Το κρισιμότερο χαρακτηριστικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, των δώδεκα τελευταίων ετών (1998 – 2007), που μεσολαβούν από την αμέσως προηγούμενη έκδοση της εγκυκλοπαιδείας1 ως την παρούσα, είναι η καθολική υποταγή της, στις απαιτήσεις της αγοράς. Μία ποιητική συλλογή, μία συλλογή διηγημάτων, ένα μυθιστόρημα, η δημόσια απαγγελία, ή ανάγνωση ή η απλή παρουσίαση, οποιουδήποτε έργου: ελάχιστη έως μηδενική σχέση έχει με ό,τι άλλοτε προβάλλονταν ως «πνευματικό γεγονός».
Για την αγορά, πνευματικά γεγονότα δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνον υλικά γεγονότα. Δηλαδή εμπορεύματα. Γι΄ αυτό, και τα κριτήρια επιλογής των έργων είναι ρητά και απροσχημάτιστα πλέον, μόνον ποσοτικά: Ό,τι «μετράει» είναι ο αριθμός των πωληθέντων αντιτύπων. Το «ευπώλητον»,

σύμφωνα με τους ομώνυμους τίτλους των οικείων καταλόγων, που δημοσιεύουν τακτικά οι εφημερίδες και οι ποικιλώνυμες «επιθεωρήσεις» του βιβλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό, και η ομόλογή του υποχώρηση, του ποιοτικού προ του ποσοτικού, μολονότι αποσιωπάται, κατά κανόνα και εξ επαγγέλματος, από τους υπεύθυνους των λογοτεχνικών σελίδων του ημερήσιου τύπου, έχει ήδη καταγγελθεί από τους κατ΄ εξοχήν αρμοδίους (ποιητές-εκδότες λογοτεχνικών περιοδικών και ποιητές-νεοελληνιστές) ως ένας από τους λόγους της κρίσεως που ενδημεί τα, όχι και πολύ τελευταία χρόνια, στα γράμματά μας, παρά τον συνωστισμό των «γενεών» και των ονομάτων στις πρόσφατες ανθολογίες και τις γραμματολογίες:
[…] Δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι η λογοτεχνία μας σήμερα βρίσκεται σε «άνθιση». Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τέτοια πληθώρα συγγραφέων και βιβλίων (ακόμα και οι πανεπιστημιακοί πια εγκαταλείπουν την έδρα προς άγραν της δόξης ενός Μπαλζάκ). Ωστόσο, οι αριθμοί δεν είναι ένδειξη ευρωστίας· το αντίθετο, θα έλεγα: Δείχνουν με πόση ελαφρότητα αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία οι περισσότεροι συγγραφείς (και οι αναγνώστες, φυσικά, που τους συντηρούν).
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις μέρες μας πεζογράφοι να δημοσιεύουν δύο και τρία έργα τον χρόνο, ή ακόμη και ποιητές (λιγότεροι, βέβαια, αφού οι περισσότεροι έχουν εδώ και χρόνια στρέψει επιδεικτικά τη πλάτη τους στην αγορά, ή και το αντίστροφο, να γυρίζουν από εκδότη σε εκδότη προκειμένου να δουν τυπωμένη την επόμενη συλλογή τους).
«[…] Μέσα σ΄αυτόν τον κατακλυσμό των τυπωμένων λέξεων θα άξιζε να αναρωτηθούμε τίνος συγγραφέα τη σιωπή θα θεωρούσαμε σήμερα πλήγμα για τα γράμματά μας […] Η απάντηση, νομίζω περιττεύει». (Χάρης Βλαβιανός, τί θα μείνει, από τον τόμο δοκιμίων: Ποιόν αφορά η ποίηση; Σκέψεις για μια τέχνη περιττή, «Πόλις», Αθήνα 2007, σελίδες 111, 112).
«[…] Κρίση δεν υπάρχει σήμερα μόνο στον ποιητικό λόγο. Υπάρχει και στον πεζογραφικό, όχι μικρότερη από την κρίση του ελεύθερου στίχου – εννοώ κρίση ποιοτική. Με τη διαφορά ότι η κρίση στην πεζογραφία· δεν φαίνεται, γιατί την καλύπτει η ποσοτική επιτυχία των πωλήσεών της, των μυθιστορημάτων κυρίως. Η οποία οφείλεται κυρίως στην αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση της λογοτεχνίας μας, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, που πριμοδοτεί την άκριτη προώθηση της πεζογραφίας από τους εκδότες. Βλέπετε, ένα μυθιστόρημα χάρη στον όγκο του (και όχι μόνο σε αυτόν) είναι πολύ πιο κερδοφόρο από μια ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή. Μεγάλη ευθύνη φέρουν για την περιθωριοποίηση της ποίησης και οι life style αντιλήψεις υπευθύνων σελίδων ορισμένων μεγάλων εφημερίδων, που έχουν σχεδόν εξορίσει – για το λόγο που ανέφερα – την ποίηση από τις σελίδες τους […]». (Νάσος Βαγενάς, στο «ΔΙΑΒΑΖΩ» τεύχος 463, Μάρτιος 2006, σελίδα 73)
Χαρακτηριστικό επίσης των λογοτεχνικών πραγμάτων της τελευταίας εικοσαετίας, είναι και το γεγονός, ότι παρά το άνοιγμα της λογοτεχνίας στην αγορά, τον πληθωρισμό των τίτλων, τις προσπάθειες των επιτελών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), τη δράση ορισμένων «μορφωτικών ακολούθων» και «ακολούθων τύπου» που υπηρετούν στις κατά τόπους Ελληνικές Πρεσβείες, και των, όλο ένα και συχνότερων, διεθνών συνεδρίων νεοελληνικής λογοτεχνίας, στα οποία μετέχουν ημεδαποί και αλλοδαποί νεοελληνιστές και μεταφραστές, κανένα από τα προβαλλόμενα στην Ελλάδα βιβλία δεν έχει γίνει διεθνής επιτυχία – μπεστ σέλερ, κατά το κοινώς λεγόμενο:
» Σκεπτικισμός υπάρχει σήμερα ανάμεσα σε όλους όσοι προσπαθούν να πουλήσουν (sic!) Έλληνες συγγραφείς στο εξωτερικό. Οι Έλληνες εκδότες προσπαθούν να πουλήσουν παντού, αλλά δεν προχωράει.(sic!). Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί μοιάζουν να μη μας θέλουν πια. Ακόμα και συγγραφείς μας που έχουν εκδοθεί ήδη και έχουν κάποιες πωλήσεις δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Για τους Αγγλοσάξονες δε συζητάμε, απλώς μας αγνοούν. Οι Γάλλοι εκδίδουν Έλληνες και από κει και πέρα όλα είναι στην τύχη. Οι μόνοι που αγοράζουν συστηματικά Έλληνες συγγραφείς είναι οι Τούρκοι. Οι περισσότεροι Έλληνες πουλάνε δικαιώματα στην Τουρκία. Αλλά αυτό δεν φτάνει […] (Γιάννης Ν. Μπασκόζος, Τί είδα στην Έκθεση Βιβλίου (μερόνυχτα Φραγκφούρτης), «ΔΙΑΒΑΖΩ», τεύχος 479, Νοέμβριος 2007, σελίδα 11)
«Είναι οπωσδήποτε αξιοσημείωτο, ότι για τον ξένο αναγνώστη, ο όρος «Ελληνική λογοτεχνία» ή οποιαδήποτε αναφορά σε «Έλληνες συγγραφείς», φέρνει, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, στο νου: Όμηρο, Σαπφώ, Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη και ένα ολόκληρο σύνολο άλλων Ελλήνων συγγραφέων των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων, ως εάν η Ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, να ’χε τελειώσει στις στάχτες της αρχαίας βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας και, αντίθετα από τι συμβαίνει με τον μυθικό Φοίνικα, να μην αναγεννήθηκε έκτοτε. Το βάρος της Ελληνικής αρχαιότητας είναι τέτοιο ώστε αναγκαζόμαστε να μιλάμε για «σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία» και «σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς» προκειμένου να αποφύγουμε τη σύγχυση, και παραμένει εκτός συζητήσεως, ότι ελάχιστοι ξένοι αναγνώστες θα ήσαν ικανοί να ονομάσουν έστω και ένα «σύγχρονο» Έλληνα συγγραφέα. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη (καλών) μεταφράσεων. Όμως, τα τελευταία χρόνια, ένας ικανός αριθμός έργων σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία […] και στις αγγλόφωνες χώρες. Γεγονός παραμένει πάντως, ότι τα μεταφρασμένα αυτά έργα, σπανίως πλησιάζουν τα μεγάλα βιβλιοπωλεία, πόσο μάλλον τον αναγνώστη, και γενικώς δεν καταφέρνουν να έχουν κάποια παρουσία στην αγορά ξένων βιβλίων» […] (Davit Connolly, προλογίζοντας την έκδοση της «Εταιρίας Συγγραφέων», Greek writers today, an anthology, vol. I, χωρίς χρονολογία, έκδοση 2005. Η μετάφραση δική μου)
«[…] Παρ΄ όλα αυτά, αναμένει ο «νεοελληνιστής Μάριο Βίτι», «να ξεπηδήσει κάποια στιγμή η μεγάλη ιδιοφυΐα, όχι σε επίπεδο μπεστ σέλερ, αλλά μεγάλου λογοτέχνη» […] (Ο συντάκτης της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», Χρ.Π, στο φύλλο της 14ης Φεβρουαρίου 2006, επ΄ ευκαιρία της βραβεύσεως του Μάριο Βίτι, από την «Εταιρία Συγγραφέων»).
Μεγάλος νεοέλληνας λογοτέχνης, αναγνωρίσιμος και αποδεκτός από το ευρύτερο διεθνές κοινό, εκτός, ίσως, του Καβάφη και του Καζαντζάκη, δεν έχει φανεί ακόμα, και είναι μάλλον αμφίβολο αν θα φανεί, στο ορατό τουλάχιστον μέλλον. Είναι, πράγματι τόσο βαριά η σκιά που ρίχνουν, στους σύγχρονους Έλληνες οι αρχαίοι, και τόσο ισχυρός ο νεοελληνικός κομφορμισμός, ώστε και να φανεί κάποτε το μεγάλο ταλέντο, η σύγκρισή του με τους κλασικούς, από τους ξένους, και η αποσιώπησή του από τους εντόπιους ομότεχνους και κριτικούς, που ελέγχουν εκάστοτε τους διαύλους διαδόσεως των έργων, θα αναστείλουν επί πολύ, αν δεν ματαιώσουν οριστικά, την ανάδειξή του στο προσκήνιο.
Ο όρος νεοελληνικός, δηλωτικός της πολιτικής και πνευματικής αναγέννησης των Ελλήνων στο νέο κόσμο, στον κόσμο δηλαδή που δημιουργήθηκε με την υποχώρηση των μεσαιωνικών πολιτειακών και πνευματικών μορφωμάτων, δηλώνει επίσης, την ιστορική, πολιτική και πνευματική ασυνέχεια του ελληνόφωνου κόσμου. Και δεν είναι ίσως δίχως σημασία, για τη λογοτεχνία μας το γεγονός, ότι τα επίθετα νέος, νέα, νέο, ως τοπικοί προσδιορισμοί χωριών, κωμοπόλεων, πόλεων και συνοικισμών του Ελληνικού κράτους, ουδέποτε σημαίνουν εποποιία ιμπεριαλιστικής εξακτινώσεως των δυνάμεων του μητροπολιτικού κέντρου προς νέες, αποικιζόμενες χώρες, όπως συμβαίνει στην ιστορία άλλων λαών (π.χ Νέα Υόρκη, Νέα Γη, Νέα Ζηλανδία κ.α). Σημαίνει πάντα απώλειες εδαφών, συρρίκνωση και μετεγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών στο «εθνικό» λεγόμενο «κέντρο», δηλαδή στην κολοβωμένη ελλαδική επικράτεια.
Κατ΄ αναλογίαν, ο προσδιορισμός ως νέας ελληνικής, της λογοτεχνίας μας, σημαίνει, για τους ξένους νεοελληνιστές και για όσους Έλληνες δεν εθελοτυφλούν, απώλεια κύρους και συρρίκνωση στα όρια ενός επαρχιακού – ευρωπαϊκού ιδιώματος, μιας άλλοτε ρωμαλέας γλώσσας που παρά πάντα εκσυγχρονισμό της, αδυνατεί να δώσει έργα στιβαρά. Όσον αφορά, πάλι την ανασταλτική δύναμη του νεοελληνικού κομφορμισμού, αρκεί να θυμηθεί κανείς, όπως επισημαίνει ο Davit Connolly στο ίδιο κείμενό του, ότι τόσο ο Καβάφης, όσο και ο Καζαντζάκης, μόνο μετά τον θάνατό τους έγιναν (ο Καζαντζάκης, εν μέρει και με πολλές επιφυλάξεις) αποδεκτοί από τους κατεστημένους ομότεχνους και κριτικούς.
Ανεξάρτητα, πάντως από το τι γενικότερα συμβαίνει με την νεοελληνική λογοτεχνία από καταβολής της, τα τελευταία είκοσι, περίπου, χρόνια, παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό τίτλων, θεσμών, περιοδικών, γραμματολογιών και μονογραφιών, συμβαίνουν, επίσης, ανακατατάξεις, επαναξιολογήσεις και αλληλοαμφισβητήσεις λογοτεχνικών «γενεών», δίχως εντούτοις να μετατίθεται το κέντρο βάρους της γραμματείας από το σημείο ισορροπίας του (μεταξύ Κάλβου, Σολωμού, Καρυωτάκη, Ρίτσου και «γενιάς του ’30»), των τελευταίων πενήντα χρόνων. Ειδικότερα: Τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία, τα προβαλλόμενα έργα, παρά τις όποιες υφολογικές, ιδεολογικές, θεματικές και ποιοτικές διαφορές, είναι, περίπου, ισοδύναμα και κυμαίνονται όλα από το απλώς «καλό», μέχρι το «πολύ καλό». Τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία προφανής είναι η, αγωνιώδης ορισμένες φορές όσο και απρόσφορη, εντέλει, απόπειρα (κυρίως στην ποίηση) υπερβάσεως, ταυτοχρόνως, των ίδιων και των κοινών τρόπων. Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η τελευταία2 συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Πεταμένα λεφτά, (2005) και το τελευταίο πεζό του Τάσου Γουδέλη Οικογενειακές ιστορίες, (2006).
Κατά τα άλλα, στην ποίηση, οι κοινοί τόποι κυμαίνονται από τον πανικό, ή την στοχαστική εγκαρτέρηση, των ποιητών της λεγόμενης «γενιάς του΄70», προ των επερχομένων γηρατειών και του πλησιάζοντος θανάτου, έως την παγίωση της νεορομαντικής μεψιμοιρίας, των ποιητών της λεγομένης «γενιάς του ΄80» ή, του «ιδιωτικού οράματος» (όρος με τον οποίο τιτλοφορεί το 2ο κεφάλαιο του βιβλίου του Ποίηση και πολιτική, 1900 – 1960 o C. M. Bowra, ήδη από το 1966, ελληνική μετάφραση Λύντιας Στεφάνου, έκδοση «Δημ. Ν. Παπαδήμα», Αθήνα 1982, και τον οποίο υιοθετεί, ή στον οποίο κατά σύμπτωση καταλήγει ο Ηλίας Κεφάλας, στην Ανθολογία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, η δεκαετία του 1980, ιδιωτικό όραμα, «Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη», Αθήνα 1989).
Στα όρια των κοινών αυτών τόπων, η λεκτική και νοηματική δομή των ποιημάτων ποικίλλει, από τη χαλαρή συνοχή ως τη πλήρη εξάρθρωση, η εικονοποιία ποικίλλει ανάλογα με τη θεματική και η γλώσσα, δημοτική κατά κανόνα (με ισχυρές όμως προβολές της καθαρεύουσας στην ποίηση των επιγόνων του Εμπειρίκου) και συχνά μικτή, κυμαίνεται από το απλό καθημερινό ιδίωμα, μέχρι την εξεζητημένη, κρυπτική, συντεχνιακή, σχεδόν, γλώσσα όλο και περισσότερων ποιητών. Η κρυπτικότητα (την οποία δεν έχει ούτε λόγο ούτε διάθεση ο μέσος αναγνώστης να αποκωδικοποιήσει), και η αυτοαναφορικότητα (η οποία συχνά αγγίζει τα όρια της εκζήτησης), παράλληλα με την εμπορική προώθηση των μυθιστορημάτων, από όλα τα ΜΜΕ, είναι από της αιτίας απομακρύνσεως του μέσου αναγνώστη, από την ποίηση.
Από τους αμέσως παλαιότερους, αξιομνημόνευτη είναι η ευρύτατη ζήτηση των συλλογών της Κικής Δημουλά (η οποία έγινε και ακαδημαϊκός), και τούτο, όχι απλώς ερήμην της κατεστημένης κριτικής, αλλά και παρά τις αντιρρήσεις της. Ως προς τις ανακατατάξεις, τις επαναξιολογήσεις και τις αλληλοαμφισβητήσεις των λογοτεχνικών «γενεών», τα τελευταία δέκα χρόνια, παρατηρείται, αύξηση βιβλιογραφίας Καρυωτάκη, αύξουσα απόκλιση του «λογοτεχνικού κανόνα», από Παλαμά και Σικελιανό, αρνητική, εν πολλοίς, επαναξιολόγηση του Βάρναλη, (με αφορμή την έκδοση κατοχικών χρονογραφημάτων του), καταγγελία του «ελληνοκεντρισμού» της «γενιάς του ‘30» (η οποία εντάσσεται στη θεολογικής σημειολογίας δαιμονοποίηση του «εθνικισμού», από τους εκσυγχρονιστές – θιασώτες του «πολιτικώς ορθού» και των προταγμάτων του νεοφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού), δίχως, όμως, απομείωση της σημασίας του Σεφέρη, του Ελύτη (λιγότερο), του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου, αφ΄ ενός, και του Ρίτσου αφ΄ ετέρου (ο οποίος ληξιαρχικά μόνο ανήκει στη γενιά του΄30), παγίωση της διακεκριμένης θέσης του Αναγνωστάκη στα όρια της λεγομένης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των ποιητών της «γενιάς του ΄70», και καταγγελία της εξουσίας που ασκεί τόσο έναντι των προηγουμένων της, όσο και των επομένων της «γενεών», μέσω των περιοδικών (Το Δέντρο, Η λέξη, Το Πλανόδιο), των ραδιοφωνικών και – των τηλεοπτικών εκπομπών και των θέσεων σε εκδοτικούς οίκους που κατέχουν μέλη της.
Χαρακτηριστικό της καταγγελτικής αυτής διάθεσης, είναι η αρνητική κριτική που δημοσίευσε ο Ευριπιδης Γαραντούδης3, στο τεύχος 1710 (Μάρτις 1999,) της Νέα(ς) Εστία(ς), για τη συλλογή του Γιάννη Κοντού Ο αθλητής του τίποτα, όπου μεταξύ άλλων καταλογίζει και τα εξής: «[…] Το αμφισβητιακό περιεχόμενο της ποίησης της γενιάς του ‘70 αποδείχτηκε ιδεολογική ετικέτα και άλλοθι, συνδυασμένα με επαναλαμβανόμενα ως την εξάντληση εκφραστικά μέσα. Ο κύριος λόγος για τον οποίο η αμφισβήτηση απέβη ιδεολογική πόζα ήταν η εξόφθαλμη ασυνέπεια ανάμεσα στον οργισμένο αντικαθωσπρεπισμό και στη ρηξικέλευθη λεκτική τόλμη που διέκριναν τα ποιητικά κείμενα από τη μια πλευρά, και στην απόσταση ασφαλείας από την άμεση ή και παράτολμη κοινωνική δράση, από την άλλη πλευρά, απόσταση που χαρακτηρίζει τη δημόσια πνευματική στάση των περισσοτέρων ποιητών της γενιάς του ΄70.
[…] Στην πεζογραφία, οι κοινοί τόποι, ορίζονται, ακόμα, από τα πάθη του εμφυλίου, τα «πέτρινα» μετεμφυλιακά χρόνια της δεκαετίας του ΄50, τη σύντομη άνοιξη των αμέσως πριν τη δικτατορία ΄67 – ΄74  χρόνων, τη δικτατορία, το «Πολυτεχνείο», και τη «μεταπολίτευση», αφενός, και αφετέρου, από ερωτικά τρίγωνα, άκαιρες και πολλές χυδαιολογίες, αποδιοργάνωση του κειμένου, υπονόμευση της αφήγησης, «ποιητικότητα» και κατάργηση της χρονικής αλληλουχίας των γεγονότων, όταν δίνονται γεγονότα. Χαρακτηριστική είναι και η συχνότητα των ιστορικών μυθιστορημάτων, τα τελευταία, ιδίως χρόνια, καθώς και η στροφή προς το λόγιο, αστυνομικό, μυθιστόρημα. Στη κριτική, εκτός των κατ΄ επάγγελμα δημοσιογράφων – κριτικών (Π. Μπουκάλας, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Κώστας Βούλγαρης, Κατερίνα Σχινά), και των ποιητών, ή και των πεζογράφων, σπανιότερα, που δημοσιεύουν κριτικές στα λογοτεχνικά περιοδικά, (Ν. Λάζαρης, Γ. Βέης, Μ. Τοπάλη, Τ. Γουδέλης, Γ. Πατίλης, Δ. Κανελλόπουλος, Σ. Παστάκας, Αρλαγης κλ) ενεργό ρόλο στα εν εξελίξει λογοτεχνικά πράγματα, διεκδικούν, πέρα από την επιλεκτική διδασκαλία σύγχρονων έργων, και οι νεοελληνιστές των πανεπιστημιακών, φιλολογικών, τμημάτων (ιδίως ο Νάσος Βαγενάς, ο Δημήτρης Τζίοβας, και ο Ευριπίδης Γαραντούδης) με παρεμβάσεις, άρθρα και μονογραφίες.
Σοβαρή δουλειά, στο χώρο της δημοσιογραφικής κριτικής, κάνουν οι υπεύθυνοι της Βιβλιοθήκης4, του εβδομαδιαίου ένθετου περιοδικού της εφημερίδας Ελευθεροτυπία (Θ. Γιαλκέτσης, Β. Κ. Καλαμάρας, Ν. Ντόκας, Κ. Σχινά και Β. Χατζηβασιλείου), και οι συνεργάτες τους, οι οποίοι κατορθώνουν και ισορροπούν στο μεταίχμιο του ουσιαστικού λόγου και των λόγων που ζητάει η βιβλιαγορά.
Σοβαρή, από κάθε άποψη, είναι και η δουλειά των υπευθύνων και των συντακτών του ογκώδους (2459 σελίδες Α4), ασήκωτου και δύσχρηστου, ως εκ τούτου, Λεξικο(υ) Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, έκδοση «Πατάκη», Αθήνα, 2007, που ξεκίνησε το 1988 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο φέτος, υπό την εποπτεία του Αλέξη Ζήρα. Χαρακτηριστικό του επαγγελματικού ήθους των συντακτών, εκτός της εξαντλητικής λημματογράφησης, περιοδικών, ανθολογιών, θεωρητικών τάσεων, εδρών νεοελληνικής λογοτεχνίας του εξωτερικού, μεταφραστών, βιβλιοκριτικών, «καθιερωμένων» και «γνωστών» λογίων, παλαιών και νέων, γενικότερα, είναι ότι περιέχει και λήμμα, λ.χ. για τους μακαρίτες ήδη ποιητές Γιώργο Δρανδάκη και Τάκη Παυλοστάθη, τον ποιητή και εκδότη του αρτιγενούς περιοδικού Οροπέδιο, Δημήτρη Κανελλόπουλο, τον ποιητή Θανάση Παπαθανασόπουλο, τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Πάρι Τακόπουλο (του οποίου η Κενή Διαθήκη και η Απορία προς τα έθνη, αποτελούν τα μοναδικά έργα αποσύνθεσης και ανασύνθεσης της ελληνικής κατά τρόπο δημιουργικό λεκτικών υβριδίων απίστευτες περιεκτικότατος αλληλοαναιρούμενων νοημάτων και εκπληκτικής ευθυβολίας), τους οποίους αντιπαρέρχεται η επίσημη κριτική, καθώς και εκτενή αναφορά στο συστηματικώς αποσιωπούμενο περιοδικό, καθολικής, επιθετικής, λίαν ενοχλητικής κριτικής των πνευματικών πραγμάτων (από το 1952 ως το 1967, με ενδιάμεσες διακοπές) του Ρένου Αποστολίδη, Τα Νέα Ελληνικά.
Κατά τ’ άλλα, δεν είναι άσκοπο να υπενθυμιστεί, ότι έχουν λείψει πια, εντελώς, οι λογοτεχνικές παρέες, τα λογοτεχνικά στέκια και οι κατά τόπους και κύκλους λογοτεχνικές κοινότητες που υποστασιοποιούσαν άλλοτε, ό,τι άλλοτε επίσης, συνιστούσε και λέγονταν πνευματική ζωή, και πνευματική παρουσία, στα όρια της ευρύτερης κοινωνικής ζωής της Αθήνας.
Όπως λείπουν πια και οι διάφοροι «τύποι» λογίων, μάλιστα των προφορικών λογίων, που συντηρούσαν με την ιδιομορφία τους τη λογοτεχνική ανεκδοτολογία. Η σημαντικότερη όμως έκλειψη είναι η ολοσχερής απουσία κριτικών κύρους, από τους, όχι και τόσο παλαιούς εκείνους, των οποίων τη κρίση ανέμεναν, εναγώνια, και συχνά τρέμοντας οι δημιουργοί. Μπορεί να μην κατείχαν τα «θεωρητικά εργαλεία» εισαγωγής, που χρησιμοποιούν, κατά κανόνα, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί μας και οι πιο ενημερωμένοι από τους εξωπανεπιστημιακούς, διαμόρφωναν όμως κριτήρια, που αδυνατεί να διαμορφώσει η σύγχρονη κριτική, με αποτέλεσμα, όχι μόνο την πανηγυρική προβολή στο εσωτερικό, έργων και ονομάτων που δεν αξιώνονται καμίας προσοχής στο εξωτερικό, αλλά και να μην είναι βέβαιος ο απαιτητικός δημιουργός για το ποιά πράγματι η αξία του έργου του.
Κώστας Σοφιανός, 2009

1 Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να δημοσιευθεί στην τελευταία έκδοση της εγκυκλοπαίδειας ΠΑΠΥΡΟΣ ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ ΛΑΡΟΥΣ (της οποίας είχα από το 1986 έως το 1994 την ευθύνη της νομικής λημματογραφίας)· δεν μπήκε (και πως νά μπαινε άλλωστε…).
2 Τότε η τελευταία. Ήδη κυκλοφορεί η πράγματι πάρα πολύ καλή συλλογή του Ο άνθρωπος μόνος.
3 Ο οποίος ελπίζω να εξόφλησε πλέον, με την από τον τίτλο κι όλα απερίγραπτη, τελευταία – ο Θεός να δώσει- ανθολογία του, την οφειλή του στο Νάσο Βαγενά (που μόνο το ένθετο cd τού έλειπε, όπως της Μαριορής εκείνης· ο φερετζές, για να κράζουν στο διηνεκές οι αιώνες: «ποιητά - ποιητά, στον αιώνα σου ποιόν κλέπτεις;5») μήπως και σώσει ίχνη του άλλοτε πνευματικού του ήθους…
4 Δυστυχώς η «Βιβλιοθήκη» δεν είναι πια αυτή που ήταν, αρχής γενομένης από το σχήμα (διόλου πρακτικό και οπωσδήποτε διόλου «περιοδικό» που μπορεί κανείς να κρατήσει και να βιβλιοδετήσει, την λειψή ύλη και τη προφανή στροφή προς την αναζήτηση της ευαρέσκειας των εκδοτών). Κρίμα, γιατί ο Γιώργος Χρονάς που την ανέλαβε, και καλός ποιητής είναι, και ενδιαφέροντες νέους ποιητές έχει εκδώσει, και τα εκδοτικά γνωρίζει άριστα. Δεν καταλαβαίνω γιατί καλύπτει με το όνομά του κάτι κατώτερο των ικανοτήτων του.
5 Μετωνυμία της διακειμενικότητας (ή όπως είπε ο ποιητής στον χορευτή: «Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη» υπό τη προϋπόθεση να υπάρχει τέχνη.

Αναδημοσίευση από: www.poiein.gr
Artwork: Costas Dais 
Ο Κώστας Σοφιανός, γεννήθηκε το 1945 και κατοικεί στην Αθήνα∙ σπούδασε Νομικά και δικηγορεί από το 1975. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: Πάρεργο (Αθήνα 1970), Σηματωρός ( Αθήνα 1974 ), Οι Απολαύσεις (εκδ. Διογένης, Αθήνα 1981) και Το Φάντασμα του Υποβολέα (εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1994).
Έχει επίσης, δημοσιεύσει άρθρα, μελέτες και κριτικές, για τους: Ηρακλή Ν. Αποστολίδη, Τάκη Σινόπουλο, Κώστα Καρυωτάκη, Νίκο Καρούζο, Παντελή Πρεβελάκη, Κωστή Παλαμά, Γιώργο Σαραντάρη, Τάσο Λειβαδίτη, Γιάννη Πατίλη, Κώστα Μόντη, Αργύρη Χιόνη, Τάκη Παυλοστάθη, Θανάση Κωσταβάρα, Σταμάτη Φίφη, Άρη Δικταίο, Ασημάκη Πανσέληνο, Γιάννη Ζουγανέλη, Κορνήλιο Καστοριάδη, Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου, Χρήστο Λάσκαρη, Κώστα Μαυρουδή και Γιώργο Δρανδάκη.
Επίσης τα εργοβιογραφικά λήμματα: Ολυμπία Καράγιωργα, Γιάννης Πατίλης, Κωστής Παπαγιώργης, Γιώργος Σαραντάρης, Νίκος Φωκάς και Γιώργος Χρονάς, στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Britanica Larouse καθώς και τα άρθρα για την Ποίηση, Κριτική και Στιχουργική, στον τόμο Παγκόσμια Λογοτεχνία της θεματικής εγκυκλοπαίδειας της Εκδοτικής Αθηνών.
Δημοσίευσε επίσης, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ποιείν και στο κυπριακό περιοδικό Ύλαντρον, εκτενές άρθρο για τη Μεταβυζαντινή Ελληνόφωνη Ποίηση και τις τάσεις της τα τελευταία πενήντα χρόνια. [ΠΗΓΗ: Κωνσταντίνος Μ. Μάστρακας «Η παρέα των πέντε – Ο Κώστας Σοφιανός» Διορθώσεις, Αθήνα 2016 σελ. 16-19]

 https://exitirion.wordpress.com/2018/11/06/costas-sofianos-logotechnia-20-eth/?fbclid=IwAR0T86uRwXra9srHyhDvI3GRo-BsikCagWHYS97af0ddTShKlx1MAT1Z-fc