22.4.21

Φύλο εναντίον τάξης- Γιώργος Καράμπελας


Η μείξη αυτοβιογραφίας και κοινωνικής θεωρίας, παρά τη διακηρυγμένη από δεκαετίες και εν μέρει πραγματοποιημένη πλέον ενότητα «προσωπικού» και «πολιτικού», εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό ταμπού, ενίοτε ακόμα και για τους πιο προβεβλημένους εκπροσώπους της ριζοσπαστικής θεωρίας: το «προσωπικό» απωθείται κατά κανόνα στην ανείπωτη επικράτεια του ιδιωτικού, ενώ η κοινωνική θεωρία εκφέρεται λες και από το πουθενά, ακόμα και –ή ιδίως– όταν αναφέρεται με εμφανή πολιτική πρόθεση σε καταπιεσμένα κοινωνικά υποκείμενα, με τα οποία ταυτίζεται μεν ο θεωρητικός, χωρίς ωστόσο να συμπεριλαμβάνει σε αυτά το ίδιο του το πρόσωπο μιλώντας θεωρητικά, χωρίς δηλαδή να φέρνει τον εαυτό του στο προσκήνιο της θεωρητικής του γραφής. Το ακριβώς αντίθετο κάνει ο Ντιντιέ Εριμπόν στην Επιστροφή στη Ρενς, προσφέροντας μάλιστα και μια απαράκαμπτη εφεξής εξήγηση για το φαινόμενο αυτό: υπερβολικά συχνά, μοιάζει να υπαινίσσεται ο Εριμπόν, αυτό που απωθείται στο (και ως) πρόσωπο του θεωρητικού δεν είναι κάποια αφηρημένη «προσωπική» διάσταση, αλλά ένα πολύ συγκεκριμένο ταξικό υπόβαθρο –η ίδια μας η κοινωνική προέλευση– προκειμένου να δικαιωθεί ένα άλλο – η «τάξη» της θεωρίας, η οποία σήμερα ταυτίζεται με ένα αρκούντως επιλεκτικό κατεστημένο (του πανεπιστημίου, της διανόησης, των ΜΜΕ). Είναι αυθεντικά τολμηρή, και στάθηκε στην πράξη σημαντική πηγή έμπνευσης, η κίνηση με την οποία ο γκέι φιλόσοφος Εριμπόν αρχίζει τη στοχαστική του αναδρομή στο παρελθόν του: «μου ήταν πιο εύκολο να γράψω για τη σεξουαλική ντροπή παρά για την κοινωνική ντροπή» (σελ. 23). Παιδί εργατικής οικογένειας της βόρειας Γαλλίας, μεγαλωμένος μέσα σε μια ατμόσφαιρα συχνά ακραίων στερήσεων, λεκτικής και σωματικής σκληρότητας, ομοφοβίας και εδραίων κομμουνιστικών φρονημάτων (τα οποία, ελλείψει κομμουνιστικής διεξόδου, έμελλε να γίνουν τις τελευταίες δεκαετίες λεπενικά), ο συγγραφέας ανατρέχει σε όλα αυτά που χρειάστηκε να ξεπεράσει πρώτα και να κρύψει αργότερα για να γίνει ο «εαυτός» του: επαναστάτης μαρξιστής, μαθητής του Φουκό και του Μπουρντιέ (τους οποίους αντιπαραβάλλει με έναν απλό όσο και ιδιοφυή τρόπο: μεγαλοαστός της γαλλικής επαρχίας και στρατευμένος ομοφυλόφιλος ο πρώτος, εργατόπαιδο και δέσμιος μιας ισχυρής αρρενωπότητας ο δεύτερος), σεξουαλικά συνειδητοποιημένος γκέι και τελικά μέλος της διανοουμενίστικης νομενκλατούρας του Παρισιού. Στόχος του, στη βιολογική και πνευματική ωριμότητά του πια, είναι να μετατρέψει την κοινωνική ντροπή σε «δύναμη μεταμόρφωσης» (σελ. 222), όπως είχε κάνει στη μετεφηβεία του με τη σεξουαλική ντροπή: εν ολίγοις, να προσθέσει στον αυτοπροσδιορισμό του το παρελθόν του, τον κόσμο της αρχικής του κοινωνικοποίησης, την προλεταριακή του καταγωγή – αυτό το φάντασμα που πλανάται σταθερά πάνω από κάθε «πολιτική των ταυτοτήτων». Εξιστορώντας τη διαδρομή του και προσπαθώντας να εξαγάγει βήμα βήμα το νόημά της, ο Εριμπόν καταφέρνει να διατυπώσει το σπανιότερο είδος θεωρίας: μια αληθινή διαλεκτική που τέμνει τα απολιθωμένα, θετικά της άκρα με τη δύναμη μιας κάθε φορά προσδιορισμένης άρνησης. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «τάξεις» αυτά τα θετικά άκρα και «φύλο» την προσδιορισμένη άρνηση που τα διαπερνά, παίρνοντας ωστόσο ορισμένες προφυλάξεις ενάντια σε μια ενδεχόμενη υποστασιοποίηση των όρων: η «τάξη», ακόμα κι αν είναι τόσο ασφυκτική όσο το βιομηχανικό προλεταριάτο της μεταπολεμικής επαρχιακής Γαλλίας ή, από άλλη άποψη, τόσο περιοριστική όσο οι παριζιάνικοι κύκλοι της κουλτούρας, δεν είναι επ’ ουδενί μοιραία, το δε «φύλο» δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια αρραγή, στεγανοποιημένη «ταυτότητα» – και δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι ο Εριμπόν αποπειράται τη λυτρωτική του διαλεκτική σε μια στιγμή που η σεξουαλικοποίηση του φύλου του τείνει φυσικώ τω τρόπω να υποχωρήσει προς όφελος των πιο σφαιρικά κοινωνικών του όψεων, όταν δηλαδή το sex μεταβαίνει εμπράκτως στο gender και μια ψυχρά θεωρητικίζουσα διάκριση γίνεται επιτέλους τελεσφόρο βίωμα. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου αδιάφορη η πολιτική μεροληψία του συγγραφέα: ο Εριμπόν αναζητεί, εκτός των άλλων, και ένα μέλλον για την Αριστερά – και επιστροφή στη Ρενς από αυτήν την άποψη σημαίνει επίσης επιστροφή στο κομμουνιστικό απωθημένο, το οποίο, στη Γαλλία όπως και σχεδόν παντού αλλού, επιβλήθηκε τεχνηέντως ως συλλογικός καταναγκασμός, με αποτέλεσμα η κατ’ ανάγκην παραμορφωμένη επάνοδός του με ακροδεξιά μορφή να καταδικάζεται εύκολα –και στρατηγικά– πλέον ως ταύτιση των «δύο άκρων». Ο Εριμπόν όμως δείχνει ότι τα πραγματικά άκρα είναι ταξικά, και η μόνη νοητή ταύτισή τους είναι η ταυτόχρονη άρνησή τους. Θα ήταν υπέρ το δέον απλουστευτικό αν αποκαλούσαμε την άρνηση αυτή «έμφυλη»: αν κάτι μας διδάσκει ο Εριμπόν, είναι ότι το φύλο, παραδόξως, δεν είναι έμφυλο, αλλά οτιδήποτε άλλο, το σύνολο όλων των υπόλοιπων καθορισμών του, και προπάντων των πιο άδηλων ανάμεσά τους, ενώ η άρνηση, αν πρόκειται να είναι προσδιορισμένη και, εν τέλει, αληθινά αριστερή, πρέπει να είναι και εκδικητική όχι τόσο προς όφελος του εαυτού στο παρόν, όσο για χάρη του αείποτε αλύτρωτου παρελθόντος. Το εμβληματικό βιβλίο του Εριμπόν θέτει τα θεμέλια γι’ αυτό το μεγάλο, ανώνυμο, πληθυντικό έργο που μόλις και μετά βίας έχει ξεκινήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: