- Διώνη Δημητριάδου
Είναι γεγονός ότι η οικογένεια αποτελεί
πεδίο πρόσφορο για συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την κρίση που
βιώνουμε ως συνολική κοινωνία· μικρογραφία της, άλλωστε, έχουμε
συνηθίσει να τη θεωρούμε. Μηχανισμός που αναπαράγει και τροφοδοτεί τα
κυρίαρχα κάθε φορά πρότυπα συντελώντας έτσι όχι μόνο στην ισχυροποίησή
τους, μέσω της δημιουργίας στερεοτύπων, αλλά και επιτυγχάνοντας με τον
καλύτερο τρόπο τη δική της σταθερή θέση στο κοινωνικό οικοδόμημα.
Εξουσιαστικός μηχανισμός με τη σειρά της μέσα στο ευρύτερο εξουσιαστικό
πλέγμα, αποδεικνύει συχνά με τη μέγιστη σαφήνεια τον τρόπο λειτουργίας
των μαζικών προτύπων.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν τρίζουν τα θεμέλιά
της, όταν η οικογενειακή κορνίζα αποκαθηλώνεται; Είναι τάχα η γενικότερη
κρίση που συμπαρασύρει τις ρίζες της ή μήπως από κάποιο σημείο και μετά
δεν μας καλύπτει η απλουστευτική αυτή θεώρηση; Η οικογενειακή δομή
ανατρέπεται (ιστορική αναγκαιότητα;), τάσεις αυτονόμησης αναπηδούν και
αναδεικνύονται νέες μορφές. Ο Δημήτρης Παπανικολάου, αναπληρωτής
καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στην Οξφόρδη, ανατέμνει το οικογενειακό
τοπίο μέσα από πληθώρα παραδειγμάτων που αντλεί από ταινίες, βιβλία,
θεατρικά έργα, συνεντεύξεις, κριτικές, δοκίμια. Η επιλογή σωστή, καθώς
όλα αυτά αποτελούν όχι μόνο εκφάνσεις της κουλτούρας μέσα στη δεδομένη
εποχή, αλλά ταυτόχρονα συνιστούν και την ορατή επιφάνεια σε όλο το
οικοδόμημα των μηχανισμών, που αργά και σταθερά αποδομούν το πρότυπο
«πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» τοποθετώντας στη θέση του μια
«οικογένεια-βραχυκύκλωμα». Πόσο στέρεα, λοιπόν, αποδεικνύονται τα
στερεότυπα; Αλλά και πώς χτίζονται τα καινούργια στη θέση των παλαιών;
Σ’ αυτά τα ερωτήματα απαντά το εκτενές βιβλίο-δοκίμιο του Παπανικολάου.
Το νέο μοντέλο οικογένειας μπορεί να είναι
συχνά παράδοξο, κυρίως στη συνείδηση όσων αδυνατούν να συλλάβουν το
αληθινό υπόστρωμα κάτω από μια επιφανειακή ακραία εικόνα που επιλέγουν
οι δημιουργοί (για παράδειγμα των ταινιών ή των θεατρικών έργων),
προκειμένου να δοθεί καλύτερα μέσα από αλληγορική γλώσσα το νέο σκηνικό
της οικογενειακής ζωής – η τέχνη, άλλωστε, πάντα διέθετε πολλά εργαλεία
πέρα από τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας. Ο Κυνόδοντας
του Λάνθιμου (στον οποίο αφιερώνει πολλές σελίδες ο συγγραφέας), για
παράδειγμα, έδωσε με την υπόρρητη σαφήνεια και τη weird κινηματογραφική
γλώσσα (στην πραγματικότητα αναιρώντας όσα γνωρίζαμε γι’ αυτήν) μια
οικογενειακή εκδοχή που φαινόταν να μην ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Η σταθερή κάμερα δεν παρακολουθούσε τις κινήσεις των
προσώπων, με αποτέλεσμα τα πλάνα να βγαίνουν μισά, τα σώματα των
ηθοποιών να είναι ακέφαλα συχνά (κυρίως στους εσωτερικούς χώρους).
Ταυτόχρονα η εκφορά της γλώσσας ακουγόταν παράξενη, σαν να καταργούσε τα
νοητά σημεία στίξης, να έκοβε τις λέξεις στις συλλαβές τους και να
πρότεινε έναν μηχανικό τρόπο ομιλίας. Μια απομυθοποιημένη εικόνα, που θα
κέρδιζε τον θεατή με το θέμα, το περιεχόμενο του λόγου και όχι την
εξωτερική επικάλυψη με όσα τεχνάσματα σκηνοθεσίας και υποκριτικής είχε
πλούσια στην κατοχή του ο κινηματογράφος του 21ου αιώνα. Όλη αυτή η
στημένη κινηματογραφική γραφή (γιατί καταργούσε την επινοημένη μαγεία
της μεγάλης οθόνης) θα μπορούσε να συνάδει απολύτως με το θέμα της
ταινίας, την οικογένεια, στα άδυτα της οποίας ο Λάνθιμος μαζί με τον
συνεργάτη του στο σενάριο, Ευθύμη Φιλίππου, ήθελαν να μας οδηγήσουν. Η
εσωτερική δυστοπία του πυρήνα του κοινωνικού ιστού, δηλαδή της
οικογένειας μέσα στην παθογένειά της, δεν χρειαζόταν κανέναν
κινηματογραφικό μύθο. Της αρκούσε η σκληρή και πεζή εικόνα, απαλλαγμένη
από κάθε φτιασίδωμα, δηλαδή η αλήθεια της, όπως την ήθελαν οι
σεναριογράφοι, αλλά και όπως την κατανοήσαμε μετά το πρώτο ξάφνιασμα.
Όσο η σκέψη μας και οι ιδεολογικές μας κατευθύνσεις αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός «σχήματος», μιας σχηματοποιημένης περιοριστικής μορφής, τόσο το «πρόβλημα οικογένεια» θα βραχυκυκλώνει περισσότερο και θα αδυνατεί να δώσει νέα μορφή στη θέση της κατακρημνιζόμενης.
Η οικογένεια στον Κυνόδοντα είναι
ένα κλειστό βραχυκυκλωμένο σύστημα σε τρία αλληλένδετα επίπεδα, το
συμβολικό, το εκπαιδευτικό/πειθαρχικό και το επίπεδο διαχείρισης των
σωμάτων των μελών της.
Μπορεί να αναλύει ο Παπανικολάου τα πολλά
δείγματα που αποτελούν τον κορμό του βιβλίου (θεατρικά της Αναγνωστάκη
και της Κιτσοπούλου, ταινίες του Κούτρα, του Τζουμέρκα, του Οικονομίδη,
τη γραφή του Κορτώ και του Δημητριάδη και τόσα άλλα), ωστόσο δεν
περιορίζει την έρευνά του μόνο στα χρόνια της κρίσης, αποφεύγοντας έτσι
μια επίσης απλουστευτική ερμηνευτική εκδοχή του θέματος. Δίνει, έτσι, το
δικαίωμα να κινηθεί η σκέψη σε ευρύτερους χώρους, να αποπειραθεί να
κουνήσει τα «ιερά» θεμέλια πιο δυνατά, να σκάψει βαθύτερα. Είναι, άραγε,
η οικογένεια η πρωταρχική εκ φύσεως κοινωνική κοιτίδα (ισχυρός θεμέλιος
λίθος που αποτρέπει τις αμφισβητήσεις του κύρους της αλλά και του ρόλου
της) ή είναι και αυτή ένα συμβατικό «κτίσμα» (με όλα τα επακόλουθα ενός
τέλους της συμφωνίας), προκειμένου ακριβώς να επιτελέσει τον ρόλο της
στις δομές μιας έτσι κι αλλιώς συμβατής και συμφωνημένης κοινωνικής
συμβίωσης; Ένα σύστημα σε απορρύθμιση (αναμενόμενη) και τίποτε άλλο;
Όπως όλα τα στοιχεία που καταδεικνύουν την έμφυλη κοινωνική δομή (τρανό
παράδειγμα εδώ η γραμματική που καταγράφει αλλά και ρυθμίζει περαιτέρω
την κατίσχυση του αρσενικού), έτσι και η «αρσενική» στη δομή της
οικογένεια δυσκολεύεται να δεχθεί τις αποκλίσεις (κάποτε περιόριζε τα
θηλυκά της μέλη, τώρα περισσότερο εστιάζεται η αδυναμία της στο να
δεχθεί τις υπερβάσεις και των δύο φύλων), τρέμει εκ θεμελίων, όταν η
κρίση της αποτυπώνεται στον λόγο και την τέχνη. Η άποψη του Παπανικολάου
για μια καινούργια «αντικανονιστική οικογενειακότητα» αναδεικνύεται ως η
τολμηρή μεν, αλλά απολύτως ενδιαφέρουσα θέση του βιβλίου.
Ο ελληνικός οίκος ανοίγεται προς τον δήμο,
το οικογενειακό γίνεται πλέον δημόσιο, τα κρυμμένα του μυστικά πλέον
ανακοινώνονται, και οι διάφωνες και διαφορετικές σεξουαλικότητες που
ενυπήρχαν εντός του δεν κρύβονται πια. (Πρόκειται για την επιτυχή απόδοση της φράσης: «The oikosis coming out of the closet» του Michael Herzfeld.)
Χρησιμοποιώντας πολλά στοιχεία της queer
θεωρίας, υποστηρίζει πως τώρα πλέον η παραδοσιακή οικογένεια αρχίζει να
αποδέχεται τη διαφορετικότητα των μελών της ως προς το ντύσιμό τους, τη
συμπεριφορά τους και την έκφραση της σεξουαλικότητάς τους, καθώς και
την αμφισβήτησή τους απέναντι στους αυστηρούς (κοινωνικά
κατασκευασμένους) ρόλους των φύλων. Ίσως δεν έχει άλλη επιλογή· σ’ αυτό
βοηθάει αναπόφευκτα και η κρίση, δεν θα λέγαμε όμως πως ευθύνεται στη
δημιουργία του προβλήματος της δυσλειτουργίας της· αυτό αποδεικνύεται
μάλλον εγγενές.
Το «Κάτι τρέχει» του τίτλου έρχεται να μας
θυμίσει το «Τι τρέχει;» του εμβληματικού «Μπάλου» του Σαββόπουλου, που
μας συγκλόνισε τότε στα χρόνια της χούντας. Οπωσδήποτε «κάτι τρέχει» με
την οικογένεια. Αυτό επιχειρεί να αποσαφηνίσει το βιβλίο του
Παπανικολάου. Στην ουσία αναδιατάσσει το παρελθόν (χρησιμοποιεί τον όρο
«αναταραχή αρχείου»), το «ξαναδιαβάζει» αλλά με την εμπειρία του
παρόντος και το επαναπροσδιορίζει.
[…] να μη δεις το ιστορικό παρελθόν (αυτό
που η παραδοσιακή ιστορική αφήγηση έχει πακτώσει ως εθνική ιστορία) ως
την αιτία και το υπόστρωμα ενός παρόντος σε πρόβλημα, αλλά να ξεκινήσεις
από το τώρα και την εμπειρία του και να ανασυντάξεις αλλιώς τις
πληροφορίες και τα αποσπάσματα του παρελθόντος.
Κάτω
από αυτό το πρίσμα, όμως, όλο το οικοδόμημα της παραδοσιακής
οικογένειας απειλείται με κατάρρευση όχι ως επακόλουθο της πολύπλευρης
σημερινής κρίσης, αλλά ως αναμενόμενο γεγονός μιας εξαρχής εσφαλμένης
κατασκευής, ενός σχεδιαστικού μοντέλου, του οποίου τα θεωρητικά
στηρίγματα ήταν σαθρά. Όσο η σκέψη μας και οι ιδεολογικές μας
κατευθύνσεις αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από την αναγκαιότητα ύπαρξης
ενός «σχήματος», μιας σχηματοποιημένης περιοριστικής μορφής, τόσο το
«πρόβλημα οικογένεια» θα βραχυκυκλώνει περισσότερο και θα αδυνατεί να
δώσει νέα μορφή στη θέση της κατακρημνιζόμενης.
Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης
Δημήτρης Παπανικολάου
Εκδόσεις Πατάκη
448 σελ.
https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/10937-kati-trexi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου