11.11.18

ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ (Ἀθήνα 1922-1988)

Ἐντρυφώντας μέσα στὶς τελευταῖες ποιήσεις τοῦ Τάσου Λειβαδίτη νιώθουμε ἔκπληκτοι ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ ρίγος ποὺ τὶς διαποτίζει. Ἤδη ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Βιολέτες γιὰ μιὰ ἐποχή», ὁ στίχος του «Κι ὅπως χιόνιζε ἄνοιξα τὸ Εὐαγγέλιο, ὰλλὰ χιόνιζε κι ἐκεῖ» μᾶς γεμίζει δέος καὶ ἀτέρμονη τρυφερὴ συγκίνηση γιὰ τὴ μεταστροφὴ ἑνὸς ποιητὴ ἀπὸ τὶς πεζὲς δεσμεύσεις τοῦ σοσιαλιστικοῦ ρεαλισμοῦ πρὸς τὴ λυρικὴ ἀπελευθέρωση καὶ τὴν κατάκτηση μιᾶς ποίησης μὲ ἀπεριόριστα ἐκτενεῖς ὁρίζοντες. Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς νέας ποίησης τοῦ Τάσου Λειβαδίτη εἶναι αὐτὸ ποὺ κάλλιστα μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ «λυρικὴ θεολογία», ὑπογραμμιζόμενο ἀπὸ τὴν ἔκφραση ἑνὸς ἔντονου θρησκευτικοῦ ρίγους, τὸ ὁποῖο γίνεται ἐντονότερο ἀπὸ συλλογὴ σὲ συλλογὴ καὶ κορυφώνεται στὰ ποιήματα ποὺ κλείνουν τὴν ποιητική του πορεία. Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε ὡς νέα ποίησή του, ἐντοπίζεται στὴν τρίτη του περίοδο ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Ἐγχειρίδιο εὐθανασίας» (1979) μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἔργου του.

Στὴν τελευταία του συλλογὴ «Τὰ χειρόγραφα τοῦ φθινοπώρου» (1990) ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ γίνεται σχεδὸν ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ καὶ μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ εἴτε ὡς ἐκ νέου σύναψη σχέσεων μὲ μιὰ ἀνώτερη συμπαντικὴ δύναμη, ἡ ὁποία ὑπῆρχε καταχωνιασμένη μέσα του, προσδιορισμένη ἀπὸ ἁλυσιδωτὲς μνῆμες προγόνων καὶ παιδικῶν χρόνων, εἴτε ὡς ἀνακάλυψη ἀπὸ τὴ νέα ὀπτικὴ τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία μᾶς καταλαμβάνει ὅταν πλησιάζει τὸ τέρμα τοῦ βίου μας.
Στὴ μεταθανάτια αὐτὴ συλλογή περιλαμβάνονται ποιήματα μὲ διάχυτη τὴν αἴσθηση τοῦ ὁρατοῦ τέλους. Ὁ βροχοστάλαχτος φθινοπωρινὸς λυρισμὸς ὁδηγεῖ σὲ ἀποτιμήσεις θλίψεων καὶ νουθεσίες πρακτικῆς ἁπλότητας. Ἡ ἠθικὴ σοβαρότητα καὶ ἡ γνωστικὴ ὡριμότητα ὠθοῦν τὸ κέντρο βάρους τοῦ ποιήματος καὶ πάλι στὸν ἄνθρωπο. Ἀνάμεσα σὲ δυὸ βρεγμένα ἀπὸ τὴ δροσιὰ φύλλα χωρᾶ ὁ λόγος τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἐγκόσμιας ἰσότητας. Οἱ συναρτήσεις τοῦ ποιήματος ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀκούραστη ἀναζήτηση τῆς γαλήνης, τῆς ἰσορροπίας, τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξης καὶ τοῦ ἀνώδυνου τέλους. Οἱ καταστάσεις καὶ οἱ ἀξίες αὐτὲς ἔρχονται τώρα ἀπὸ πολὺ μακριά, πέρα ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ὅρια τῆς καθημερινότητας. Ὁ ποιητὴς ἔχει κουραστεῖ νὰ ψάχνει τὰ αὐτονόητα μέσα στὴ θνητή ὑφὴ τοῦ βίου. Μεταθέτει λοιπὸν τὴν παρηγορία του μέσα στὸ μυθικὸ φάσμα τοῦ ἐπέκεινα. Ἐκεῖ ὅπου ἕνας Θεὸς ἀποτιμητής, παρηγορητὴς καὶ λυτρωτὴς ἀναμένει καὶ παραστέκει.
Σ’ αὐτὸν τὸν Θεὸ, ποὺ ἐσχάτως ἐναγκαλίζεται, ὁ Λειβαδίτης ἀποτείνεται ἀπ’ εὐθείας ἤ πλαγίως γιὰ νὰ αντλήσει δυνάμεις, νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις, νὰ δώσει ἀναφορὲς, νὰ πραΰνει τὴ θλίψη του καὶ, ὅταν τὸ κουράγιο τοῦ ἐπιτρέπει, νὰ ζητήσει λύσεις γιὰ τὰ αἰνίγματα τοῦ κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: