Ο σημαντικός κριτικός και μελετητής λογοτεχνίας Χάουαρντ Μπλουμ, στον «Δυτικό Κανόνα» του, που αποτελεί μια βίβλο για την παγκόσμια λογοτεχνία, λέει πως διαβάζοντας έχουμε όλοι μια κρυφή επιθυμία: να σμίξουμε με τη μεγαλοσύνη. Πρόκειται για μια «μύχια και επίπονη» διεργασία που αρκετές φορές δεν έχει να κάνει με την κριτική σκέψη.
Με αυτή τη σκέψη, από την αντίπερα όχθη αυτή τη φορά, αναρωτιέμαι γιατί συγγραφείς, ποιητές και μεταφραστές δουλεύουν πάνω σε λογοτεχνικά έργα που ήδη έχουν τύχει πολλών μελετών, μεταφράσεων, κριτικών αναλύσεων. Κρατώ στα χέρια μου μια σύνθεση από το εμβληματικό έργο του Τ.Σ. Ελιοτ «Η Ερημη Χώρα, Προύφροκ, Οι κούφιοι άνθρωποι», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη, με εισαγωγή, μετάφραση και επίμετρο του Γιάννη Αντιόχου. Σκέφτομαι ότι ο Αντιόχου είναι ένας γενναίος άνθρωπος.
Οταν υπάρχει η παρακαταθήκη της μετάφρασης του Γιώργου Σεφέρη -μια μετάφραση που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει αφομοιώσει στη σκέψη του, κάνοντας τον Ελιοτ αγαπημένο ποιητή του- θέλει κουράγιο για να ξαναπιάσεις το νήμα μιας καινούργιας αφήγησης για το ποιητικό έπος του μεγάλου Αμερικανού ποιητή.
Πριν από τον Αντιόχου, ο Κλείτος Κύρου είχε μεταφράσει τη «Ρημαγμένη Γη», ο Αριστοτέλης Νικολούδης, η Παυλίνα Παμπούδη είχαν μεταφράσει την «Ερημη Χώρα» και οπωσδήποτε αξιοσημείωτα είναι τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» από τον Χάρη Βλαβιανό, που έχει μπει βαθιά στο έργο του ποιητή. Σαφώς θα υπάρχουν και άλλες μεταφράσεις.
Ωστόσο η μετάφραση του Γ. Σεφέρη έμεινε ακλόνητα στην πρώτη θέση ως αξεπέραστη. Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο μεταφραστής της συγκεκριμένης έκδοσης είναι απολύτως ειλικρινής με τους αναγνώστες: «Η μετάφραση της “Ερημης Χώρας” ήταν κυρίως μια οφειλή προς τον εαυτό μου... Οταν διάβαζα το ποίημα, δεν καταλάβαινα καθαρά ή μάλλον δεν μπορούσα να ανασυνθέσω το θέμα του με δικά μου λόγια σε μια υποτιθέμενη διήγηση. Τούτο ήταν οδυνηρό για τις εικόνες που σαν πολλαπλά είδωλα επικάλυπταν τη γλώσσα του ποιητή και συσκότιζαν τη σύνθεση».
Ο συγγραφέας
Ποιος ήταν ο Τόμας Στερν Ελιοτ; Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888 γεννήθηκε στο Μιζούρι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Οι στάχτες του βρίσκονται στην εκκλησία Saint Michael στο East Cocker μαζί με μια επιγραφή: «In my beginning is my end, in my end is my beginning» (Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, στο τέλος μου είναι η αρχή μου).Η ανάγνωση του έργου του αποτελεί μια πραγματική πρόκληση για τους λάτρεις της ποίησης. Το ποίημα του Ελιοτ πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922. Απέκτησε την οικουμενικότητα που μέχρι σήμερα έχει γιατί περιγράφει ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης προερχόμενο από τις καταστροφικές συνέπειες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και από την προσωπική οδύνη του δημιουργού. Είχε σπουδάσει στο Χάρβαρντ, τη Σορβόνη και την Οξφόρδη, πριν μετακινηθεί στο Λονδίνο όπου ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή για τον φιλόσοφο F.H. Bradley.
Εξαιτίας του πολέμου δεν μπορούσε να επιστρέψει στις ΗΠΑ και να πάρει το δίπλωμά του. Αυτό του κόστισε πολύ. Ο γάμος του δεν ήταν ευτυχισμένος. Ακολούθησε η κατάρρευση.
Ο ίδιος, αργότερα, είπε πως έγραψε το ποίημα ως «απαλλαγή από την προσωπική ασήμαντη γκρίνια απέναντι στη ζωή. Απλά, ένα κομμάτι ρυθμικής γκρίνιας». Παρ’ όλα αυτά, το ποίημα ξεπερνά την προσωπική κατάσταση του Ελιοτ και αντιπροσωπεύει τη γενικότερη κρίση στον δυτικό πολιτισμό, κάνοντάς το απολύτως επίκαιρο σήμερα.
Ο Ελιοτ βραβεύτηκε το 1948 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η ανάγνωση και η εξερεύνηση του έργου του δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κατηγορήθηκε αρκετές φορές γι’ αυτό. Οφείλεται κυρίως στον τρόπο συνοχής των ποιημάτων, ο οποίος δεν βασίζεται σε λογική, αλλά περισσότερο σε ψυχολογική και συναισθηματική αλληλουχία των ιδεών και των εικόνων. Πολύτιμα ποιητικά θραύσματα.
Ο Γ. Σεφέρης τον υπερασπίζεται με πάθος λέγοντας: «Είπανε εναντίον του πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή, στέρφα και άνυδρη Ερημη Χώρα, μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αυτό θα ήταν αλήθεια αν ο Ελιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση, όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών».
Η αρχή της σταδιοδρομίας του Ελιοτ ως ποιητή χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα «Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ» (The Love Song of J. Alfred Prufrock) στο περιοδικό του Σικάγου «Poetry».
«Πάμε λοιπόν, εσύ κι εγώ,/ όταν απλώνεται τ’ απόβραδο στον ουρανό/ σαν τον ναρκωμένο ασθενή·/ πάμε, μέσ’ από γνώριμες έρημες οδούς,/ με ψιθυρισμούς σβηστούς/ νυχτών αγρύπνιας στης μιας βραδιάς τα φτηνά ξενοδοχεία/ και σ’ ασκούπιστα με πριονίδια κι όστρακα ταβερνεία:/ δρόμοι που ακολουθούν σαν ανιαρή διαφωνία/ προθέσεως με υποψία/ που σ’ οδηγούν σε μια ερώτηση συντριπτική…» (μτφ. Γιάννης Αντιόχου).
Ο Ελιοτ ήταν ένας από τους κύριους εκφραστές του κινήματος του μοντερνισμού μαζί με τον Πάουντ. Κύριο θέμα των μοντερνιστών ήταν η παρακμή του πολιτισμού και ο ισχυρισμός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να ολοκληρωθεί για να λυτρωθεί. Με αυτό το αίσθημα είναι ποτισμένη κάθε σελίδα της «Ερημης Χώρας».
Και θα έλεγε κανείς πως ο μεταφραστής της συγκεκριμένης έκδοσης -ειδικότερα στο εμπνευσμένο επίμετρο- περιπλανιέται σ’ αυτή την παράξενη, γεμάτη συμβολισμούς χώρα με τη ματιά ενός ανθρώπου που ψάχνει απαντήσεις για το σήμερα και τη σύγχρονη κοινωνία όπου ζούμε.
Η λύτρωση -εάν αυτή βρεθεί- είναι πάντα προσωπική διαδρομή του αναγνώστη. Τελειώνω το κείμενο αφήνοντας εδώ την προσωπική υπογραφή του Γιάννη Αντιόχου στον πιο διάσημο στίχο του Τόμας Σ. Ελιοτ από το ποίημα «Οι κούφιοι άνθρωποι»: «Ο,τι Σου εστίν/ Είναι η ζωή/ Ο,τι Σου εστίν/ Ετσι τελειώνει ο κόσμος/ Ετσι τελειώνει ο κόσμος/ Ετσι τελειώνει ο κόσμος/ Οχι με έναν κρότο αλλά μ’ ένα γογγυτό».
Σήμερα σκέφτομαι πως ναι, μπορεί να τελειώνει με ένα γογγυτό. Παλιότερα ίσως να τέλειωνε με έναν «λυγμό».
http://www.efsyn.gr/arthro/perpatontas-stin-erimi-hora?fbclid=IwAR2MpFrqu1TYMAfrHEcuaXV_niM3PGrYdnOIify7VnyhJhe7A56heltdcSA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου