Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //
Χλόη Κουτσουμπέλη «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», εκδόσεις Πόλις
Και τώρα; τον ρώτησε.
Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη
με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.
Φορούσε μαύρα γυαλιά.
Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.
(Επίλογος)
Μια ποιητική συλλογή διαβάζεται από το τέλος στην αρχή ή μήπως εντελώς αδόκιμο πρέπει να θεωρείται κάτι τέτοιο; Αν, όμως, στην ποίηση (πιο πολύ από όλα τα λογοτεχνικά) μπορούμε να αυθαιρετούμε στην ανάγνωσή μας, νιώθω πως ετούτα τα ποιήματα επικοινωνούν όλα με αυτό που τελευταίο κλείνει την πόρτα της ανάγνωσης, με τον εύστοχο τίτλο Επίλογος. Με μια, έτσι αντίστροφη, ανάγνωση υπαρκτή η πιθανότητα να πάρει η έννοια του τέλους όσες ερμηνείες θα ήταν δυνατόν να σηκώσει η λέξη μέσα στο μικρό της σώμα. Κινδυνεύει, λοιπόν, η ποίηση να χαθεί μέσα στον στρόβιλο των πολλών αναγνώσεων; Καθόλου, θα έλεγα. Ίσα ίσα ο πλούτος της ίσως εκεί ακριβώς εντοπίζεται.
Το τέλος ως αρχικός σκοπός (με την αριστοτελική ερμηνεία) είναι και η πρωταρχική λέξη/έννοια που δηλώνει το ξεκίνημα της ζωής. Ωστόσο η βίωση του τέλους, είτε ως προσωπική ενατένιση είτε ως συμμετοχή σε οδυνηρή απώλεια, δίνει τη δική της εκδοχή ενός πένθους που αργά συνειδητοποιείται και με ακόμη πιο αργή πορεία αναιρείται – αν φυσικά συμβεί η αναίρεση. Στο ποίημα Επίλογος, που παρατίθεται πιο πάνω, το τέλος δηλώνεται ως μια ολοκλήρωση τα ποιητικής συλλογής, με ιδιαίτερα τονισμένη τη λέξη απλώς, δηλαδή μόνον. Κι αν η ποιήτρια που γράφει θεώρησε έστω και για λίγο πως ιαματικός ήταν ο δρόμος της γραφής της – μια οικείωση με το πένθος ή μια πρόσκαιρη μετάθεση του πόνου από την ψυχή στους στίχους που κοινοποιούνται – έρχεται αυτή η απλή λέξη για να καταρρεύσει όλο το ιαματικό φορτίο. Ας μη θεωρηθεί, ωστόσο, πως η καταγραφή του πόνου είναι μια απλή υπόθεση· καθόλου μάλιστα. Η Χλόη Κουτσουμπέλη παλεύει ποιητικά με το πένθος. Αυτό που γράφει πίσω από τις λέξεις της, μέσα από τις μεταφορικές εικόνες της, παρέα με τη διττή σημασία των ονομάτων που χρησιμοποιεί, σε αγαστή συμφωνία με τις λογοτεχνικές περσόνες που επιλέγει να συνοδεύουν τα δικά της λόγια. Γνωστό αυτό σε όποιον έχει αναμετρηθεί με τις αντοχές του και λύγισε και ύστερα άρχισε να ψάχνει τους τρόπους που ξέρουν να μιλούν με μεγαλύτερη διαύγεια από τη ρεαλιστική, μα αφόρητη στο βάρος της, κυριολεξία: κάθε που η ποίηση ανοίγεται σε εικόνες που ξεπερνούν τη ρεαλιστική αποτύπωση των γεγονότων, το άχθος της απώλειας των προσώπων έχει χτυπήσει κόκκινο· δεν αντέχεται άλλο. Έτσι, στην ποίηση της Χλόης, η Αλίκη από τη χώρα των θαυμάτων μεταπηδά στη χώρα των απόντων. Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την πραγματικότητα διαβιούν οι αλήθειες μιας αναπάντεχης φυγής. Ο βιβλικός Λάζαρος επανέρχεται με τη μοναδικότητα του θαύματός του – όχι, μην περιμένεις άλλα θαύματα· ακόμη και αυτά έχουν το τέλος τους (πάλι το τέλος επανέρχεται σε μια ακόμη εκδοχή του). Όσο για τον Κάφκα αυτός παντού παρών είτε με τις δικές του λογοτεχνικές φιγούρες είτε με το ζοφερό τοπίο μιας παράλογης συνύπαρξης του ανθρώπου με το σύμπαν που σταδιακά τον καταργεί. Ο Οδυσσέας δεν θα επιστρέψει, η Πηνελόπη ας μάθει να τον σβήνει στη συνείδησή της, όπως έμαθε να τον νιώθει να λιγοστεύει στην καθημερινότητά της. Αυτή η καθημερινή απουσία είναι που πονά πιο πολύ από όποια συνειδητοποίηση έρχεται με την αρωγή της λογικής. Ας μείνει μόνον η Αντιγόνη, με την αδελφική της αγάπη και την αίσθηση του χρέους για μια ταφή νοητή όσο και προσωπική, για μια απαθανάτιση όχι της μορφής του απόντος αδελφού αλλά του ιδιωτικού της πένθους – ας μην έχουμε αυταπάτες, η μνήμη φθίνει, τα πρόσωπα εξαχνώνονται στον χρόνο, μόνο η ανάμνηση του δικού μας πένθους διασώζεται. Αλλά και αυτή δεν πονά λιγότερο. Απλώς, λοιπόν, μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει;
Οι Ομοτράπεζοι της άλλης γης, η προηγούμενη ποιητική συλλογή της Χλόης, επικοινωνεί τραγικά με τη νεότερη εκδοχή του πένθους, όπως αυτό εκδηλώνεται στο Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, που μια συλλαβή μόνον λείπει από τη λέξη για να αποδώσει ως désespéré όλο το βάρος του απελπισμένου ανθρώπου μπροστά στο αναπόφευκτα τετελεσμένο.
Αγαπημένε,
όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
τι άραγε θα έχει απομείνει από μας σ’ αυτήν τη γη;
Σκόνη στα δάχτυλα κάποιου θεού που θα φυσήξει.
Και οι αναγνώστες αποδεικνύονται ξένοι, λαθραναγνώστες και κανίβαλοι:
Ξένε, όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
θα γίνεις λαθραναγνώστης.
Κανίβαλος θα τραφείς από τη σάρκα μιας αγάπης.
Όχι. Η ποίηση ήταν πάντα μια μοναχική πορεία. Κι αν νομίζεις πως κατάλαβες, ας συμβιβαστείς με την ιδέα πως μόνο το δικό σου πένθος άγγιξες. Το αλλότριο των ποιημάτων θα παραμείνει ξένο για σένα. Ήταν μια προσωπική οδός, ιδιωτική και μοναχική όσο και μοναδική, αυτή της ποιήτριας.
Πηγαίνοντας από το τέλος στην αρχή διαβάζω την επιγραφή στην εξώπορτα των ποιημάτων: Στη μνήμη του Βασίλη.
http://fractalart.gr/to-simeiwma-tis-odou-despere/?fbclid=IwAR1aI-MvY7_KH8pMSy2Ds6eWdUnmHNXal13j_PaEOPbns2cHLkt5zOz9wmg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου