21.4.21

Οι γυναίκες του δάσους- Αργυρώ Μαντόγλου


Σ’ αυτό το μικρό σε όγκο, αλλά πυκνό στη γραφή μυθιστόρημα, η Ιρλανδή Εντνα Ο' Μπράιαν μας μεταφέρει σε κάποιο χωριό της Νιγηρίας, όπου κυριαρχεί ο τρόμος από τις επιθέσεις και τις απαγωγές της ισλαμικής ομάδας Μπόκο Χαράμ -που εδώ αποκαλούνται απλώς τζιχαντιστές. Ο τόπος δεν κατονομάζεται, όπως δεν κατονομάζονται και οι απαγωγείς, ούτε και οι φερόμενοι ως σωτήρες, πολλά πρόσωπα παραμένουν ανώνυμα, ωστόσο το κορίτσι του τίτλου έχει όνομα –είναι η Μαριάμ- όπως και τα υπόλοιπα κορίτσια, όπως και άλλα κακοποιημένα και ξεριζωμένα πρόσωπα που δίνουν το παρόν με τις αποσπασματικές αφηγήσεις τους, αυτά έχουν όνομα, ταυτότητα και ιδιότητες. Το μυθιστόρημα αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα: στις απαγωγές κοριτσιών από ένα οικοτροφείο που έγιναν το 2014 από την Μπόκο Χαράμ και ακολουθεί την πορεία τους μέσα στο δάσος και τη μεταφορά τους στα στρατόπεδα. Περιγράφει την κακοποίηση, τους βιασμούς, τις δοκιμασίες που υπέστησαν στα χέρια των τζιχαντιστών, αλλά και την τύχη που περίμενε όσες κατάφεραν να αποδράσουν, να διασωθούν και να γυρίσουν στα χωριά τους. Η Ο' Μπράιαν παίρνει το μεγάλο ρίσκο να αφηγηθεί αυτή την τρομερή ιστορία σε πρώτο πρόσωπο -έχοντας η ίδια διανύσει την όγδοη δεκαετία της ζωής της- τολμάει να εξιστορήσει τα φοβερά γεγονότα με τη φωνή μιας έφηβης Νιγηριανής, της Μαριάμ (η οποία δεν είναι και σίγουρη για την ηλικία της). Advertisement «Κάποτε ήμουν κορίτσι, αλλά όχι πια. Μυρίζω άσχημα. Το αίμα ξεράθηκε και πέτρωσε στο κουρελιασμένο ρούχο μου. Τα σωθικά μου ένας βάλτος. Χύμηξα μέσα στο δάσος που είδα εκείνη την πρώτη, φριχτή νύχτα που άρπαξαν εμένα και τις φίλες μου από το σχολείο». Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ο' Μπράιαν καταγίνεται με το θέμα της φυγής νεαρών κοριτσιών έπειτα από κακοποίηση, την περιπλάνηση και τον αγώνα για την αυτονόμησή τους· κορίτσια δραπέτες που δίνουν αγώνα για την ελευθερία τους είναι θέμα που επανέρχεται από την αρχή της καριέρας της το 1960. Ωστόσο, στο «Κορίτσι», τολμάει κάτι ακόμα πιο ριψοκίνδυνο, τολμάει να γράψει για το απόλυτο κακό, την ανείπωτη βία, επιστρατεύοντας όλα τα μέσα της πολυετούς πείρας της, κατορθώνοντας να ισορροπήσει τον όλεθρο και τον ύστατο τρόμο με καλοζυγισμένο λυρισμό. Ακούγεται άθλος και πράγματι είναι, καθώς επινοεί μια γλώσσα και έναν τρόπο για να αποδοθεί το ανείπωτο. Η Μαριάμ είναι αποφασισμένη να επιβιώσει αυτή και το παιδί της. Και επιβιώνει, με σύμμαχο τη γραφή -καταγράφοντας όλα τα μαρτύριά της σχολαστικά σε ένα καλά κρυμμένο σημειωματάριο. Εκεί περιγράφει όλες τις σκληρές λεπτομέρειες από τις εμπειρίες της, αλλά και τις αφηγήσεις από τις εμπειρίες άλλων, αφηγήσεις που ενίοτε δημιουργούν μια επιφανειακή ασάφεια. Αυτή η άναρχη σύνθεση είναι κάτι που η Ο' Μπράιαν δοκιμάζει για πρώτη φορά, καθώς συνήθως έχει μια στοχαστική ματιά και έναν ήπιο και μετρημένο ρυθμό για τους ήρωές της. Ωστόσο γίνεται φανερό ότι αυτό επιδιώκει. Δεν υπάρχει -απ’ όσο γνωρίζω-, άλλος συγγραφέας, σε αυτό το στάδιο της καριέρας του, που να πειραματίζεται τόσο οριακά με τα μέσα και την τεχνική του. Ομως είναι ορατό στον αναγνώστη ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για περιγραφεί η κατάσταση της ηρωίδας, αλλά και ο συνεχώς μεταβαλλόμενος αποτρόπαιος κόσμος που την περιβάλλει. Οσα συμβαίνουν δεν έχουν κάποια προφανή λογική, τα όνειρα και οι παραισθήσεις διεισδύουν απροσδόκητα στην αφήγηση της Μαριάμ, διαφορετικές φωνές παρεμβαίνουν και λένε τη δική τους ιστορία, ενώ εικόνες από άλλη χρονική στιγμή ή περιγραφές από μύθους και θρύλους δημιουργούν την αίσθηση μιας γενικευμένης ασάφειας. Προχωρώντας την ανάγνωση, νιώθουμε κι εμείς ότι η βία του πολέμου έχει κάτι το μη πραγματικό και ο νους δεν είναι σε θέση πάντα να συλλάβει και να επεξεργαστεί αυτά που υφίσταται ή αυτά που παρακολουθεί, όπως η κορυφαία στιγμή του βιβλίου με τον λιθοβολισμό μιας όμορφης γυναίκας. Η Ο' Μπράιαν δεν χαρίζεται στις περιγραφές του τρόμου, τις αποδίδει με βασανιστική ακρίβεια και θα ήταν αδύνατον να διαβαστούν, αν δεν υπήρχε ο λυρισμός της γραφής, η υπερβατική γλώσσα και η ποίηση που παραφυλάει για να αποδώσει ελλειπτικά τον τρόμο. Η δομή και ο ρυθμός της αφήγησης ακολουθούν τον τρόπο που βιώνεται βία σε εμπόλεμη κατάσταση, η καθημερινότητα στον απόλυτο παραλογισμό και η ζωή στην αδυσώπητη φρενίτιδα. Ο κίνδυνος παραμονεύει παντού για τη Μαριάμ, μετά τη φυγή της και την περιπλάνησή της στο δάσος, την περιμένει ο εξοστρακισμός που βιώνουν τα κορίτσια που κατάφεραν να επιστρέψουν στον τόπο τους, μετά την απαγωγή τους. Αυτές είναι πλέον, ακόμα και για τους οικείους τους, «οι σύζυγοι του δάσους» και εκεί πρέπει να επιστρέψουν, δηλαδή στους δημίους τους. Το μυθιστόρημα μοιάζει να απαντάει και στην ερώτηση: πώς μπορεί να γράψει κανείς για τη βία χωρίς να την εξωραΐσει; Η Μπράιαν τολμά μετατοπίζοντας το βάρος από το συναίσθημα (το οποίο προφανώς μειώνεται λόγω του σοκ της ηρωίδας), να εστιαστεί σε μια λεπτομέρεια, σε μια αισθητηριακή πρόσληψη ή σε μια εικόνα, συμπυκνώνοντας τον πόνο όχι για να τον υπερβεί, ούτε για να λυτρωθεί, αλλά μόνο και μόνο για να μας δείξει ότι, τη δεδομένη στιγμή, δεν υπάρχει άλλος τρόπος επιβίωσης και η επιβίωση είναι αυτό που, εν τέλει, μετράει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: