Αλλόκοτες πόλεις σε παραμυθικό φόντο, παλινδρόμηση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα αλλά κυρίως η μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό: αυτά είναι ορισμένα από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των διηγημάτων της Έλσας Κορνέτη που συνθέτουν το βιβλίο με τίτλο Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες που εκδόθηκε (2020) από τις εκδόσεις Μελάνι. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στις μέρες μας το λογοτεχνικό είδος του παραμυθιού έχει εξελιχθεί πολύ τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή, τις λογοτεχνικές τεχνικές δηλαδή με τις οποίες οι συγγραφείς τους πραγματεύονται τα εν λόγω θέματα. Τούτο σημαίνει ότι όχι μόνο κλασικοί συγγραφείς παραμυθιών, όπως οι αδελφοί Grimm και ο Hans Christian Andersen, αλλά και λογοτέχνες όπως ο Edgar Alan Poe επέλεξαν να προσεγγίσουν και κυρίως να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα, αντλώντας λογοτεχνικά μοτίβα, σύμβολα και μεταφορές από τον παραμυθικό κόσμο ή την επικράτεια του κινήματος του Μαγικού Ρεαλισμού. Ακολουθώντας το ίδιο κόκκινο νήμα, η Κορνέτη επιχειρεί και κατορθώνει να πραγματευτεί σύγχρονα προβλήματα ή και μάστιγες που κατατρύχουν την ανθρωπότητα στις μέρες μας, κινούμενη μεταξύ του λογοτεχνικού κινήματος του Μαγικού Ρεαλισμού και του παραμυθικού κόσμου.
Κάθε ένα από τα «παραμύθια» του βιβλίου ακολουθεί τη δομή των διηγημάτων, στον βαθμό που πρόκειται για αφηγήσεις με απλή δομή, με λιγοστούς πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, οι οποίοι κάποιες φορές είναι χωρίς ονομαστική ταυτότητα, αφηγήσεις χωρίς σαφή προσδιορισμό του χωροχρόνου, πολλές φορές χωρίς εξαντλητική περιγραφή της δράσης και κυρίως με πλοκή που τη διακρίνει μία κλιμάκωση με δομικά στοιχεία την κρίση, ένα σημείο κορύφωσης της κρίσης και ένα αντίστοιχο καμπής, αλλά κυρίως ένα αιχμηρό, πολλές φορές ανοιχτό τέλος της διήγησης. Όλες οι ιστορίες θέτουν ερωτήσεις στους αναγνώστες με βάση τα διλήμματα των πρωταγωνιστών, των ηρώων και των αντι-ηρώων τους, και κάθε μία από τις ιστορίες επικεντρώνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα. Υπάρχει μία ισορροπία μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής δράσης των πρωταγωνιστών, η αφήγηση ρέει με βάση μια σχεδόν μουσική, ποιητική θα τολμούσα να ισχυριστώ γλώσσα και ο παντογνώστης αφηγητής, ο οποίος είναι πανταχού παρών, στο τέλος της αφήγησης μας αφήνει κάποιες φορές με μία πικρή επίγευση, κάποιες άλλες μας προσφέρει ένα σαρδόνιο χαμόγελο, ορισμένες θολώνει τα όρια ανάμεσα στην ειρωνεία και τη μελαγχολία.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος γιατί αυτά τα «παραμύθια», γιατί αυτές οι ιστορίες μας αφορούν· γιατί πρέπει να τις διαβάσουμε και ποιο είναι το όφελος για τους σύγχρονους αναγνώστες. Η απάντηση στα προαναφερθέντα ερωτήματα εδράζεται κυρίως στα θέματα των ιστοριών, η ανάγνωση δηλαδή με επίκεντρο το θέμα είναι το κλειδί που μπορεί να ξεκλειδώσει το κουτί του μυστηρίου της αναγνωστικής διαδικασίας. Εάν προσπαθούσαμε να συμπυκνώσουμε σε μια φράση την προοπτική αυτής της συλλογής των ιστοριών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα ειρωνικό σχόλιο για τον σύγχρονο πολιτισμό, μία μετωνυμία για την κοινοτοπία του κακού, μία συνεκδοχή της ταχείας μεταμόρφωσης του κόσμου μέσω των βίαιων τεχνολογικών επιπτώσεων.
Η διαδικασία της ανάγνωσης πυροδοτεί μία σειρά από ερωτήσεις που αναδύονται από τα ακόλουθα αντιθετικά ζεύγη: φύση εναντίον τεχνολογικής προόδου, πραγματική απλή ζωή εναντίον της πλαστής ευτυχισμένης, η δυστυχία της φτώχειας έναντι της εικονικής ευτυχίας του υπερβολικού πλούτου, η τέχνη εναντίον της μηχανής, η πίστη εναντίον της προδοσίας, η αλήθεια εναντίον του ψεύδους, το έλεος εναντίον της απανθρωπιάς και της σκληρότητας, εν τέλει η ζωή απέναντι στον θάνατο. Οι ιστορίες είναι δυνατόν να ομαδοποιηθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: α) Σε αυτές που πραγματεύονται την κατάρα της ασύδοτης τεχνολογικής εξέλιξης. Σε αυτήν την ομάδα ενδεικτικά μπορούμε να καταχωρήσουμε διηγήματα, όπως είναι «Ο πρίγκιπας των αλγόριθμων», «Ο ανθός του video game» και «Κάποιο είδος αγάπης». β) Μία δεύτερη ομάδα συγκροτούν τα διηγήματα που ασχολούνται με την εκδίκηση της φύσης, όπως το ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα «Το νησί πάνω στο ψάρι», αλλά και «Οι κορεσμένοι» και το «Θαλασσινό ναρκοπέδιο». Η τρίτη ομάδα διηγημάτων αποτελείται από αυτά που αφηγούνται την αλαζονική και συνάμα απάνθρωπη ανθρώπινη φύση και τη συνακόλουθη τιμωρία της, ένα είδος αιτίας και αποτελέσματος που μας θυμίζει έντονα το σχήμα: ύβρις, άτις, νέμεσις, τίσις. Και εν προκειμένω μπορούμε να εντάξουμε διηγήματα, όπως είναι «Η ακολουθία των Υπερήχων» και «Χαιρετισμοί». δ) Καταληκτικά, μια τέταρτη ομάδα συναποτελούν οι ιστορίες για τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι ιστορίες δηλαδή που μιλούν για την απώλεια της αγάπης και της πίστης, της πατρίδας και της ζωής. Και εδώ μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εντάσσονται διηγήματα, όπως είναι «Η σιωπή του φάρου», «Ο φτεροσυλλέκτης» και το «Μελάνι πικρό».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαχρονικά η αλήθεια εμφωλεύει στα παραμύθια. Αλλά ποιο είδος αλήθειας; Είναι αρκετό για τους αναγνώστες μόνο το τελικό επιμύθιο, το συμπυκνωμένο συμπέρασμα των διηγήσεων; Το ερώτημα βεβαίως μπορεί να απαντηθεί μόνο εάν απευθυνθούμε στον κάθε έναν αναγνώστη χωριστά, αφού η απάντηση είναι συνάρτηση των προσδοκιών, της πρόσληψης και των απαιτήσεων του εκάστοτε αναγνώστη. Όμως αυτό το οποίο εντέλει διακρίνει τα «παραμύθια» της Κορνέτη είναι ότι το κρυφό νόημα, το επιμύθιο ή αλλιώς το ηθικό δίδαγμα έχει το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον. Και αυτή η φουτουριστική προοπτική του βιβλίου εμπλουτίζει και προικοδοτεί όχι μόνο το είδος των παραμυθιών αλλά και την έννοια της ίδιας της ανάγνωσης.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Gueorgui Pinkhassov. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου