Γεννήθηκε στον Μόλυβο της Λέσβου το
1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας.
Προερχόταν από οικογένεια ναυτικών. Το 1930 η οικογένειά του
εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε τη Νομική Σχολή του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και εργάστηκε ως δικηγόρος.
Ενώ ήταν φοιτητής, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής συμμετείχε στη συντακτική ομάδα του φοιτητικού περιοδικού «Ξεκίνημα» με το ψευδώνυμο Νικόλας Νάρβας (15 Φεβρουαρίου – 15 Οκτωβρίου 1944, αρχισυντάκτης ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης), ενώ ήταν και αρχισυντάκτης (1943-1944) του περιοδικού «Λεύτερα Νιάτα» που εξέδιδε η ΕΠΟΝ. Την περίοδο Μαρτίου – Ιουνίου 1945 σε συνεργασία με τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Γιώργο Καφταντζή εξέδωσαν το περιοδικό «Φοιτητής».
Το πρώτο έργο που παρουσίασε ήταν το ποίημα «Έτσι είναι πάντα», στο «Ξεκίνημα» (τεύχος 1, 15 Φεβρουαρίου 1944). Λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων στάλθηκε εξορία στον Άη Στράτη και στη Μακρόνησο την περίοδο 1947-1950. Την περίοδο 1962-1964 ήταν μέλος του δ.σ. του συλλόγου «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης. Κατά τις περιόδους 1974-1977 και 1981-1984 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Έγινε και πρόεδρος του δ.σ. του ΚΘΒΕ την περίοδο 1984-1986.
Δημοσίευσε μελέτες και κριτικές γύρω από τη λογοτεχνία στα περιοδικά «Καινούρια Εποχή», «Νέα Εστία», «Ο Πολίτης», «Αντί», «Ελεύθερα Γράμματα», «Η συνέχεια», «Ο παρατηρητής» και στην εφημερίδα «Καθημερινή». Επίσης στα περιοδικά «Κριτική» και «Νέα Πορεία», όπυ υπέγραφε με το ψευδώνυμο Βασίλης Νησιώτης.
Από τον Δήμο Θεσσαλονίκης του απονεμήθηκε το 1951 το Βραβείο Ποίησης. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το 1982 συμμετέσχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης, που διοργανώθηκε στην πόλη Struga της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Το 1983 συμμετέσχε στο Διεθνές Συνέδριο Ποίησης του Βελιγραδίου ως τακτικός σύνεδρος και εισηγητής. Ήταν μέλος των επιτροπών του ποιητικού διαγωνισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960) και του θεατρικού διαγωνισμού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964). Ακόμη υπήρξε μέλος της οργανωτικής επιτροπής του θεσμού «Βαλκανικό Θέατρο» (1980) και της επιτροπής μελέτης και αναθεώρησης των ελληνικών κρατικών σκηνών.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, σουηδικά, πολωνικά κ.λπ.).
Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. Είναι ο συντάκτης της πρώτης μελέτης εφαρμοσμένου κριτικού λόγου για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης (Η συνείδηση του ελληνικού μύθου)» το 1961.
Πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Αυγούστου 2008, σε ηλικία 85 ετών.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Δίχως κιβωτό (1951)
Πράγματα (1957)
Πράγματα 2 – Αριθμοί (1962)
Εκατόνησος (1971)
Ελεεινόν Θέατρον… (1980)
Σχιστολιθικά (1974-1979)
Γύρος στην ποίηση (1966, δοκίμια)
7 δοκίμια για την ποίηση (1979)
Τα δοκίμια 1957-1983 (1990)
Με χιλιάδες κουδουνάκια στ’ ανεμισμένα παρδαλά φουστάνια σου
Μοσκοβολάς χωράφι και φιλί
Και σε περνούν στις χαίτες τους χαράματα στην πόλη
’Άλογα γοργά ζεμένα σε γλυκοτριζάτες σούστες.
Χείμαρρε από μήλα που αλογάριαστα κατρακυλάς
Στους παχνισμένους δρόμους
Ανάμεσα στα χρυσά κρόσσια της αυγής
Και στις ξυπόλητες πατούσες των παιδιών
Γερό το χέρι να ’ναι πάντα
Ζωή για να σ’ αδράχνει
Καθώς η χούφτα τ’ ανυπότακτο βυζί.
Είσαι το βούισμα του ίσκιου μου που σέρνεται μεσάνυχτα
Πλάι σ’ αυτές τις θεόκουφες ράχες των σπιθών
Το κουρέλι είσαι της χίμαιρας που το κρατώ στα χέρια μου
Χωρίς να το βλέπω.
Είσαι τα εκατομμύρια φιλήματα μιας θάλασσας χειλιών
Ογρής πυρωμένης
Που φλοισβίζει στο μάγουλό μου το σκαμμένο.
Εσένα φωνάζουν είκοσι χρόνια τώρα
Κάτι αμολόγητοι στίχοι που ανεμίζουν τεντωμένοι στης φλέβας το σκοινί
Και σε γυρεύουν σ’ όλα τα παραθύρια της άνοιξης
Σ’ όλες τις καταιγίδες
Σ’ όλα των προγόνων τ’ αγκαλιάσματα
Να ’ρθεις να σαρκώσεις τον ίσκιο μου
Για να ’σαι ο ίδιος ο εαυτός μου
Κι όταν εσύ πεθάνεις να πεθάνω.
Σαν τη νοτιά μεσάνυχτα του Αυγούστου
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.
Έρχεσαι χορεύοντας
Πάνω στα γυμνά στιλέτα του πάθους σου
Ξεντύνεσαι τους ίσκιους
Κι ολόγυμνη σαν το κύμα ζυγώνεις
Αλαφροτρέμοντας.
Έρχεσαι! Έρχεσαι!
Όμως εγώ είμ’ ένα πνεμάτι αράχνης στη μασχάλη του φθινοπώρου
Που δε μπορεί ν’ αγγίξει ο ερχομός σου
Αν και περνάς από μέσα μου γλυκοσφυρίζοντας
Αν και τα μάτια σου παρακαλάνε
Χαμηλώνοντας κατά τη μαλακιά δοξαριά του δέρματός σου
Αν και κάθε αυγή
Δένω τις σπασμένες κλωστές μου
Και περιμένω να ξανάρθεις και να ξαναφύγεις
Σαν τη νοτιά
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.
Και με τα σκουλαρίκια της τα κρυσταλλένια
Με τα γοργά της βήματα που ξυπνάνε τις ελπίδες
Με τη γαλάζια κραυγή της
Γιατί δεν πρέπει τώρα να φωνάξω
Κι εσύ δεν πρέπει τίποτα να ψιθυρίσεις
Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί για την ερημιά των ματιών σου
Όπου παγώνει ασάλευτη το σχήμα της η απελπισία
Για το νεκρό σου δέρμα για τα νεκρά μαλλιά σου
Για του κρεβατιού σου τα τέσσερα σίδερα
Γι’ αυτά τα νιάτα που κρέμονται στον ίσκιο σαν τ’ άδεια ρούχα
εκείνων που πέθαναν
Γι’ αυτόν τον απερίγραπτο χειμώνα.
Έφυγες και τίποτα δε χάθηκε μαζί σου
Στα χέρια μου κρατώ και την ελπίδα και τη μνήμη σου
Το αίμα μου περνάει μεσ’ από σένα
Μοίρασα τον ίσκιο μου με σένα
Τίποτα δε μου λείπει· γιατί τίποτα δε χάθηκε μαζί σου.
Πως μπορούμε να κινήσουμε από δω
Όπου μασούμε τον ήλιο με τα δόντια μας
Και διώχνουμε το φως απ’ τα δωμάτιά μας ως να μας λησμονήσει.
Εδώ τα ξέρουμε και τα μισούμε όλα
Σαν τις χαρακιές του προσώπου μας
Και σαν τους τάφους τους οικογενειακούς
Όλο πικρή σοφία
Σαν την πανάρχαιη Καλημέρα
Χάρτινο χαμόγελο και προδοσία κι επιμονή.
Άσε με να πιστεύω
Πως πέρ’ από το σύρμα του ορίζοντα
Δε θα μας αγαπούν μήτε θα μας αρνιούνται,
Να πιστεύω
Πως υπάρχει αλλού ένα δέντρο
Άξιο για τα νεύρα του κεραυνού
Ένα μαχαίρι που δε γνώρισε σπλάχνα
Κι ένα ποτήρι μ’ απρόσιτα χείλη
Να πιούμε!
Εδώ και τ’ απόσταγμα κάθε χαρούμενης ώρας σου
Εδώ τραβιέται και μαυρίζει το πρόσωπο του Μάη
Τάξε
Θα το βρεις μες στα κουφά νερά.
Αν θυμηθείς, έλα στις στέρφες όχθες τους που δε σε περιμένουν·
Εδώ, κάτω απ’ τις φυλλωσιές της λάσπης με κάτι κατάστιχτα
Σκισμένα λείψανα
Θα στήσεις πάλι τον πιο παλιό ουρανό σου
Τον πιο γλυκό.
Άλλα ποτάμια τυλιγμένα σ’ ασημένιες γούνες
Κλέβουν τα όνειρά σου
Άλλα ποτάμια κλέβουν τα όνειρά σου
Κι εδώ καθίζει το αίμα σου αχρηστεμένο
Δίχως καμιά περιττή φωνή.
Ακάθαρτο νεύρο!
Πότε βουερό πότε παράλυτο
Αδιάφορο κερδίζεις τους αιώνες
Μαγνήτη άγγελε σε κάθε τέρμα.
Τώρα μ’ ένα πρόσωπο τόσο κάθετο
Τόσο γυμνό από έλεος και υποταγή
Ακούω τ’ ανάβρυσμά σου μέσα στο πιο διάφανο κρύσταλλο
Πάω να πιάσω τ’ άσπρο μήνυμα καθ’ ελπίδας
Σ’ ακούω να ξυπνάς και να φτάνεις.
Τα πλήθη τ’ απατούν και τα προδίνουν
Το σύμβολο του αυτόχειρα νύχτα πατά στις στέγες σα σειρήνα
Και δείχνει το δρόμο στους απελπισμένους.
Τόσο παλιά όλ’ αυτή η ιστορία μιας αναπότρεπτης ατυχίας
Κι όμως πάλι την ακούς
Σα μια φωνή ραγισμένη που έρχεται από πολύ μακριά.
Μόνος σ’ αυτό τον κάβο της σιωπής
Μακριά απ’ τον αιώνα και το σώμα μου
Πέρα απ’ τη νεκρή πληγή που άνοιξα στον χάρτινο ουρανό
Σε βρίσκω θλίψη μου
Παντέρημο απολίθωμα τόσης περασμένης δυστυχίας
Πικρή αιωνιότητα
Να χάνεσαι στο μέλλον μαζί μου.
Ακίνητος
Τέλειος σαν κύκλος: απελπίζει
Απρόσιτη απόλαψη για μένα που τον βλέπω
Μες από ένα ύφασμα
Όπου καθίζει η στέρηση κι η φρίκη.
Και στο βάθος αόριστα
Να περνάς ανάγλυφο κατ’ απ’ το χνούδι τ’ ουρανού
Σαν αιφνίδια ταραχή πίσω απ’ τις κουρτίνες
Σώμα αγαπημένο
Πιο μακρινό πιο ανύπαρχτο απ’ τ’ απόγεμα που σβήνει.
Δίχως σκοπό δίχως καπνό δίχως στέγη
Μέσα στους δρόμους να γυρνούμε διαλυμένοι
Και τα κλειστά παράθυρα τα φωτισμένα
Να κοσκινίζουν θαλπωρές τόσο κοντά
Και τόσο αφάνταστα μακριά μας.
θυμήσου τα ξένα δωμάτια που κοιμηθήκαμε
-Ήταν όλα τόσο ξένα!
Χιλιάδες άγνωστοι πριν από μας
Είχαν αφήσει μέσα τους μια αίσθηση δρόμου
Τις απόμαχες πόρνες μπρος σ’ ένα τζιν φτηνό θυμήσου
Ν’ ανοίγουν κάτω από τα πόδια μας χάη ερημιάς.
θυμήσου φίλε το κορίτσι που μας ήρθε απ’ την πατρίδα
Κάποτε τόσο ελεύθερο
Με ιδανικά με κοσμοθεωρία με αέρα
Αχ το κορίτσι που μας ήρθε απ’ την πατρίδα
Μέσα στα σκέλη του αθλητή
Στο Ξενοδοχείο των Ρόδων να εξοκείλει.
θυμήσου αυτά τα πράγματα κι αυτά τα πρόσωπα μιας παρακμής
θυμήσου μια ζωή που αγάπησες και μίσησες
Μαζί μου.
Πάλι βροχή
Σ’ αυτό το λυπημένο σταυροδρόμι των ανέμων
Οι ελπίδες φεύγουν σα βρεγμένα σύννεφα
Κι η νιότη μας μια παγωμένη σκόνη πια.
Γυρίζει ο καιρός γυρίζει
Ένα κουβάρι άνεμοι χορεύουν μεθυσμένοι στην αντένα
Και μας ξεκουφαίνουν.
Πάλι μπορεί να πέσει μπορεί να πέσουμε κι εμείς
—Μ’ όλο το αίμα μου θα βάψω τ’ άσπρο φουστάνι που φορείς.
Τα πλευρά μας άνοιξαν οι βροχές μας δέρνουν
—Απάνεμοι κύκλοι πηγαδιού σε φέρνουν και σε παίρνουν.
Απλό μαχαίρι τ’ ουρανού
Ρίχνει τη στέγη μας.
Ρίξε το πρόσωπο στα χέρια
Τίποτα πια δε μένει.
Όμως μην κλάψεις:
Θα ’ναι πάρα πολύ.
Μήτε ψωμί μήτε φίλους.
Διάβηκε η ζωή μες απ’ τα χέρια μας
Και μας τα πήρε.
Δεν ξέρω αν είμαστε οι πιο δυνατοί οι πιο περήφανοι
Οι πιο αγνοί
Και μείναμε σαν δέντρα η σαν κάμποι
Στην ερημιά
Πιστοί στον εαυτό μας, οι τελευταίοι μιας εποχής…
—Ποιος τα ρωτάει αυτά;
Κι άλλωστε τι ακριβώς ήταν αυτός ο εαυτός μας
Έτσι μοιρασμένος σε σκοπούς και σχέδια αντιφατικά;
Σαν όλους τους νικημένους κουρασμένοι και κουραστικοί
Βέβαιοι για τη μάταιην ιστορία μας
Που διάβηκε παράξενα, απλώς παράξενα
Σα γέροι πελαργοί θα μείνουμε κρυφά στα βαλτοτόπια
Κοιτάζοντας για τελευταία φορά στον ουρανό, της νιότης μας τους
παγωμένους δρόμους
Μόνοι μ’ έναν θάνατο που κανείς τη θλίψη του δε θα τη μάθει.
Ήχοι συρτοί «χαμαί πέσαι… Φοίβος… απέσβετο»
Σαν καταχνιά παγώνουνε τα γόνατά μας.
Ας μη βλέπω πια τη χλόη που ήρεμη ανασαίνει μες στους
κάμπους
Μήτε τα πρόσωπα των γυναικών με το φανταστικό τους βάθος
Μήτε τη ζωή με τις μεταρρυθμίσεις.
Ξέρω τώρα την καταγωγή των θλιμμένων πηγών
Γιατί κλαίει η τόλμη μπρος σε μιαν απόσταση δίχως όνομα
Γιατί πέρα από κάθε ύψος αρχίζει νέο ύψος νέα απελπισία.
Οι παλιές ελπίδες: άσπρες φυλακές
Ελεύθερος πια δεν ελπίζω.
Πίσω απ’ την αιώνια τη χαρούμενη αυταπάτη των επιφανειών
Ο δίδυμος Αδάμ σηκώνει τα μεσάνυχτα ανεμόσκαλες
Γυρεύοντας χαμένους πλανήτες, την ουσία του κόσμου
Που σωπαίνει σα φεγγαρίσιο φέγγος
Μες σε πηγάδια μυστικά.
Νικητής και νικημένος σταματώ: Δεν υπάρχει τίποτα πιο πέρα η αύριο
Απ’ αυτόν το δρόμο που γυρνάει στην αρχή του
Περνώντας από τη ζωή στο θάνατο ολοένα
Με θρήνο και με σιωπή παγωμένος η καμένος
Ζώνοντας μ’ άπειρο ρίγος τους αιώνες
Γεμάτος παράξενους οδοιπόρους.
…Πάνω σε πεδιάδες απ’ ασβέστη με το σχέδιο μιας νέας θλίψης μέσα μου
Όμοιος με μια σταλιά καφέ
’Αδιάκοπα απλώνω.
Φορούμε χιτώνια που άνθρωποι καλοί μας δώσανε στο δρόμο.
Δεν τραγουδάμε, δεν ονειρευόμαστε, δεν κοιτάζουμε πίσω·
περπατούμε.
Τα βράδια στην περίμετρο της πόλης
ενθ’ αμαυρούται και σιγά η ζωή,
πάνω στα χέρια μας περνούμε γυμνό
μιας φρίκης σταθερής το σώμα
που τ’ αντέχουμε μόνο εμείς.
Με αριθμούς διαλύουμε τη μαγεία της νιότης
του έρωτα τη μαγεία.
Μες στο σκληρό μυαλό μας σηκώνουμε
το είδωλο τού κόσμου αληθινό.
Φως πραγμάτων περιρρέει τη ζωή μας που αποσύρθηκε
όταν η αρετή σκοτώθηκε κι απ’ το καλό κι απ’ το κακό.
τμήματα σπιτιών και δρόμων,
ακούω φωνές, αποσπάσματα ομιλιών,
στίγματα που αναζητά η αίσθησή μου, απαθή·
αθανασία ασήμαντη πραγμάτων χωρίς μνήμη
που δεν περνούν, καθώς εμείς οι άνθρωποι περνούμε.
Στέκομαι και βλέπω απ’ το παράθυρο…
Πόσο πουλάνε τα μαντίλια στο λιμάνι;
Μαντίλια γι’ αποχαιρετισμούς που φεύγουν
απ’ τα χέρια σαν πουλιά
σαν άνθρωποι που γίνανε πουλιά και μας γυρεύουν
άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια και μείς δεν τους αποζητούμε·
άνθρωποι μαντίλια άνθρωποι.
χάνουμε κάτι
δίνουμε και παίρνουμε τις ίδιες μαχαιριές.
Όμοια τα στίγματα στα πρόσωπά μας.
Αλήθεια,
θα μπορούσε να ’μαστέ φίλοι, θα μπορούσε…
Αν σε μιαν ελάχιστη στιγμή
μαύρο ξαφνικό λεπίδι δε χώριζε τη συντροφιά μας
στα δυο·
εγώ απ’ εδώ, σ’ ενός έρημου κύκλου τη μέση
τρομαγμένος
χαμένος
απελπισμένος
κλαίοντας γοερά πάνω σε νεκρούς που δεν ξέρετε
ή που σκοτώσατε οι ίδιοι•
και σεις εκείθε ανέπαφοι, αφάνταστα μακριά μου.
Δεν ήρθαμε
Δε θα φύγουμε μαζί.
https://whenpoetryspeaks.blog/2018/10/23/%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%bf%cf%83-%ce%ba-%ce%b8%ce%b1%cf%83%ce%b9%cf%84%ce%b7%cf%83/?fbclid=IwAR2UmBYU0AiBa2GUQE8Xdx6MPCWkPa00HA3Jlipgh68LJx9YhKibQya5Lzs
Ενώ ήταν φοιτητής, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής συμμετείχε στη συντακτική ομάδα του φοιτητικού περιοδικού «Ξεκίνημα» με το ψευδώνυμο Νικόλας Νάρβας (15 Φεβρουαρίου – 15 Οκτωβρίου 1944, αρχισυντάκτης ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης), ενώ ήταν και αρχισυντάκτης (1943-1944) του περιοδικού «Λεύτερα Νιάτα» που εξέδιδε η ΕΠΟΝ. Την περίοδο Μαρτίου – Ιουνίου 1945 σε συνεργασία με τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Γιώργο Καφταντζή εξέδωσαν το περιοδικό «Φοιτητής».
Το πρώτο έργο που παρουσίασε ήταν το ποίημα «Έτσι είναι πάντα», στο «Ξεκίνημα» (τεύχος 1, 15 Φεβρουαρίου 1944). Λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων στάλθηκε εξορία στον Άη Στράτη και στη Μακρόνησο την περίοδο 1947-1950. Την περίοδο 1962-1964 ήταν μέλος του δ.σ. του συλλόγου «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης. Κατά τις περιόδους 1974-1977 και 1981-1984 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Έγινε και πρόεδρος του δ.σ. του ΚΘΒΕ την περίοδο 1984-1986.
Δημοσίευσε μελέτες και κριτικές γύρω από τη λογοτεχνία στα περιοδικά «Καινούρια Εποχή», «Νέα Εστία», «Ο Πολίτης», «Αντί», «Ελεύθερα Γράμματα», «Η συνέχεια», «Ο παρατηρητής» και στην εφημερίδα «Καθημερινή». Επίσης στα περιοδικά «Κριτική» και «Νέα Πορεία», όπυ υπέγραφε με το ψευδώνυμο Βασίλης Νησιώτης.
Από τον Δήμο Θεσσαλονίκης του απονεμήθηκε το 1951 το Βραβείο Ποίησης. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το 1982 συμμετέσχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης, που διοργανώθηκε στην πόλη Struga της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Το 1983 συμμετέσχε στο Διεθνές Συνέδριο Ποίησης του Βελιγραδίου ως τακτικός σύνεδρος και εισηγητής. Ήταν μέλος των επιτροπών του ποιητικού διαγωνισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960) και του θεατρικού διαγωνισμού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964). Ακόμη υπήρξε μέλος της οργανωτικής επιτροπής του θεσμού «Βαλκανικό Θέατρο» (1980) και της επιτροπής μελέτης και αναθεώρησης των ελληνικών κρατικών σκηνών.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, σουηδικά, πολωνικά κ.λπ.).
Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. Είναι ο συντάκτης της πρώτης μελέτης εφαρμοσμένου κριτικού λόγου για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης (Η συνείδηση του ελληνικού μύθου)» το 1961.
Πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Αυγούστου 2008, σε ηλικία 85 ετών.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Δίχως κιβωτό (1951)
Πράγματα (1957)
Πράγματα 2 – Αριθμοί (1962)
Εκατόνησος (1971)
Ελεεινόν Θέατρον… (1980)
Σχιστολιθικά (1974-1979)
Γύρος στην ποίηση (1966, δοκίμια)
7 δοκίμια για την ποίηση (1979)
Τα δοκίμια 1957-1983 (1990)
ΔΙΧΩΣ ΚΙΒΩΤΟ (1945-1949)
ΠΡΩΙΝΟ
Γύφτισσα ζωήΜε χιλιάδες κουδουνάκια στ’ ανεμισμένα παρδαλά φουστάνια σου
Μοσκοβολάς χωράφι και φιλί
Και σε περνούν στις χαίτες τους χαράματα στην πόλη
’Άλογα γοργά ζεμένα σε γλυκοτριζάτες σούστες.
Χείμαρρε από μήλα που αλογάριαστα κατρακυλάς
Στους παχνισμένους δρόμους
Ανάμεσα στα χρυσά κρόσσια της αυγής
Και στις ξυπόλητες πατούσες των παιδιών
Γερό το χέρι να ’ναι πάντα
Ζωή για να σ’ αδράχνει
Καθώς η χούφτα τ’ ανυπότακτο βυζί.
ΕΦΗΒΙΚΟ
Είσαι το σχήμα ανάμεσα στη νύχτα και στον άνεμοΕίσαι το βούισμα του ίσκιου μου που σέρνεται μεσάνυχτα
Πλάι σ’ αυτές τις θεόκουφες ράχες των σπιθών
Το κουρέλι είσαι της χίμαιρας που το κρατώ στα χέρια μου
Χωρίς να το βλέπω.
Είσαι τα εκατομμύρια φιλήματα μιας θάλασσας χειλιών
Ογρής πυρωμένης
Που φλοισβίζει στο μάγουλό μου το σκαμμένο.
Εσένα φωνάζουν είκοσι χρόνια τώρα
Κάτι αμολόγητοι στίχοι που ανεμίζουν τεντωμένοι στης φλέβας το σκοινί
Και σε γυρεύουν σ’ όλα τα παραθύρια της άνοιξης
Σ’ όλες τις καταιγίδες
Σ’ όλα των προγόνων τ’ αγκαλιάσματα
Να ’ρθεις να σαρκώσεις τον ίσκιο μου
Για να ’σαι ο ίδιος ο εαυτός μου
Κι όταν εσύ πεθάνεις να πεθάνω.
ΓΥΝΑΙΚΑ
’Έρχεσαι δυνατή ζεστή αγαπημένηΣαν τη νοτιά μεσάνυχτα του Αυγούστου
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.
Έρχεσαι χορεύοντας
Πάνω στα γυμνά στιλέτα του πάθους σου
Ξεντύνεσαι τους ίσκιους
Κι ολόγυμνη σαν το κύμα ζυγώνεις
Αλαφροτρέμοντας.
Έρχεσαι! Έρχεσαι!
Όμως εγώ είμ’ ένα πνεμάτι αράχνης στη μασχάλη του φθινοπώρου
Που δε μπορεί ν’ αγγίξει ο ερχομός σου
Αν και περνάς από μέσα μου γλυκοσφυρίζοντας
Αν και τα μάτια σου παρακαλάνε
Χαμηλώνοντας κατά τη μαλακιά δοξαριά του δέρματός σου
Αν και κάθε αυγή
Δένω τις σπασμένες κλωστές μου
Και περιμένω να ξανάρθεις και να ξαναφύγεις
Σαν τη νοτιά
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ’ΡΘΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ
Πρέπει να ’ρθει η άνοιξη με τ’ αμέτρητα άγουρα στηθάκια τηςΚαι με τα σκουλαρίκια της τα κρυσταλλένια
Με τα γοργά της βήματα που ξυπνάνε τις ελπίδες
Με τη γαλάζια κραυγή της
Γιατί δεν πρέπει τώρα να φωνάξω
Κι εσύ δεν πρέπει τίποτα να ψιθυρίσεις
Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί για την ερημιά των ματιών σου
Όπου παγώνει ασάλευτη το σχήμα της η απελπισία
Για το νεκρό σου δέρμα για τα νεκρά μαλλιά σου
Για του κρεβατιού σου τα τέσσερα σίδερα
Γι’ αυτά τα νιάτα που κρέμονται στον ίσκιο σαν τ’ άδεια ρούχα
εκείνων που πέθαναν
Γι’ αυτόν τον απερίγραπτο χειμώνα.
ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Ήρθες και τίποτα δεν άντεξε πλάι σουΈφυγες και τίποτα δε χάθηκε μαζί σου
Στα χέρια μου κρατώ και την ελπίδα και τη μνήμη σου
Το αίμα μου περνάει μεσ’ από σένα
Μοίρασα τον ίσκιο μου με σένα
Τίποτα δε μου λείπει· γιατί τίποτα δε χάθηκε μαζί σου.
ΜΕΡΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Άσε με να πιστεύωΠως μπορούμε να κινήσουμε από δω
Όπου μασούμε τον ήλιο με τα δόντια μας
Και διώχνουμε το φως απ’ τα δωμάτιά μας ως να μας λησμονήσει.
Εδώ τα ξέρουμε και τα μισούμε όλα
Σαν τις χαρακιές του προσώπου μας
Και σαν τους τάφους τους οικογενειακούς
Όλο πικρή σοφία
Σαν την πανάρχαιη Καλημέρα
Χάρτινο χαμόγελο και προδοσία κι επιμονή.
Άσε με να πιστεύω
Πως πέρ’ από το σύρμα του ορίζοντα
Δε θα μας αγαπούν μήτε θα μας αρνιούνται,
Να πιστεύω
Πως υπάρχει αλλού ένα δέντρο
Άξιο για τα νεύρα του κεραυνού
Ένα μαχαίρι που δε γνώρισε σπλάχνα
Κι ένα ποτήρι μ’ απρόσιτα χείλη
Να πιούμε!
ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
Εδώ, στα χαμηλά, τελειώνουν τ’ άστραΕδώ και τ’ απόσταγμα κάθε χαρούμενης ώρας σου
Εδώ τραβιέται και μαυρίζει το πρόσωπο του Μάη
Τάξε
Θα το βρεις μες στα κουφά νερά.
Αν θυμηθείς, έλα στις στέρφες όχθες τους που δε σε περιμένουν·
Εδώ, κάτω απ’ τις φυλλωσιές της λάσπης με κάτι κατάστιχτα
Σκισμένα λείψανα
Θα στήσεις πάλι τον πιο παλιό ουρανό σου
Τον πιο γλυκό.
Άλλα ποτάμια τυλιγμένα σ’ ασημένιες γούνες
Κλέβουν τα όνειρά σου
Άλλα ποτάμια κλέβουν τα όνειρά σου
Κι εδώ καθίζει το αίμα σου αχρηστεμένο
Δίχως καμιά περιττή φωνή.
Ακάθαρτο νεύρο!
Πότε βουερό πότε παράλυτο
Αδιάφορο κερδίζεις τους αιώνες
Μαγνήτη άγγελε σε κάθε τέρμα.
Τώρα μ’ ένα πρόσωπο τόσο κάθετο
Τόσο γυμνό από έλεος και υποταγή
Ακούω τ’ ανάβρυσμά σου μέσα στο πιο διάφανο κρύσταλλο
Πάω να πιάσω τ’ άσπρο μήνυμα καθ’ ελπίδας
Σ’ ακούω να ξυπνάς και να φτάνεις.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ
Ένα κορίτσι πέθανε π.χ.Τα πλήθη τ’ απατούν και τα προδίνουν
Το σύμβολο του αυτόχειρα νύχτα πατά στις στέγες σα σειρήνα
Και δείχνει το δρόμο στους απελπισμένους.
Τόσο παλιά όλ’ αυτή η ιστορία μιας αναπότρεπτης ατυχίας
Κι όμως πάλι την ακούς
Σα μια φωνή ραγισμένη που έρχεται από πολύ μακριά.
Μόνος σ’ αυτό τον κάβο της σιωπής
Μακριά απ’ τον αιώνα και το σώμα μου
Πέρα απ’ τη νεκρή πληγή που άνοιξα στον χάρτινο ουρανό
Σε βρίσκω θλίψη μου
Παντέρημο απολίθωμα τόσης περασμένης δυστυχίας
Πικρή αιωνιότητα
Να χάνεσαι στο μέλλον μαζί μου.
ΑΠΟΓΕΜΑ
Ανεπίληπτος ουρανόςΑκίνητος
Τέλειος σαν κύκλος: απελπίζει
Απρόσιτη απόλαψη για μένα που τον βλέπω
Μες από ένα ύφασμα
Όπου καθίζει η στέρηση κι η φρίκη.
Και στο βάθος αόριστα
Να περνάς ανάγλυφο κατ’ απ’ το χνούδι τ’ ουρανού
Σαν αιφνίδια ταραχή πίσω απ’ τις κουρτίνες
Σώμα αγαπημένο
Πιο μακρινό πιο ανύπαρχτο απ’ τ’ απόγεμα που σβήνει.
ΘΥΜΗΣΟΥ ΦΙΛΕ
θυμήσου φίλε τις πικρές νύχτες της αλητείαςΔίχως σκοπό δίχως καπνό δίχως στέγη
Μέσα στους δρόμους να γυρνούμε διαλυμένοι
Και τα κλειστά παράθυρα τα φωτισμένα
Να κοσκινίζουν θαλπωρές τόσο κοντά
Και τόσο αφάνταστα μακριά μας.
θυμήσου τα ξένα δωμάτια που κοιμηθήκαμε
-Ήταν όλα τόσο ξένα!
Χιλιάδες άγνωστοι πριν από μας
Είχαν αφήσει μέσα τους μια αίσθηση δρόμου
Τις απόμαχες πόρνες μπρος σ’ ένα τζιν φτηνό θυμήσου
Ν’ ανοίγουν κάτω από τα πόδια μας χάη ερημιάς.
θυμήσου φίλε το κορίτσι που μας ήρθε απ’ την πατρίδα
Κάποτε τόσο ελεύθερο
Με ιδανικά με κοσμοθεωρία με αέρα
Αχ το κορίτσι που μας ήρθε απ’ την πατρίδα
Μέσα στα σκέλη του αθλητή
Στο Ξενοδοχείο των Ρόδων να εξοκείλει.
θυμήσου αυτά τα πράγματα κι αυτά τα πρόσωπα μιας παρακμής
θυμήσου μια ζωή που αγάπησες και μίσησες
Μαζί μου.
ΓΥΡΙΖΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Γυρίζει ο καιρόςΠάλι βροχή
Σ’ αυτό το λυπημένο σταυροδρόμι των ανέμων
Οι ελπίδες φεύγουν σα βρεγμένα σύννεφα
Κι η νιότη μας μια παγωμένη σκόνη πια.
Γυρίζει ο καιρός γυρίζει
Ένα κουβάρι άνεμοι χορεύουν μεθυσμένοι στην αντένα
Και μας ξεκουφαίνουν.
Πάλι μπορεί να πέσει μπορεί να πέσουμε κι εμείς
—Μ’ όλο το αίμα μου θα βάψω τ’ άσπρο φουστάνι που φορείς.
Τα πλευρά μας άνοιξαν οι βροχές μας δέρνουν
—Απάνεμοι κύκλοι πηγαδιού σε φέρνουν και σε παίρνουν.
Απλό μαχαίρι τ’ ουρανού
Ρίχνει τη στέγη μας.
Ρίξε το πρόσωπο στα χέρια
Τίποτα πια δε μένει.
Όμως μην κλάψεις:
Θα ’ναι πάρα πολύ.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Αύριο δε θα ’χουμε μήτε ένα ξένο σπίτιΜήτε ψωμί μήτε φίλους.
Διάβηκε η ζωή μες απ’ τα χέρια μας
Και μας τα πήρε.
Δεν ξέρω αν είμαστε οι πιο δυνατοί οι πιο περήφανοι
Οι πιο αγνοί
Και μείναμε σαν δέντρα η σαν κάμποι
Στην ερημιά
Πιστοί στον εαυτό μας, οι τελευταίοι μιας εποχής…
—Ποιος τα ρωτάει αυτά;
Κι άλλωστε τι ακριβώς ήταν αυτός ο εαυτός μας
Έτσι μοιρασμένος σε σκοπούς και σχέδια αντιφατικά;
Σαν όλους τους νικημένους κουρασμένοι και κουραστικοί
Βέβαιοι για τη μάταιην ιστορία μας
Που διάβηκε παράξενα, απλώς παράξενα
Σα γέροι πελαργοί θα μείνουμε κρυφά στα βαλτοτόπια
Κοιτάζοντας για τελευταία φορά στον ουρανό, της νιότης μας τους
παγωμένους δρόμους
Μόνοι μ’ έναν θάνατο που κανείς τη θλίψη του δε θα τη μάθει.
Ήχοι συρτοί «χαμαί πέσαι… Φοίβος… απέσβετο»
Σαν καταχνιά παγώνουνε τα γόνατά μας.
ΒΥΘΟΣ
Ας μην τραγουδώΑς μη βλέπω πια τη χλόη που ήρεμη ανασαίνει μες στους
κάμπους
Μήτε τα πρόσωπα των γυναικών με το φανταστικό τους βάθος
Μήτε τη ζωή με τις μεταρρυθμίσεις.
Ξέρω τώρα την καταγωγή των θλιμμένων πηγών
Γιατί κλαίει η τόλμη μπρος σε μιαν απόσταση δίχως όνομα
Γιατί πέρα από κάθε ύψος αρχίζει νέο ύψος νέα απελπισία.
Οι παλιές ελπίδες: άσπρες φυλακές
Ελεύθερος πια δεν ελπίζω.
Πίσω απ’ την αιώνια τη χαρούμενη αυταπάτη των επιφανειών
Ο δίδυμος Αδάμ σηκώνει τα μεσάνυχτα ανεμόσκαλες
Γυρεύοντας χαμένους πλανήτες, την ουσία του κόσμου
Που σωπαίνει σα φεγγαρίσιο φέγγος
Μες σε πηγάδια μυστικά.
Νικητής και νικημένος σταματώ: Δεν υπάρχει τίποτα πιο πέρα η αύριο
Απ’ αυτόν το δρόμο που γυρνάει στην αρχή του
Περνώντας από τη ζωή στο θάνατο ολοένα
Με θρήνο και με σιωπή παγωμένος η καμένος
Ζώνοντας μ’ άπειρο ρίγος τους αιώνες
Γεμάτος παράξενους οδοιπόρους.
…Πάνω σε πεδιάδες απ’ ασβέστη με το σχέδιο μιας νέας θλίψης μέσα μου
Όμοιος με μια σταλιά καφέ
’Αδιάκοπα απλώνω.
ΠΡΑΓΜΑΤΑ (1950)
ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ
Ερχόμαστε από πολύ μακριά.Φορούμε χιτώνια που άνθρωποι καλοί μας δώσανε στο δρόμο.
Δεν τραγουδάμε, δεν ονειρευόμαστε, δεν κοιτάζουμε πίσω·
περπατούμε.
Τα βράδια στην περίμετρο της πόλης
ενθ’ αμαυρούται και σιγά η ζωή,
πάνω στα χέρια μας περνούμε γυμνό
μιας φρίκης σταθερής το σώμα
που τ’ αντέχουμε μόνο εμείς.
Με αριθμούς διαλύουμε τη μαγεία της νιότης
του έρωτα τη μαγεία.
Μες στο σκληρό μυαλό μας σηκώνουμε
το είδωλο τού κόσμου αληθινό.
Φως πραγμάτων περιρρέει τη ζωή μας που αποσύρθηκε
όταν η αρετή σκοτώθηκε κι απ’ το καλό κι απ’ το κακό.
ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Στέκομαι και βλέπω απ’ το παράθυροτμήματα σπιτιών και δρόμων,
ακούω φωνές, αποσπάσματα ομιλιών,
στίγματα που αναζητά η αίσθησή μου, απαθή·
αθανασία ασήμαντη πραγμάτων χωρίς μνήμη
που δεν περνούν, καθώς εμείς οι άνθρωποι περνούμε.
Στέκομαι και βλέπω απ’ το παράθυρο…
Πόσο πουλάνε τα μαντίλια στο λιμάνι;
Μαντίλια γι’ αποχαιρετισμούς που φεύγουν
απ’ τα χέρια σαν πουλιά
σαν άνθρωποι που γίνανε πουλιά και μας γυρεύουν
άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια και μείς δεν τους αποζητούμε·
άνθρωποι μαντίλια άνθρωποι.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Όλοι ανακαλύπτουμε μια μέρα κάτιχάνουμε κάτι
δίνουμε και παίρνουμε τις ίδιες μαχαιριές.
Όμοια τα στίγματα στα πρόσωπά μας.
Αλήθεια,
θα μπορούσε να ’μαστέ φίλοι, θα μπορούσε…
Αν σε μιαν ελάχιστη στιγμή
μαύρο ξαφνικό λεπίδι δε χώριζε τη συντροφιά μας
στα δυο·
εγώ απ’ εδώ, σ’ ενός έρημου κύκλου τη μέση
τρομαγμένος
χαμένος
απελπισμένος
κλαίοντας γοερά πάνω σε νεκρούς που δεν ξέρετε
ή που σκοτώσατε οι ίδιοι•
και σεις εκείθε ανέπαφοι, αφάνταστα μακριά μου.
Δεν ήρθαμε
Δε θα φύγουμε μαζί.
https://whenpoetryspeaks.blog/2018/10/23/%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%bf%cf%83-%ce%ba-%ce%b8%ce%b1%cf%83%ce%b9%cf%84%ce%b7%cf%83/?fbclid=IwAR2UmBYU0AiBa2GUQE8Xdx6MPCWkPa00HA3Jlipgh68LJx9YhKibQya5Lzs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου