λογισμό του ως το ακρότατο λογικό συμπέρασμα»9. Γιατί εύκολα μπορεί να πέσει σε μια παγίδα: «στον παραλογισμό της καθαρής λογικής»10. Ας μην ξεχνάμε ότι σ’ ένα τέτοιο παραλογισμό έπεσε ο Κ.Θ. Δημαράς όταν δήλωνε ότι ο Καρυωτάκης «δεν ήταν καν ποιητής, στην πλήρη σημασία που μπορούμε να δώσουμε στη λέξι»11, ομοίως και ο Γιώργος Θεοτοκάς όταν έγραψε επίσης για τον Καρυωτάκη ότι «είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι δεν έγραψε ούτε ένα αληθινά καλό ποίημα»!12.
Ο Β. Λ. συνειδητοποιώντας αυτόν τον παραλογισμό, οργίζεται και απορρίπτει «την εξουσία της γλώσσας» όπως την είχαν περιγράψει και επιβάλλει «οι πολυεθνικοί διανοητές [] κάνοντας το παν για να μας πείσουν ότι δεν μιλάμε τη γλώσσα αλλά ότι “η γλώσσα μάς μιλάει”»13. Οργίζεται «γιατί όταν σε μιλάει η γλώσσα, μιλάει αυτό που δεν είσαι».14 Συγχρόνως επιχειρεί μια κατά κάποιο τρόπο περιγραφή των ορίων της ποιητικής λειτουργίας. Στο δοκίμιό του «Η αγωνία του αμετουσίωτου» γράφει: «Ότι η ποίηση είναι “συμβάν” για τον ποιητή είναι αναντίρρητο, αλλά αναντίρρητο είναι και το πρόβλημά του και η αποτυχία του ως προς την καθολική βίωσή του». Κι αν λέγοντας «καθολική βίωση» εννοεί τη μέθεξη του ποιητικού βιώματος, τότε αρκεί ν’ αναλογιστούμε πόσο και τι αποδίδουν οι ποιητές στο ποίημα από τη στιγμή της σύλληψής του έως την τελική μορφοποίηση.
«Από το εξουθενωτικά απέραντο είναι του ο άνθρωπος βιώνει μόνο ένα μέρος του. Γι’ αυτό μπορεί και να σωπαίνει. Το άλλο το λέει.»15
Ο Βύρων Λεοντάρης λέγοντας αυτό το άλλο στην ποίησή του, υπερασπίζεται συγχρόνως αυτό που σωπαίνεται. Γι’ αυτό απορρίπτει τη «γλώσσα όταν μάς μιλάει», τη γλώσσα που κάνει «διακρίσεις, εντάξεις και διαχωρισμούς σε ιδέες και πράξεις και επισημαίνει συνέπειες και ασυνέπειες»16. Άλλωστε και ο χρόνος στην ποίηση δεν είναι ούτε μετρήσιμος ούτε μπορεί να ταξινομηθεί σε διακριτές ενότητες. «Υπάρχει μόνο αυτό το αυτοσπαρασσόμενο ασυνεπές παρόν, όπου δεν μετρούν συνέπειες και ασυνέπειες, ούτε σημαίνουν ώρες»17. Κι αυτό το «αυτοσπαρασσόμενο ασυνεπές παρόν» σαν μήτρα του ειπωμένου που φέρει οδυνηρά το «ανείπωτο» διατρέχει την ποίησή του, ιδιαίτερα τα τελευταία του ποιήματα, αρνούμενο να ενταχθεί, ν’ αναλυθεί και να ταξινομηθεί σε κάποια οικεία ποιητική ατμόσφαιρα. Αυτό ακριβώς το όριο της ποιητικής λειτουργίας φέρνει αντιμέτωπο τον ποιητή με το αδιέξοδό της να γίνει «καθολική βίωση» ή «ατελής συνείδηση».
Ποια θα είναι η αντίδραση στην αποκάλυψη ενός τέτοιου αδιεξόδου; Η συντριβή ή το άλμα; Μήπως και τα δύο;
«Με τον Καρυωτάκη η νεοελληνική ποίηση για πρώτη φορά συναντά το αδιέξοδό της»18 γράφει ο Β.Λ. ωστόσο το άλμα που πραγματοποίησε ο Καρυωτάκης, το «άξαφνο, το άμεσο και προπαντός το εξακολουθητικό» όπως με κριτική διαύγεια έγραψε ο Τέλλος Άγρας, «δεν είναι παρά το φτάσιμο του ποιητή “στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νού”»19.
Κι αν η συντριβή είναι δεδομένη, το άλμα πώς πραγματοποιείται; Αφού η ποίηση όσο κι αν είναι «άρνηση του συνειδητού και συντριβή της πρακτικής γλώσσας, ωστόσο δεν είναι ούτε επαναστατική πράξη ούτε η έκφρασή της [] Επαναστατική είναι μόνο η πράξη ως χαίνουσα πληγή· η ποίηση, έτσι κι αλλιώς, είναι έκκριμά της, ανήκει πάντα στον δεύτερο όρο της αντίφασής της»20.
«Έτσι μην περιμένεις η φωνή σου ν’ αλλοιώσει το μπετόν και
το γυαλί και το σιδερωμένο πρόσωπο»21.
Αν η ποίηση λοιπόν, δεν έχει τη δύναμη να γίνει επαναστατική πράξη και ν’ αλλάξει αν όχι τον κόσμο, τουλάχιστον τον ίδιο τον ποιητή, λυτρώνοντάς τον, τότε δεν είμαστε τα ποιήματά μας. Σαν τα κομμάτια ενός παζλ διασκορπισμένα από τις εσώτατες Συμπληγάδες, είμαστε περισσότερο το «ανείπωτο» στην ποίησή μας παρά το ειπωμένο, τα «Λόγια που σηκώθηκαν κι έφυγαν στη μέση μιας συνομιλίας / ανείπωτα»22
Διαρκής η συντριβή του ποιητή που συνειδητοποιεί το όριο της ποίησης σαν όριο ενός μυστηρίου που τελείται ερήμην του και οφείλει την απερίγραπτη δύναμή του ακριβώς στο ότι δεν αποσαφηνίζεται.
«Έτσι κι εγώ επιστρέφω στο ατέλεστο
Τα ανείπωτα μιλώ γράφω και γράφομαι»23
Γιατί η ποίηση δεν μπορεί να υιοθετήσει μεθόδους αποκωδικοποίησης της αλήθειας της. Δεν μπορεί να σταθεί έξω από το ποίημα για να το αναλύσει, δηλαδή να εκλογικεύσει το «άπιαστο εκείνο σκίρτημα»24 που είναι η ψυχή του. Η ουσία της βρίσκεται ή μάλλον μορφώνεται σ’ ένα μεταίχμιο λόγου ανάμεσα σε ό,τι μπορεί να εκφραστεί και σ’ αυτό που παραμένει ανέκφραστο, σε μια αμφισημία, εκεί όπου οι συντεταγμένες του «γνωστού» καταργούνται. Μπορεί οι λέξεις να είναι η πρώτη ύλη της, όμως αν οι λέξεις δεν εκταθούν έως ή και έξω από τα σημαινόμενά τους, έξω από τις συντεταγμένες που τις καθορίζουν -το νόημα, το ηχόχρωμα, τη δυναμική συνειρμών, τη διασύνδεση τους- τότε δεν μπορούν να εκπέμψουν το βαθύτατο ρίγος της ποίησης. Κι είναι εκεί ακριβώς που ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος μ’ ένα τείχος: τη Σιγή.
Όμως «Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει / από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής».25
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει «στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις / Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφάν το νόημά τους / Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε γι’ αυτές // Και δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει».26
Και αντίστροφα, υπάρχουν πράγματα που δεν μπορεί κανείς να ονομάσει; Όπως το «ανείπωτο» της ύπαρξής μας ή το «αμετουσίωτο» της ζωής; Αλλά ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο «αδιέξοδο» της ποίησης.
Επιστρέφοντας στους στίχους του Βύρωνα Λεοντάρη «μόνο με τους νεκρούς μιλώ και γι’ αυτούς γράφω. / Μόνο αυτοί μπορούν να με διαβάσουν» αναρωτιόμαστε γιατί με τους νεκρούς και κυρίως γιατί μόνο αυτοί μπορούν να τον διαβάσουν. Μήπως γιατί «κάθε τι το μεταφυσικό γίνεται στο θάνατο αλήθεια;»27 Και κάθε τι το μεταφυσικό εμπεριέχει μέσα του το σπέρμα του «ανείπωτου»; Μόνο οι νεκροί λοιπόν, επειδή βρίσκονται ήδη στην αντιπέρα όχθη, μπορούν να συνδέσουν αρχή και τέλος σαν το σπόρο που γυρνάει πίσω στη ρίζα του28 και να διαβάσουν το «ανείπωτο»; Ή μήπως οι «νεκροί» του Β.Λ. είναι όσοι χάνοντας κάθε ελπίδα δικαίωσης ή λύτρωσης, παρατηρούν τον κόσμο στο φρενήρη καθημερινό δούναι και λαβείν, ήδη από την άλλη όχθη, δηλαδή από μια απόσταση αγεφύρωτη; Αυτοί που έχοντας ζήσει τη «θηριωδία της ύπαρξης»29 φτάνουν εκεί όπου «εξαρθρώνονται οι λέξεις / θαμπώνουν τα νοήματα / και βουητό και σάλαγος το αίμα στις καρωτίδες / ψάχνοντας για εκβολές στο πνεύμα»30. Ωστόσο έχοντας καεί στην πυρά των ελπίδων τους έχουν τη δύναμη να λένε: «Κάθε πρωί εξαφανίζουνε τις στάχτες μας»31.
Ό,τι είμαστε πραγματικά, τις περισσότερες φορές πεθαίνει μέσα στην ασφυξία μιας έμμονης ανάγκης ή επιθυμίας ή αυταπάτης. Κι η ποίηση, αν και αποκαλύπτει αυτήν την αιχμαλωσία, λίγες φορές -ίσως και ποτέ- κινεί τον ισχυρό εσωτερικό μοχλό ώστε να μας λυτρώσει από αυτήν. Συχνά απονευρώνεται από την ματαιοδοξία του ποιητή, αφού «Πίσω από τις τελετουργίες των λέξεων σφάζονται ψυχές»32.
Έτσι οι «νεκροί» του Λεοντάρη συνειδητοποιούν ότι η πραγματική νίκη ακολουθεί τις περισσότερες φορές μετά από μια συντριπτική ήττα – με την έννοια της υπαρξιακής συντριβής. Τότε είναι που είτε κάνει κανείς το σωτήριο άλμα είτε συντρίβεται εντός του ανεπίστρεπτα. Γιατί το άλμα ή η συντριβή γίνεται πάντα με το ίδιο εμπόδιο: τον εαυτό μας. «Νεκροί» λοιπόν είναι κι όσοι διαβαίνουν την Αχερουσία της ψυχής τους γνωρίζοντας πως στην άλλη όχθη δεν τους περιμένει κανείς ή μάλλον τους περιμένει το «ατέλεστο» είναι τους. Είναι όσοι ρωτούν με οδύνη ή και τρόμο:
«Ένα ολόκληρο θάνατο πώς θα τον περάσουμε;»33
Ο Καρυωτάκης στον «Ονειροπόλο»34 δίνει τη δική του εκδοχή σ’ αυτή τη μετέωρη, αγωνιώδη, διαχρονικά αναπάντητη απορία, από την πλευρά κι εκείνος των «νεκρών». Περιγράφει ένα χορό μεταμφιεσμένων όπου «οι χορευτές έχασαν το λογαριασμό τους», τα βήματά τους κατά κάποιο τρόπο και «Ενώ έπρεπε να υπολογίσουν ακριβώς πόσα χρόνια είχαν υποχωρήσει προς το παρελθόν, για να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρουν την προσωπικότητά τους, έβλεπε κανείς πως είχαν γελαστεί. Ανεπανόρθωτα γελαστεί. Εκατό ολόκληρα χρόνια επροχώρησαν, χωρίς βέβαια να το υποπτευθούνε».35 Αυτοί που χορεύουν δεν είναι πια εκείνοι οι άνθρωποι που είχαν ξεκινήσει το χορό. Είναι οι σκελετοί τους μιας και ο χορός συνεχίζεται και μετά το θάνατό τους, εκεί όπου «ο Χρόνος δεν υπάρχει»36.
Ο θάνατος λοιπόν δεν είναι ένα στιγμιαίο συμβάν. Είναι μια οδός. Μια άγνωστη συντεταγμένη του χρόνου που δεν ανήκει ούτε στο «πρίν» ούτε στο «τώρα» ούτε στο «ερχόμενο». Σαν ένα μοιραίο λάθος που κάνει κανείς υπολογίζοντας το χρόνο.
Μπορούμε όμως να προχωρήσουμε μπροστά από το χρόνο; Κι αν ναι, τότε τι θα δούμε; Τη σιωπή ή το σβήσιμό μας; Ακόμη όμως κι αν φτάσουμε έως εκεί θα λυτρωθούμε; Ή μήπως κι αυτό το όριο ορθώνει ένα δικό του αδιέξοδο τετελεσμένων της ζωής; Γιατί «Σβήνεται αυτό το σβήσιμο, σβήνεται η απουσία; / Ποιό βλέμμα ποιό ουρλιαχτό μπορεί να ξύσει / το πετρωμένο αυτό παλίμψηστο του λέγειν / και του γράφειν [] και να βρεθώ εντός μου / άγραφος και ανείπωτος»37 εκεί όπου όλα μπορούν να ξαναγίνουν αλλιώς. Να διορθωθούν τα βήματα, οι υπολογισμοί και οι χορευτές να «μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρουν την προσωπικότητά τους».
Επιστρέφοντας στον Καρυωτάκη διαβάζουμε μια μικρή ιστορία κυριολεκτικά από την πλευρά του νεκρού: «Το Καύκαλο»38. Είναι ο νεκρός εδώ που βλέπει και θυμάται με πλήρη συνείδηση της πραγματικότητας κι όχι οι εν ζωή που συμπεριφέρονται ανέμελα «σα να μην ήταν το κρανίο ενός ανθρώπου όμοιου μ’ αυτούς»39. Έτσι ξαφνικά μας αντικρίζει κάποτε ο θάνατος μέσα από ένα καύκαλο σαν να μας αντικρίζει από μια «τραγικά προχωρημένη ημερομηνία»40, ξεριζώνοντας κάθε βεβαιότητα, χωρίς ωστόσο να είναι το οριστικό τέλος της οδυνηρής μας αυτογνωσίας, ο «τοίχος όπου τάχα θα μπορούσαμε / “να κρύψουμε το πρόσωπό μας”»41.
«Νεκροί» είναι λοιπόν κι αυτοί που εγκαταλείπουν την άμυνα μιας πλάγιας θέασης του επερχόμενου τέλους περπατώντας «στο χείλος του γκρεμού» και επιλέγουν ν’ αντικρύσουν «κατά μέτωπο τον γκρεμό». Ο δρόμος αυτός δεν έχει επιστροφή. Συνήθως αντικρίζει έτσι τον γκρεμό όποιος έχει χάσει την απόσταση ασφαλείας από αυτόν ή όποιος ήδη γκρεμίζεται. Σε αυτήν την κατάσταση δεν υφίστανται τα δεσμά του χρόνου, η προβλέψιμη συνέχεια του «πριν» και του «ερχόμενου», η νομοτέλεια αιτίας και αποτελέσματος.
Αν η πνοή της ποίησης όταν εκτείνεται στο μέλλον γίνεται προφητεία ενώ όταν σκάβει στο ήδη γνωστό -στο παρελθόν δηλαδή- γίνεται «ατελής συνείδηση», τότε η ποίηση μπορεί να γίνει η γέφυρα που θα συνδέει τις δύο αυτές πραγματικότητες. Όμως ο ποιητής που βλέπει τη ζωή από το χώρο των «νεκρών», μέσα από ένα διαρκές «αυτοσπαρασσόμενο, ασυνεπές παρόν», μέσα από μια «ημερομηνία τραγικά προχωρημένη», γνωρίζοντας πως το κρανίο, αυτή η «μπάλα της φρίκης»42 που τον κοιτάζει μέσα από το μέλλον, είναι αυτός ο ίδιος, χτίζει την ποίησή του σαν ένα «γεφύρι» που μπορεί να «προχωράει χωρίς να βρίσκει απέναντι όχθη»43.
Διαβάζοντας ξανά τα ποιήματα και τα δοκίμια του Βύρωνα Λεοντάρη ανακαλύπτω ένα τέτοιο «γεφύρι» πάνω από τα ορμητικά χιμαιρικά νερά της ζωής, που επειδή ακριβώς δεν φτάνει στην απέναντι όχθη, προσφέρει τόσα διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης και μαζί διαφορετικά επίπεδα αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας. Συγχρόνως διαπιστώνω μια συνειδητή συνέπεια ανάμεσα στα δοκίμια για την ποίηση και στην ίδια την ποίησή του, μια αξιοθαύμαστη συμφωνία λόγου και έργου θα έλεγα. Κι επίσης μια σθεναρά αδιαπραγμάτευτη υπεράσπιση του αμετουσίωτου, αυτού που δεν υπόκειται στην ανατομία της κριτικής ούτε στην «εξουσία της γλώσσας» όταν «μάς μιλάει». Γιατί «ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό», «αυτό το μυστικό που ήσουν και ήμουν»44.
Αν ποίηση είναι η άδηλη συνείδηση μιας πραγματικότητας που δεν μετουσιώνεται, αν είναι ένα ποτάμι φωνών που ξεγλιστράει από τη σκέψη μας καθώς πασχίζουμε ν’ αδράξουμε μια αστραπιαία λάμψη του, τότε ο ποιητής, σαν βασιλιάς χωρίς τον μύθο του, ζεί κι αναπνέει σ’ ένα ακρότατο όριο ύπαρξης. Εκεί υφίσταται διαρκώς την αμφισημία της αντίληψής του, τη διχοστασία των τοπικών και χρονικών προσδιορισμών. Κι όταν η κατάσταση αυτή εντείνεται υπερβολικά, τότε ο ποιητής έχει ανάγκη μια άλλη γλώσσα για να μιλήσει. «Να μιλήσει μέσα και έξω από το ποίημα. Όπως μέσα και έξω από τα πράγματα συντελείται κατ’ εξαίρεση η δική του αποξένωση»45. Έχει ανάγκη μια «αντιγλώσσα»46 για να σημάνει αυτήν την άλλη πραγματικότητα που αισθάνεται. (Ας μην ξεχνάμε την ομολογία του Κ. Καρυωτάκη: «Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο»).
Όμως πώς θα «διαβάσει» αυτήν την άλλη πραγματικότητα ο αναγνώστης; Θα νομίζει πως καταλαβαίνει, ενώ η ουσία του ποιήματος τού διαφεύγει; Θα απορρίψει επειδή ακριβώς δεν καταλαβαίνει; Ή μήπως θα ψηλαφήσει και το δικό του «άβατο», γλιστρώντας σε μια παράλληλη διαδρομή μέσω της ποίησης;
Πολλά μπορεί να πει κανείς χρησιμοποιώντας τη σαφήνεια των επιχειρημάτων της αναλυτικής σκέψης είτε εμπιστευόμενος το μεταίσθημά του.
Δεν θα επιχειρήσω ωστόσο ένα τέτοιο μονοσήμαντο επίλογο, τιμώντας τη μνήμη του Βύρωνα Λεοντάρη που υπερασπίστηκε ανυποχώρητα το αμετουσίωτο όριο του υπαρκτού, το «ανείπωτο». Επί πλέον επειδή πιστεύω πως η ίδια η ποίηση μάς δίνει τις απαντήσεις όταν σεβόμαστε τη μυστική πνοή της, αυτό το πανάρχαιο, ανεξιχνίαστο ρίγος που την διατρέχει. Κυρίως όμως γιατί δεν έχω φτάσει εκεί όπου εξαρθρώνονται οι σημασίες κι οι ήχοι, «στις ερημιές» των λέξεων δηλαδή, εκεί όπου «σου χυμούν ρεκάζοντας τέρατα / απαντήσεις / να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα»47.
Άλλωστε ο βαθύτερος πυρήνας της ποίησης -ιδιαίτερα της υπαρξιακής- για ν’ ανοιχτεί απαιτεί ένα άλμα και από τον ίδιο τον αναγνώστη. Γιατί
«Κλειστό είναι το ανοιχτό βιβλίο που κρατάς.
Αλλιώς θ’ ανοίξει.
[]
Και τότε είναι που θα διαβάσεις το κενό
– γιατί, ποιο άνοιγμα χωρίς κενό;
Έτσι κι όταν ανοίγω την ψυχή μου.
Για το κενό του ανοίγματος και μόνο.
Όλα τ’ άλλα είναι γνωστά. Σαν “ανοιχτό” βιβλίο».48
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ο.π. Βύρων Λεοντάρης, «Κείμενα για την Ποίηση», Εκδόσεις Νεφέλη.
2. ο.π.
3. Βύρων Λεοντάρης, «Έως», Εκδόσεις Νεφέλη.
4. Βύρων Λεοντάρης, «Κείμενα για την Ποίηση» (Το θεώρημα και το ολοκαύτωμα).
5. ο.π.
6. Άρθρουρ Καίστλερ, «Ο κομισσάριος και ο γιόγκι» (μετάφραση Αλέξανδρου Κοτζιά), Εκδόσεις «Κάκτος»
7. ο.π.
8. Βύρων Λεοντάρης, «Κείμενα για την Ποίηση»
9. Άρθρουρ Καίστλερ, «Το μηδέν και το Άπειρο» (μετάφραση Βασ. Λ. Καζαντζή), Εκδόσεις «Κάκτος».
10. ο.π.
11. Κώστας Στεργιόπουλος, «Περιδιαβάζοντας», Τόμος Δ (Η μαρτυρία της μορφής στην ποίηση του Καρυωτάκη), Εκδόσεις «Κέδρος».
12. ο.π.
13. Βύρων Λεοντάρης, «Κείμενα για την Ποίηση» (Περί Σκοπέλων).
14. ο.π.
15. Βύρων Λεοντάρης, «Κείμενα για την Ποίηση» (Η αγωνία του αμετουσίωτου).
16. ο.π.
17. ο.π.
18. «Κείμενα για την Ποίηση» (Θέσεις για τον Καρυωτάκη).
19. ο.π.
20. Βύρων Λεοντάρης, «Κείμενα για την Ποίηση» (Στον δεύτερο όρο της αντίφασης).
21. Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία» (Ποιήματα 1949-1976), Εκδόσεις «Ύψιλον».
22. Βύρων Λεοντάρης, «Εν γη αλμυρά», Εκδόσεις «Έρασμος».
23. ο.π.
24. Ο Κώστας Στεργιόπουλος αναλύοντας τον τρόπο που ο Καρυωτάκης διόρθωνε τα ποιήματά του αναφέρει: «Δεν τους αφαιρεί το άπιαστο εκείνο σκίρτημα, που είναι η ποιητική τους πνοή κι η παρθενική τους ψυχή».
«Περιδιαβάζοντας», Τόμος Δ (Η μαρτυρία της μορφής στην ποίηση του Καρυωτάκη).
25. Κ.Γ. Καρυωτάκη, «Αισιοδοξία».
«Άπαντα τα ευρισκόμενα», Τόμος Β (επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη), Εκδόσεις «Ερμής».
26. Βύρων Λεοντάρης, «Εν γη αλμυρά».
27. Άρθρουρ Καίστλερ, «Το μηδέν και το Άπειρο».
28. «Ο κύκλος έσπασε κι οι δυό άκρες του δεν σμίγουν / ο σπόρος δεν γυρίζει πια στη ρίζα του / [] / Όσο και να λυγίζω αυτή τη ζωή / δεν μπορώ πια να συνδέσω αρχή με τέλος». Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία».
29. Βύρων Λεοντάρης, «Ημών των Άλλων», περιοδικό «Σημειώσεις», Ιούνιος 2006.
30. ο.π.
31. Βύρων Λεοντάρης, «Εν γη αλμυρά».
32. ο.π.
33. ο.π.
34. Κ.Γ. Καρυωτάκη, «Άπαντα τα ευρισκόμενα», Τόμος Β.
35. ο.π.
36. ο.π.
37. Βύρων Λεοντάρης, «Ημών των Άλλων».
38. Κ.Γ. Καρυωτάκη, «Άπαντα τα ευρισκόμενα», Τόμος Β.
39. ο.π.
40. ο.π.
41. Βύρων Λεοντάρης, «Ημών των Άλλων».
42. Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Το Καύκαλο».
43. Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία».
44. Βύρων Λεοντάρης, «Εν γη αλμυρά».
45. Γιάννης Δάλλας, «Σύμμεικτα», Εκδόσεις Gutenberg.
46. Γράφει ο Γιάννης Δάλλας για τον Καρυωτάκη: «Άνθρωπος της κάστας, αλλά και έξω από την κάστα, παρεμβαίνει δραστικά με τη δική του αντιγλώσσα». («Ο Μεσοπόλεμος και ο Καρυωτάκης»).
47. Βύρων Λεοντάρης «Εν γη αλμυρά».
48. ο.π.
 https://tapoiitika.wordpress.com/%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82/%ce%b2%cf%85%cf%81%cf%89%ce%bd-%ce%bb%ce%b5%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%b7%cf%83-%cf%85%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b1%cf%83%cf%80%ce%af%ce%b6%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b1%cf%82-%cf%84%ce%bf-%ce%b1/?fbclid=IwAR18rDDKsGmQN1Nn_w9_v62vg68lDc25OzdF8kc7o7pkdkQMwCxYIiVL-TI

Δεν υπάρχουν σχόλια: