Σελίδες για τον πολιτισμό, την ποίηση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη ζωγραφική. email: poets2015@gmail.com
20.4.21
Λεπτά φύλλα και σκιερά δέντρα στην ελληνική πεζογραφία- Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Η μεταπολιτευτική λογοτεχνία, κυρίως η πεζογραφία, έχει την τύχη να αναλύεται πλέον πολύτροπα, τόσο σε μεμονωμένα άρθρα όσο και σε συνθετικές μελέτες, όπως αυτές τριών σημαντικών Ελλήνων κριτικών: «Η κίνηση του εκκρεμούς. Ατομα και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017» του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (Πόλις, 2018), η «Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά» της Ελισάβετ Κοτζιά (Πόλις, 2020) και τώρα «Η ελιά κι η φλαμουριά» του Δημοσθένη Κούρτοβικ, ο οποίος επιχειρεί μια ανάλογη χαρτογράφηση και ερμηνεία του μεταπολιτευτικού λογοτεχνικού τοπίου. Στην ουσία η χαρτογράφησή του είναι κειμενοκεντρική και γι’ αυτό δεν αναλώνεται ούτε σε βιογραφικά στοιχεία ούτε σε πλήρεις εργογραφικούς καταλόγους για κάθε δημιουργό. Τα ίδια τα κείμενα προσεγγίζονται με δύο κατά βάση κριτήρια, ένα κοινωνιολογικό κι ένα αισθητικό. Το πρώτο εφαρμόζεται για να εξετάσει πώς η λογοτεχνία διασταυρώνεται με την ελληνική κοινωνία, τις αλλαγές στα ήθη και τον τρόπο ζωής των Νεοελλήνων. Προφανώς δεν αντανακλά την εξωτερική πραγματικότητα σαν κάτοπτρο, αλλά οσμίζεται, παρουσιάζει, ερμηνεύει και εν γένει προτυπώνει και διατυπώνει τον λόγο της σε παραλληλία με τις τρέχουσες αλλαγές κι εξελίξεις. Το δεύτερο ακολουθεί μια εσωτερική γραμμή, που επισημαίνει το πέρασμα από τον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό, ως λογοτεχνία της εξάντλησης, στο μεταμοντέρνο. Σ’ αυτό το πλαίσιο η πεζογραφία μετά τη δικτατορία χωρίζεται από τον Δ. Κούρτοβικ σε δύο περιόδους, από το 1974 περίπου μέχρι το 1990 και από το 1990 ώς το 2020. Το 1990 τίθεται αδρομερώς ως όριο της ελλαδικής κοινωνίας, που χωρίζει το άμεσα μεταπολιτευτικό από το άνοιγμα στην παγκόσμια κοινωνία, αλλά και μεταίχμιο της λογοτεχνικής παραγωγής, η οποία ακολουθεί τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα. Ο κριτικός βέβαια δεν τηρεί παντού τα όρια, επειδή θεωρεί ότι κείμενα που δημοσιεύτηκαν αργότερα αποδίδουν τη νοοτροπία τού πριν, αλλά και προγενέστερες τάσεις διαπερνούν τις δεκαετίες και φτάνουν μέχρι τον 21ο αιώνα. Advertisement Ποιες τάσεις, λοιπόν, διαγράφονται; Ποιες γαίες χρωματίζονται; Τα πρώτα μεταπολιτευτικά έργα δεν ακολουθούν το γενικότερο κλίμα της κοινωνικής ευφορίας, αλλά κατακρίνουν την πολιτική, την αστικοποίηση, τη νεολαία και τους αγώνες, επειδή η μεταπολεμική γενιά, που ακόμα είναι στα πράγματα, βλέπει αρνητικά τη μεταπολιτευτική κοινωνία, κυρίως επειδή την κρίνει -σύμφωνα με τον Δ. Κούρτοβικ- με όρους προδικτατορικούς που είχαν πλέον ξεπεραστεί. Αυτήν την περίοδο ποικίλες τάσεις απλώνουν τα πλοκάμια τους πίσω στον Εμφύλιο, ο οποίος ακόμα ερεθίζει, στην Αριστερά και την αυτογνωσία της, τη μετανάστευση, το αστικό περιβάλλον, τους νέους και τα μοντέλα ζωής τους, το αντιηρωικό μοντέλο κ.λπ. Στη δεύτερη φάση, μετά το 1990 δηλαδή, οι φυγόκεντρες τάσεις διευρύνουν τη ματιά και το πνεύμα. Το «εμείς» στρέφεται σταδιακά στο «εγώ», το υποκείμενο αποκτά ατομικότητα, η πραγματικότητα διαθλάται μέσα από τον παρατηρητή, η (αυτο)βιογραφία εξελίσσεται σε ποικίλους αναβαθμούς απόδοσης του «εγώ». Η κριτική της κοινωνίας συνεχίζεται, όχι όμως στην απορριπτική της χροιά, αλλά μέσω ειρωνείας και χιούμορ για κάθε παθογένεια και τερατογένεση της σύγχρονης ζωής, όπως είναι η τρομοκρατία, που επιχειρείται να ερμηνευθεί, και η έλευση των αλλοδαπών, η οποία διαμορφώνει συνθήκες πολιτισμικής διαλεκτικής και ώσμωσης. Στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα (ξαν)ανθίζουν είδη που είχαν παλιότερα φθαρεί, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο αναλαμβάνει τον ρόλο του κοινωνικού ανατόμου, και το ιστορικό, το οποίο τόσο ανατρέπει παγιωμένες αντιλήψεις, όσο και αναδεικνύει τη γλώσσα ως κατασκευαστικό υλικό της ταυτότητας. Μα και άλλα είδη και τεχνοτροπίες αναδύονται όπως η λογοτεχνία του φανταστικού, το μελλοντολογικό αφήγημα, που δημιουργεί νέες πραγματικότητες, η επιστημονική φαντασία κι ο μαγικός ρεαλισμός ο οποίος εξελληνίζεται μέσα στο βαλκανικό του πλαίσιο. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει τον δοκιμιακό χαρακτήρα πολλών έργων, είτε στην αμιγή τους μορφή είτε στον συνδυασμό του δοκιμιακού ύφους με τη λογοτεχνική μυθοπλασία. Τελικά, ποιους νέους προβληματισμούς εγείρει η λογοτεχνία των τελευταίων τριάντα χρόνων; Είναι σαφώς η παγίωση της θέσης της γυναίκας, που ανοίγεται από τους φεμινιστικούς κραδασμούς μέχρι το εύπεπτο ροζ μυθιστόρημα κι από τη θέση του θήλεος μέσα στην Ιστορία ώς την αμφιταλάντευσή του μεταξύ ανεξαρτησίας και οικογενειακής αγκυροβόλησης. Δίπλα σ’ αυτό στέκεται ο έρωτας όχι με τη μελοδραματική του μορφή αλλά πιο επιθετικά ως ειρωνεία, ως διαπροσωπική και διαδικτυακή επαφή, ακόμα και ως ομοερωτική εκδήλωση. Το βασικότερο, όμως, θέμα που τονίζει εμφαντικά ο Δ. Κούρτοβικ, αυτό που δίνει άλλωστε και τον τόνο στην τριακονταετία, είναι η ελληνικότητα μέσα στην παγκοσμιοποίηση. Η πρώτη αφομοιώνει διεθνιστικά πρότυπα, αφίσταται από παλιά στερεότυπα και ενσωματώνει το παγκόσμιο ως ελληνικό, ενώ απ’ την άλλη τείνει συχνά στο τοπικό, προκειμένου να αναδείξει την κοινότητα ως αντίβαρο. Ο Ελληνας πλέον είναι εξοικειωμένος με τον σύγχρονο κόσμο, ζει στο εξωτερικό, βιώνει τον κοσμοπολιτισμό και την οικουμενικότητα ως δικές του ποιότητες, ταξιδεύει για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους και ζει το διεθνές μέσα από την ψηφιακή τεχνολογία, που καταργεί σύνορα. «Η ελιά κι η φλαμουριά» είναι άλλος ένας χάρτης με τον οποίο μπορούμε να διαβάσουμε το σύγχρονο πεζογραφικό μας τοπίο. Προσδιορίζει σκοπέλους και υφάλους, απεικονίζει νέες επικράτειες, αφήνει ζητήματα ανοιχτά προς συζήτηση… Δεν είναι μια κλασική Ιστορία της Λογοτεχνίας, αλλά μια πολιτισμική πρόταση που μιλά πιο πολύ για τάσεις και θέματα, παρά για έργα και συγγραφείς, ανοίγει δρόμους ανάλυσης και θέτει ζητήματα προς διερεύνηση ή και διαφωνία. Σε όλο αυτό βαραίνει η κριτική παρουσία του Δ. Κούρτοβικ από το 1986 έως τη δεκαετία του 2010, με την πανοραμική ματιά του και την οξεία του διάθεση να εμβαθύνει, θέτοντας τα κατάλληλα ερωτήματα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου