28.4.21

Η κομψότητα του κλασικού – του Μιχάλη Μακρόπουλου


Γιώργος Μητάς, Τα δύο δώρα, εκδ. Στερέωμα, Αθήνα 2021.

Αναμφισβήτητη πρωταγωνίστρια στη νουβέλα Τα δύο δώρα του Γιώργου Μητά είναι η αγάπη του συγγραφέα για τη λογοτεχνία. Μα, δεν είναι αυτή η άτυπη πρωταγωνίστρια σε κάθε πεζογράφημα; θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς – και η απάντηση είναι όχι, ή τουλάχιστον όχι έτσι. Το ύφος στα Δύο δώρα είναι «ανερυθρίαστα» κλασικό, ως και παλιομοδίτικο ακόμα, θα μπορούσε κανείς να πει (κάπου

στη νουβέλα λέγεται: «Εκείνη τη στιγμή, λες και ο συγγραφέας του βιβλίου άκουσε τη σκέψη του και θέλησε να τον δοκιμάσει, οι πρώτες νότες του “I Am Old Fashioned” απλώθηκαν στον αέρα»), και, σ’ ένα βιβλίο γραμμένο τώρα, αυτό το κλασικότροπο ύφος, μια ευγένεια που υπάρχει ανεξαιρέτως στην έκφραση και μια έγνοια να ’ναι κάθε πρόταση όμορφη, καθώς και κάπου κάπου λέξεις όπως «λαμπηδόνα» ή «ενήβωση», που δύσκολα απαντώνται πλέον, γοητεύουν τον αναγνώστη και, πάνω απ’ όλα, τον πείθουν, ακριβώς γιατί δεν είναι γέννημα εκζήτησης, μα αγάπης.

Και, του ήρωα των Δύο δώρων, του Αντρέα, αυτή η εκφραστική ευγένεια του έρχεται γάντι. Φύσει ντροπαλός, με μια βαριά αρρώστια στην εφηβεία να ’χει επιτείνει τούτη την ντροπαλοσύνη, «είχε καταφέρει να χωρέσει ολόκληρη τη ζωή του σε δύο επικράτειες που θεωρούσε δικές του, τις χάρες των οποίων μπορούσε ν’ απολαμβάνει χωρίς σημαντικούς περισπασμούς από τον έξω κόσμο: τη λογοτεχνία και την ιχθυολογία».

Χωρίς, προφανώς, συγγραφέας και ήρωας να ταυτίζονται επ’ ουδενί, δεν παύει ο Γιώργος Μητάς να ’χει σπουδάσει βιολόγος, η δεδηλωμένη μεγάλη του αγάπη να είναι η λογοτεχνία (στα Δύο δώρα έχει φυσικά την τιμητική της: από ένα ποίημα του Τσέζαρε Παβέζε, ως την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ του Πόε, κ.ά.π.) – και, παρεμπιπτόντως, ο Αντρέας έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Παγκράτι (όπου κατοικεί ο Γιώργος Μητάς), η μουσική που επενδύει πολλές σκηνές στα Δύο δώρα τυχαίνει να είναι τζαζ, το είδος δηλαδή που πιο πολύ αγαπά ο συγγραφέας, κι ο Αντρέας, συγγραφέας και ο ίδιος εκτός από ιχθυολόγος, βιώνει τη ζωή του σαν βιβλίο που γράφεται ενόσω τη ζει («Ο ήρωάς μας δεν είχε το κουράγιο ν’ αναλογιστεί τον δικό του ρόλο στην ιστορία, τι μπορεί να επιφύλασσε γι’ αυτόν στα επόμενα κεφάλαια ο παντοδύναμος συγγραφέας», λέγεται κάπου, κι αλλού: «Βρισκόταν λοιπόν στο έλεος της πένας του – έπιασε τον εαυτό του να παρακαλά για μια ευτυχή κατάληξη, σε πείσμα οποιασδήποτε καλλιτεχνικής επιδίωξης του δημιουργού»).

Γι’ αυτόν τον άτολμο ιχθυολόγο και συγγραφέα με την παλιοκαιρίσια ευγένεια, που κάνει κάποτε μια συμφοιτήτριά του να του πει περιφρονητικά: «Είσαι σοβαρός, άνθρωπέ μου; Πού τα βρήκες όλα αυτά; Ε, δεν είμαστε καλά!», ο καταλύτης είναι η Μύρρα, που με τη μαγική της παρουσία φέρνει τα πάνω κάτω στο κέντρο θαλασσίων ερευνών όπου εργάζεται ο Αντρέας και, κατά τύχη περίπου, βρίσκεται μαζί του σ’ ένα συνέδριο στην Μπανγκόκ, όπου εκτυλίσσεται η μισή και πάνω ιστορία στα Δύο δώρα, όταν μπαίνουν σ’ αυτήν κι άλλα δύο πρόσωπα, και κυρίως ένας παλιός φίλος του Αντρέα, ο Λουκάς, που γοητεύει τη Μύρρα.

Και τούτες οι σελίδες, της Μπανγκόκ, είναι ίσως και οι πιο όμορφες στη νουβέλα: αγορές, ναοί, εστιατόρια, πολύβουοι δρόμοι, κλαμπ, ζωντανεύουν γύρω από το ζευγάρι που έπειτα γίνεται τρίο και, κάποια στιγμή, κουαρτέτο, με την καθεμία λέξη εδώ να ’ναι προσεχτικά διαλεγμένη από τον Μητά, καθώς στην αφήγησή του πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο τώρα της ταϊλανδικής πρωτεύουσας και στο Παγκράτι του ’80, σε τούτη την ιστορία που η κομψότητά της είναι το δώρο της στον αναγνώστη.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Sebastião Salgado, Ταϋλάνδη 1987Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: