Κοντολέων Μάνος
Με τον Μ. είμαστε σχεδόν όλη μας τη ζωή στενοί φίλοι. Γνωριστήκαμε από τα γυμνασιακά μας χρόνια, βρεθήκαμε να φοιτούμε μαζί στην ίδια πανεπιστημιακή σχολή της ίδιας πόλης. Μοιραζόμαστε το ίδιο δωμάτιο. Στενοί φίλοι, με τις ίδιες ιδέες. Φλερτάραμε κι οι δυο με συμφοιτήτριες μας που τις διακρίνανε οι πρώιμες –για εκείνη την εποχή– φεμινιστικές ιδέες.
Μα είχαμε και τις διαφορές μας – κυρίως ως προς τις ποικίλες μορφές των Τεχνών που ανοιγόντουσαν μπροστά μας.
Φανατικός αυτός του Θεάτρου Τέχνης* εγώ δεν είχα χάσει καμιά παράσταση του Εθνικού. Εκείνος είχε στολίσει τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του με αφίσα της Γκουέρνικα του Πικάσο* εγώ τον δικό μου με τα Ηλιοτρόπια του Βαν Γκονγκ. Προσπαθούσα να τον πείσω πως ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της εποχής μας ήταν ο Μπέργκμαν, αλλά ο Μ. προτιμούσε να θαυμάζει τον Αντονιόνι.
Εγώ άκουγα με μανία τα τραγούδια των Μπητλς, ενώ εκείνος έκλεινε τα μάτια και απομονωνότανε καθώς έβαζε τους δίσκους της Τζόαν Μπαέζ και των Πλάτερς. Στα φοιτητικά στέκια εγώ διέπρεπα στο σκάκι* εκείνος στο τάβλι. Άσσος εγώ στο πινκ πονκ* πρώτη στέκα στο μπιλιάρδο εκείνος.
Κοινά τα γούστα μας ως προς τους μυθιστοριογράφους. Κι οι δυο λατρεύαμε τον Καραγάτση και τον Σόμερσετ Μωμ. Μα οι προτιμήσεις μας διαχωρίζονταν στα ποιήματα. Εγώ ονειρευόμουνα τον Έρωτα μέσα από τους στίχους του Ρίτσου – η “Εαρινή Συμφωνία” του ήταν το ευαγγέλιο μου:
1 σχόλιο:
Σας ευχαριστώ πολύ για την αναδημοσίευση.
Δημοσίευση σχολίου