Γεννήθηκα
και μεγάλωσα σε μια ανθρώπινη μεγάλη πόλη.
Ο δρόμος που πρωτοαντίκρισα το φως
ήταν πλησίον της Ακροπόλεως. Παντού
έβλεπες ορτανσίες και γαρδένιες και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες
τυλιγόσουν από τις μυρωδιές του γιασεμιού, που επίμονα κανοναρχούσαν τον κόσμο
της νύχτας. Και ήταν εκείνες οι νύχτες αεράτες και δροσερές, λες και ο χρόνος
συνεργούσε μαζί σου στην πιο τρανή του απογείωση μετά από μια μέρα ζέστης και
παιχνιδιού, που καταπονούσε την παιδική φαντασία. Όλα έμοιαζαν παραμυθένια.
Παλιά νεοκλασικά και δρόμοι από χώμα. Αυλές πίσω από κάθε μικρή εστία και
φωνούλες πολλές που ζύμωναν τη ζωή στη
μεγάλη πόλη. Κυράδες και κύρηδες με διάθεση για δημιουργία, με τσέπες που είχαν
το χώρο για καραμέλες και ζαχαρωτά. Ένα
παγωτό και ο κόσμος όλος. Από κείνα που
άφηναν το κόκκινο ή το κίτρινο γύρω από τα παιδικά χείλη και όλη η γλώσσα
γινόταν όμορφη για ώρα πολλή, θυμίζοντας την απόλαυση του χρωματισμένου πάγου
στο καλοκαιρινό λιοπύρι.
Παιδάκια με κοντά παντελόνια μπουρνουζέ και λόγια για τριακόσια και βάλε μπάνια κάθε Σεπτέμβρη. Τα λίγα γκαζοζέν πέρναγαν αργά και πάντα προσεκτικά γιατί ήξεραν ότι από το πουθενά όλο και κάποιο ζουζούνι θα χαιρέταγε τον αρχοντικό τους καλπασμό. Μπίλιες και τσακωμοί καταμεσής του δρόμου και μπάλα, γιατροί και νοσοκόμες στα πρώτα αντικρίσματα της φύσης, αυτοκινητάκια και στρατιώτες τοποθετημένοι στα παραθυρόφυλλα της κυρίας Ευτυχίας που ήταν τόσο βαριά, ώστε χρειαζόταν ειδική μεταχείριση από τον άντρα της τον κύριο Χαρίλαο. Την έπιανε πάντα αλά μπρατσέτα να κατέβουν τη σκάλα της εξώπορτάς τους, τη στήριζε στην κατηφόρα, της είχε ειδικό κάθισμα στον υπαίθριο κινηματογράφο και πέντε γρανίτες φράουλα, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί ο φίλος μου ο Γιωργάκης, γνωστός για την πληροφόρηση στην γειτονιά.
Παιδάκια με κοντά παντελόνια μπουρνουζέ και λόγια για τριακόσια και βάλε μπάνια κάθε Σεπτέμβρη. Τα λίγα γκαζοζέν πέρναγαν αργά και πάντα προσεκτικά γιατί ήξεραν ότι από το πουθενά όλο και κάποιο ζουζούνι θα χαιρέταγε τον αρχοντικό τους καλπασμό. Μπίλιες και τσακωμοί καταμεσής του δρόμου και μπάλα, γιατροί και νοσοκόμες στα πρώτα αντικρίσματα της φύσης, αυτοκινητάκια και στρατιώτες τοποθετημένοι στα παραθυρόφυλλα της κυρίας Ευτυχίας που ήταν τόσο βαριά, ώστε χρειαζόταν ειδική μεταχείριση από τον άντρα της τον κύριο Χαρίλαο. Την έπιανε πάντα αλά μπρατσέτα να κατέβουν τη σκάλα της εξώπορτάς τους, τη στήριζε στην κατηφόρα, της είχε ειδικό κάθισμα στον υπαίθριο κινηματογράφο και πέντε γρανίτες φράουλα, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί ο φίλος μου ο Γιωργάκης, γνωστός για την πληροφόρηση στην γειτονιά.
Και τι
γειτονιά. Με κάθε λογής λουλούδια. Το χαφιέ της, το χωρατατζή της, το μανάβη
της με τα φρέσκα καλούδια από την Κόρινθο, τον μπακάλη με εκείνη την απίστευτη
μορταντέλα και το κασεράκι, τον ψιλικατζή με τα περιοδικάκια, τον κρεοπώλη τον
κύριο Ήφαιστο από την ορεινή Αρκαδία, τον ψαρά το Σάκη τον μουρμούρη, που όλο
μουρμούριζε για το λάθος του να φύγει από το νησί και να έρθει σε τούτο το χάος
για καλύτερη τύχη. Τα είχαμε όλα. Ακόμη και τον Μπαμπάλαρο, που γύριζε κατουρημένος
και βρώμικος και άκουγες ιστορίες για την κατάντια του. Μόλις πέρναγε από τον
δρόμο μας, τρέχαμε στην φούστα της μάνας μας κι εκείνη ποτέ μα ποτέ δεν
απόδιωχνε τον τρελό αλλά τού έδινε κάτι και μας μάθαινε με τη σιωπή και τη στάση της να μην καθόμαστε άπραγοι
μπροστά στον περιφερόμενο ανθρώπινο πόνο. Ήταν όλα μέρη της ζωής μας, όπως και
τα ηλιοβασιλέματα σε χρώμα βερικοκί πάνω στον μαρμάρινο καμβά της Ακροπόλεως.
Σαν τα μυριάδες αναμμένα κεριά στον
βραδινό ουρανό. Ή τις αυγές τις ροδοδάκτυλες
και ευγενικές στις μέρες του καλοκαιριού,
που η μάνα ξύπναγε τα παιδιά για να παίξουν.
Και πού να σας πω για τα δένδρα! Πλατάνια στους
κήπους των σχολείων, κουτσουπιές που αντρειώνονταν στα άδεια πεζοδρόμια.
Μουριές που θύμιζαν τις εποχές, συκιές
που ξεπήδαγαν μέσα από τις χαραματιές των πέτρινων σπιτιών. Υπήρχε και μια
λεμονιά, που όταν άνθιζε, όλη η περιοχή ντυνόταν τη γεύση και το άρωμά της και
όλοι οι φτωχοί ψιθύριζαν δόξα Σοι Κύριε . Ένα πρωινό, όμως, βρέθηκε
κομμένη. Ήταν κάτι τραγικό. Ολόκληρο κορμί -σαν όνειρο πνιγμένο στα παιδικά μας
όνειρα- κείτονταν καταγής και κάποιος από την γειτονιά έγινε πλουσιότερος πουλώντας λεμόνια, αφού μέχρι
τότε το είδος ήταν κοινό και δωρεάν για όλους τους επιθυμούντες.
«Δεν ντρέπονται οι
παλιάνθρωποι!», είπε τότε ο
Κώστας ο Πελοποννήσιος και φύτεψε πέντε
καταμεσής του χωμάτινου μονοπατιού που πήγαινε στου Φιλοπάππου. Τις έκοψαν μετά από χρόνια για να στρώσουν
εκείνο το αλύπητο μαύρο υλικό που έκανε τον τόπο μας ανυπόφορο τις καλοκαιρινές
ημέρες. Πού το χώμα, αυτό το καφέ
υπέροχο χαλί που μύριζε ευχαριστώντας το καλοκαιρινό κατάβρεγμα και μας έκανε
λαμπρούς τερματοφύλακες, αφού ξέραμε ότι μας αγκάλιαζε στις πτώσεις μας…
Δεν θα ξεχάσω την κοινή ησυχία. Κάθε μεσημέρι οι
μεγάλοι κοιμόντουσαν και έμοιαζε η πόλη σε μια συμφωνία μεξικάνικης σιέστας.
Και τα βράδια, μετά τις δέκα, ούτε κουνούπι, ή μάλλον άκουγες τον χτύπο από την
παντόφλα της Μαρίνας της μοδίστρας, που επιδιδόταν στο μακάβριο σπορ. Βλέπετε, μόνη
και γλυκοαίματη, έμενε δύο στενά παραπέρα.
Όλα άρχισαν
τότε που ο Βρασίδας, παρά το όψιμο της ηλικίας του δεν τον λέω κύριο, έφαγε
χυλόπιτα από τη Μαρίνα. Βλέπετε, η κοπέλα είχε κρυφό δεσμό με το Νώτη, το μεταφορέα
με το τρίκυκλο που έκανε μεταφορές παντός τύπου στο τρίγωνο Θησείο –
Μοναστηράκι – Πετράλωνα. Ο Βρασίδας λοιπόν δε χώνεψε με τίποτα την κατάσταση.
Είχε και λαμπρή παιδεία… Απόφοιτος δημοτικού, επιχειρηματίας στην κατοχή –
μαυραγορίτες τους έλεγαν-, κάτοχος της Γερμανικής – την έμαθε μετά από τετράχρονη κολλητή παρέα με
τον Φριτς που ήταν δεσμοφύλακας στην Γκεστάπο στην Πλάκα-, δεν ανεχόταν με
τίποτα την απόρριψη.
Ο πατέρας μου τον ήξερε καλά. Από μικρός, όταν οι
άλλοι δεν τον έπαιζαν, αυτός χάλαγε το παιχνίδι όλων. Μεγαλύτερος γράφτηκε στη νεολαία
που φορούσαν μαύρες στολές, εκεί έγινε αρχηγός. Κανένας δεν τον αγαπούσε αλλά
αυτό του άρεσε κατά πώς φαίνονταν. Κυκλοφορούσε με τη στολή μέρα-νύχτα και
απαιτούσε από όλους σεβασμό. Ο Κυριάκος ο μπογιατζής το ήξερε καλά, γιατί
αργότερα, όταν έφυγε ο φίλος του ο Γερμανός και τόλμησε να τον κοροϊδέψει, βρέθηκε σε παρατεταμένες διακοπές στη νήσο
Μακρόνησο, χωρίς να ξέρει και ο ίδιος το γιατί. «Να μείνεις
εκεί να συνετιστείς»!
του φώναξε στο δικαστήριο στο Λαύριο. Και με σαρδόνιο γέλιο ο Βρασίδας τού
κούνησε το χέρι λαγουδάκι φεύγοντας από τη δικαστική αίθουσα.
«Κάθαρμα!» ψέλλισε ο Κυριάκος. Και ο
Βρασίδας, σαν να το άκουσε, τού έστειλε μετά από μέρες μια κάρτα με την Ακρόπολη
και τη ρήση: «Ακρόπολη είναι και εκεί, καημένε, τι παραπονιέσαι;».
Πήγε να
πάθει αποπληξία ο άνθρωπος. Αλλά τον γλύτωσε ο πόνος από τις εκπαιδευτικές
ξυλιές στο εθνικό αναμορφωτήριο και έτσι δεν έμενε χρόνος για να τρελαθεί.
Ο Βρασίδας, λοιπόν, μετά την ερωτική απογοήτευση
αποφάσισε να χαλάσει τη γειτονιά. Και
επειδή δεν μπορούσε πια λόγω μεταπολίτευσης να στείλει τον αντρικό πληθυσμό-
αλλά και τη Μαρίνα ίσως- σε κρουαζιέρα στα νησιά της άγονης γραμμής, κατέστρωσε
μετά από σκέψη πολλή ένα πιο απόλυτο και ακραίο σενάριο.
«Θα τους στείλω όλους!» φώναξε με αποφασιστικότητα.
Ο φίλος μου ο Γιαννάκης, που έμενε δίπλα του, μου το είπε. Τον είχε ακούσει να
το λέει τη μέρα που η κούρσα πήρε νύφη το αντικείμενο του πόθου του.
Έτσι και
έγινε.
Ο κυρ Θωμάς
ο Μακρυγιάννης ήταν το πρώτο θύμα. Παρά το σπουδαίο του όνομα, που μαρτυρούσε
και την ντόπια καταγωγή του, ο άνθρωπος το μόνο που είχε ήταν το παλιό διώροφο
με τον υπέροχο κήπο και το υπόγειο που παίζαμε με τα παιδιά του- τέσσερα
τον αριθμό- και σκάβαμε για αρχαία. Εκείνες τις μέρες μάλιστα είχαμε ξεθάψει
και τα τείχη του Περικλέους. Όλοι οι μικροί αρχαιολόγοι ανακοινώσαμε με χαρά το
γεγονός. Και ο κυρ Θωμάς μάς ξόρκισε να μην το πούμε πουθενά γιατί θα τους παίρνανε
το σπίτι. Το ίδιο μου είπε και η μάνα μου κι εγώ το σεβάστηκα, αλλά ένοιωσα και λίγο
υπεροπτικά, αφού όλα τα σπίτια της γειτονιάς ήταν κτισμένα στα αρχαία τείχη.
«Επάνω στην ιστορία, μάνα;» «Επάνω στις ρίζες σας,
παιδάκι μου.»
Εκείνη την
εποχή τα πιο τρελά παιχνίδια μας ήτανε στο ωδείο του Ηρώδου του Αττικού και στο
θέατρο του Διονύσου, που ήταν αφύλακτα. Τι τραγούδια μέσα από τις σκιές των
δέντρων και κρυφτό ανάμεσα στις κολόνες και τους αρχαίους ρυθμούς! Δίναμε μάχες
κρυμμένοι στα ορύγματα των ανασκαφών, μαζεύαμε ανθούς που φύτρωναν στα πεσμένα
αγάλματα, αλλά ποτέ κανείς μας δεν διανοήθηκε να πάρει τίποτα, ούτε να χαλάσει,
ούτε να μαγαρίσει. Να φανταστείτε, είμαστε όλοι ξεναγοί στους επισκέπτες και τους δείχναμε με περηφάνια τον τόπο μας.
Και ήταν ακόμη και όταν τον έφραξαν και για να μπεις ήθελες εισιτήριο. Ακόμη και τότε, μόνο εμείς ξέραμε πως πίσω από το όρυγμα,
εκεί κάτω από το πεύκο, πρωτακούσαμε τον χτύπο της καρδιάς μας να παίζει έναν
πρωτόγνωρο ρυθμό, άκρως ελληνικό, λόγω ιδιοσυγκρασίας. Κάποτε που στα κλεφτά
σήκωσα ένα όστρακο ανάμεσα στα σπασμένα, βρήκα την μπίλια, εκείνη την γυάλινη
με τα πολλά χρώματα που είχα αφήσει σε μια σχολική εκδρομή όταν πήγαινα δημοτικό
στου Μπούρα. Την είχα κρύψει για να τη βρω όταν θα μεγαλώσω. Ευτυχώς δεν με
είδε κανείς. Ο φύλακας εξηγούσε στον άγνωστο γι’ αυτόν Γιαννάκη, το χώρο. Αυτός
τον άκουγε με σοβαρότητα, ώσπου κάποια στιγμή τού είπε με ύφος που αρμόζει σε
διανοούμενο σαραντάρη
«Εκεί δίπλα
στο θρόνο , ναι, εκεί στις παρυφές του Θεάτρου, ξέρεις πόσες φορές έχω κατουρήσει;».
Ο φύλακας έμεινε άναυδος. Μόνο εγώ γέλασα και αμέσως
μετά έκλαψα με την ψυχή μου για τη ζωή που χάνεται.
Ο κυρ Θωμάς λοιπόν πείστηκε από το Βρασίδα να του
δώσει το οικόπεδο. Το αντάλλαγμα θέση μόνιμου θυρωρού – ήταν άνεργος εκείνη την
περίοδο ο άνθρωπος – και εκτός από το υπόγειο που δικαιωματικά μένανε οι
θυρωροί με τις οικογένειές τους και δύο διαμερίσματα. Το σκέφτηκε ο
απελπισμένος, έξι στόματα βλέπετε και τη γιαγιά τη Μακρυγιάνναινα και είπε « δύο ενοίκια και το
μισθό του θυρωρού, καλά είναι». Δώσανε τα χέρια και το πρώτο κουτί ορθώθηκε στην γειτονιά.
Αρχικά όλοι το είδαμε με φρίκη. Τι ήταν αυτό;
Περιστερεώνας; Φυλακή; Ο Σάκης ο κουρέας που ήταν εύστοχος το περιέγραφε ότι
είχε κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τα νέα κτίρια του ψυχιατρείου στο Δαφνί.
Σε κάθε περίπτωση όμως μόλις χειμώνιασε όλοι αρχίσανε να το σκέφτονται. Εμείς
με τα μπετόνια για το πετρέλαιο, αυτοί με το καλοριφέρ. Εμείς να φτιάχνουμε τα
κεραμίδια να μην στάζουν, αυτοί χαλαροί κάτω από το τσιμέντο. Κάτι να κυνηγάμε
τα Μικι μάους, κάτι ο μικροαστισμός μας που σαν αρρώστια εξαπλωνόταν, κάτι ο
Βρασίδας ο μεγαλοεργολάβος της αντιπαροχής, κάτι οι ανάγκες, κάτι ο χρόνος έτρεχε
πλέον πολύ, αφού είχε γίνει παντού άσφαλτος και είμαστε πια λεωφόρος, κάτι που
τα όνειρα δεν είχαν πια γειτονιά, όλος ο τόπος φύτρωσε κουτιά – κουτάκια – σε
διάφορα γεωμετρικά μεγέθη.
Τελευταίοι μείναμε
εμείς. Και τούτο γιατί ο πατέρας μου αποφάσισε να φύγει στην επαρχία. Το σπίτι
στην Αθήνα το είχαμε νοικιάσει και έτσι δεν πολυασχοληθήκαμε με τη συνέχεια της
τερατογένεσης. Αλλά και ο Βρασίδας, ο σεναριογράφος της φρίκης, δεν τόλμησε ποτέ να μας ενοχλήσει. Ήμασταν οι μόνοι τους οποίους σεβόταν στη γειτονιά.
Όχι γιατί ήμασταν κάποιοι, αλλά στα σίγουρα οι μόνοι που δε σήκωναν μύγα στο
σπαθί τους. Αυτό το φυλάγαμε από τον
καιρό του παππού τού οπλαρχηγού στην επανάσταση του εικοσιένα.
«Χαφιέ» τον χαρακτήριζε ο πατέρας μου ανοιχτά και ο
Βρασίδας γέλαγε, «κάθαρμα μακριά», τού έλεγε και ο Βρασίδας τον
καλημέριζε με ευγένεια.
Το σπίτι των παιδικών μου χρόνων, έργο της Αγγελικής Κοκονάκη |
Μια φορά το χρόνο μαζευόμαστε κάποιοι φίλοι στο πατρικό μου, Καβαλόττι και
Ερεχθείου γωνία. Και θυμόμαστε και γελάμε
και μελαγχολούμε και δακρύζουμε, γιατί κάποτε οι δικοί μας έκαναν
το λάθος και έγιναν μέρος του σεναρίου
της φρίκης.
https://nanodihghma.blogspot.com/2018/04/blog-post.html?fbclid=IwAR1ulGMSj4h5d-WjPrLEbpBS7YCJmUqEg5YWUzA3_3NrAyL7tayj2IDrvmk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου