Το νέο ποι­η­τι­κό βι­βλίο του Γιώρ­γου Αλι­σά­νο­γλου μπο­ρού­με να το δια­βά­σου­με σαν μια με­γά­λη ή ατέ­λειω­τη κυ­ψε­λι­κή δο­μή ή σαν έναν κό­σμο ανοι­χτό, όπου μέ­σα σε μι­κρές και με­γά­λες κη­ρή­θρες οι μέ­λισ­σες μιας ανή­συ­χης και ακα­τα­πό­νη­της σκέ­ψης ενα­πο­θέ­τουν και απο­θη­κεύ­ουν γύ­ρη, αβγά και μέ­λι. Αυ­τό που λεί­πει εί­ναι η αυ­στη­ρή συμ­με­τρία των κυ­ψε­λών και των κη­ρη­θρών, η οποία όμως δεν αφή­νει κα­νέ­να κε­νό πί­σω της. Aντί­θε­τα δί­νει έμ­φα­ση στις προ­ϋ­πο­θέ­σεις της πυ­κνής και ευ­έ­λι­κτης ρο­ής του με­λιού

που ει­σχω­ρεί σε απί­θα­να ση­μεία, ρωγ­μές, μυ­χούς και σε κά­θε εί­δους οι­κεί­ας και ανοί­κειας επι­φά­νειας σω­μά­των, αι­σθη­μά­των και στο­χα­σμών. Εί­ναι μια ροή και εντός των ορί­ων του κό­σμου μας και χύ­νε­ται, ξε­χύ­νε­ται και δια­χέ­ε­ται πέ­ρα από τα όριά τους. Ήδη στην αρ­χή της συλ­λο­γής δια­βά­ζου­με:

μέ­λι κυ­λά­ει στο σώ­μα μου
μα­θαί­νω να υπάρ­χω έξω από μέ­να

Το σώ­μα στο οποίο εί­μαι εν­σω­μα­τω­μέ­νος και πε­ριο­ρι­σμέ­νος εί­ναι η υλι­κή μου υπό­στα­ση, αλ­λά και το με­γά­λο, απε­ριό­ρι­στο σώ­μα του κό­σμου στον οποίο ανή­κω. Το μέ­λι με προ­τρέ­πει ή με βοη­θά­ει ήδη να υπάρ­χω και έξω από τα όρια της σάρ­κας μου και έξω από οτι­δή­πο­τε με πε­ρι­βάλ­λει. Μια απο­δο­χή, μια θέ­λη­ση να υπο­κύ­ψω, μια σύ­νε­ση και μια συ­ναί­νε­ση με ενα­πο­θέ­τει στο άγνω­στο, και όταν αυ­τό το έχω μά­θει και μου εί­ναι γνω­στό, μου ανοί­γει τη νέα, άγνω­στη χώ­ρα εκτός. Όχι πά­ντως ότι η συλ­λο­γή ως ποι­η­τι­κή δο­μή και πε­ριε­χό­με­νο δεν βά­ζει όρια και μά­λι­στα αυ­στη­ρά. Για πα­ρά­δειγ­μα οι τί­τλοι εί­ναι μέ­σα σε αγκύ­λες (μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με πολ­λούς λό­γους για τη χρή­ση τους, την ανα­σταλ­μέ­νη πα­ρου­σία τους) και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από αυ­τούς επα­να­λαμ­βά­νο­νται εί­τε αριθ­μη­μέ­νοι εί­τε διευ­ρυ­μέ­νοι με θε­μα­τι­κή προ­σθή­κη, ενώ το πε­ριε­χό­με­νο, όπως στον τί­τλο του πρώ­του ποι­ή­μα­τος, μι­λά για την αρ­χή της μνή­μης ή για το τέ­λος του κό­σμου, που εί­ναι και το όνο­μα της πρώ­της με­γά­λης ενό­τη­τας της συλ­λο­γής. Ωστό­σο, με­τά το προ­τε­λευ­ταίο ποί­η­μα του βι­βλί­ου, το οποίο έχει τον τί­τλο «[ Τε­λευ­ταία ημέ­ρα στον κό­σμο μου ]», ακο­λου­θεί το ποί­η­μα «[ Με­τά ]». Το εκτός εί­τε έχει έρ­θει εί­τε εί­ναι εδώ εί­τε θα έρ­θει, το μέ­λι σαν πε­ριο­ρι­σμέ­νο υλι­κό σώ­μα και σαν απε­ριό­ρι­στο σώ­μα με­τα­φο­ρών πα­ρά­γε­ται και ρέ­ει αδιά­κο­πα και ανε­μπό­δι­στα.

Υπάρ­χει όμως μια άλ­λη αντί­στι­ξη στο βι­βλίο, την οποία βρί­σκω πιο άμε­ση και πιο απτή, αι­σθη­τι­κά και νοη­τι­κά εξί­σου ου­σια­στι­κή, και πά­ντα εντός της με­λίρ­ρυ­της πνο­ής της συλ­λο­γής. Από τη μια με­ριά ενός χά­σμα­τος, που έχει ξε­χω­ρι­στό εν­δια­φέ­ρον και τη δι­κή του δυ­να­μι­κή, δια­βά­ζου­με ποι­ή­μα­τα γραμ­μι­κής αφη­γη­μα­τι­κής ανά­πτυ­ξης που πε­ρι­γρά­φουν θέ­λο­ντας να επι­κοι­νω­νή­σουν και με το θέ­μα τους και με τον συ­νο­μι­λη­τή τους, και από την άλ­λη με­ριά, εί­τε μέ­σα στο ίδιο ποί­η­μα εί­τε σε δι­κή τους ποι­η­τι­κή κη­ρή­θρα, τα­ρά­ζουν την προ­σλη­πτι­κή μας γα­λή­νη από­το­μες, απρό­σμε­νες νοη­μα­τι­κές εκτι­νά­ξεις, ο οποί­ες και με τη γλωσ­σι­κή τους μορ­φή και με το πε­ριε­χό­με­νό τους μας ρί­χνουν μέ­σα σε συλ­λο­γι­στι­κούς κλυ­δω­νι­σμούς και σε απαι­τη­τι­κούς νοη­μα­τι­κούς συ­νειρ­μούς, σαν ένα έχουν ει­σβά­λει στην κυ­ψέ­λη σμή­νη εί­τε με­λισ­σών από άγνω­στους τό­πους και χρό­νους εί­τε έντο­μα που κα­μιά σχέ­ση με μέ­λι δεν έχουν. Σπά­νια στη συλ­λο­γή κρα­τιέ­ται το χά­σμα πο­λύ μα­κριά ή το ακο­λου­θούν λι­γο­στοί μό­νο στί­χοι στο ποί­η­μα. Δεν μπο­ρού­με να εντο­πί­σου­με που­θε­νά μια συ­γκρο­τη­μέ­νη και συ­νε­πή τε­χνι­κή. Εμ­φα­νί­ζε­ται με απροσ­δό­κη­τη και ασύμ­με­τρη ορ­μή, πράγ­μα που δη­μιουρ­γεί μια αι­νιγ­μα­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα, χω­ρίς να χρειά­ζε­ται ωστό­σο να την εξη­γή­σου­με, να ανα­ρω­τη­θού­με έστω αν το ποί­η­μα σα­στί­ζει, υπο­νο­μεύ­ει ή ακό­μη και απο­στρέ­φε­ται τον εαυ­τό του, τον γραμ­μι­κό ή τον ασύμ­με­τρο. Μια από­κο­σμη πά­λη ανά­με­σα στη ζωή και στον θά­να­το, πά­λη που στη συλ­λο­γή χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον κό­σμο του ποι­ή­μα­τος και τον κό­σμο που το πε­ρι­βάλ­λει, ανά­με­σα στην αρ­μο­νι­κή συ­νύ­παρ­ξη και στις κα­τα­στρε­πτι­κές δυ­νά­μεις του κό­σμου διευ­ρύ­νει το ποί­η­μα προς μη προ­βλέ­ψι­μες κα­τευ­θύν­σεις, διευ­ρύ­νει την ικα­νό­τη­τά μας να κά­νου­με νοη­μα­τι­κές και λυ­ρι­κές ακρο­βα­σί­ες και υπερ­βά­σεις, μας προ­σφέ­ρει τη στιλ­πνή οξύ­τη­τα νέ­ων συ­σχε­τί­σε­ων και απο­κα­λύ­ψε­ων:

με­ρι­κές φο­ρές ο χώ­ρος της σιω­πής κα­τοι­κεί μέ­σα στο κε­φά­λι μου
και τί­πο­τε άλ­λο τό­τε δεν υπάρ­χει πα­ρά μό­νο ένα μα­κρό­συρ­το
ξύ­πνη­μα
αρ­χέ­γο­νη απει­λή πο­λέ­μου

Μια μπε­κε­τι­κή σχε­δόν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στους τρεις πρώ­τους στί­χους ανα­τρέ­πε­ται από αυ­τό που δεν επι­τρέ­πει την μο­νι­μό­τη­τά της, τη βο­λι­κή και αδιαμ­φι­σβή­τη­τη κα­τά­λη­ξή της, από αυ­τό που προη­γεί­ται ίσως ακό­μη και της ίδιας τής ύπαρ­ξης. Η απει­λή και η πα­ρου­σία της βί­ας, της κα­τα­στρο­φής, του κε­νού και του θα­νά­του μας δί­νει όμορ­φους, με­τα­μπλαν­σο­τι­κούς φι­λο­σο­φι­κούς στο­χα­σμούς, όπως δια­βά­ζου­με σ’ αυ­τό το μι­κρό ποί­η­μα:

Στον ορί­ζο­ντα υπάρ­χει
μια πε­λώ­ρια κε­νή από­στα­ση
που συ­νε­χώς ξε­φεύ­γει
μέ­σα από την ίδια της
την απου­σία
ή εξί­σου όμορ­φες αι­σθη­τι­κές επα­να­το­πο­θε­τή­σεις:


[ Γέ­φυ­ρα – III / Πο­μπη­ία ]

Στο φα­ράγ­γι του πο­τα­μού Λό­μπος νε­κροί ψα­ρά­δες με την
ψα­ριά τους κα­λά αγκι­στρω­μέ­νη να σπαρ­τα­ρά­ει ακό­μα στο πο­τά­μι
μέ­σα από τη μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα ενός σπι­τιού αντι­κρί­ζεις ένα
    αντρό­γυ­νο νε­κρών που πέ­θα­ναν πά­νω στην κορ­φή του έρω­τά τους

[ ανα­κα­λύ­πτω τον εαυ­τό μου σε μια μη­τρό­πο­λη-μου­σείο,
σε μια διαρ­κή απει­κό­νι­ση της μη ύπαρ­ξής μου, τα αι­σθή­μα­τα
απου­σιά­ζουν όπως ο Θε­ός, όπως τα με­γά­λα δο­ξα­στι­κά ζώα
της πό­λης, έτσι όπως μα­γκώ­νουν με δυ­σκο­λία στην ει­κό­να
προ­σπα­θώ­ντας ένα αγνό όνει­ρο, μια παλ­λό­με­νη σκιά, απα­λά
κά­τω απ’ το χώ­μα, μέ­σα από το αρ­γό με­γά­λω­μα του χρό­νου
για­τί εντέ­λει η ζωή σου, ακό­μα και νε­κρή, στά­θη­κε πιο δυ­να­τή
από οποιο­δή­πο­τε άλ­λο πράγ­μα_ ]

Στη ροή των πε­ρι­γρα­φι­κών ει­κό­νων πα­ρεμ­βάλ­λο­νται οι πα­ρά­δο­ξες σκέ­ψεις για τη ζωή και τον θά­να­το, για το σώ­μα και την απου­σία του σώ­μα­τος που, όπως σε όλη τη συλ­λο­γή, μας αφή­νουν να ατε­νί­ζου­με το μυ­στή­ριο του κό­σμου και το μυ­στή­ριο πέ­ραν του κό­σμου, και μά­λι­στα με τρό­πο που συγ­χρό­νως αναι­ρεί και κά­θε ει­κό­να που μπο­ρεί να έχου­με για τις κυ­ψέ­λες, για τη συμ­με­τρι­κή δο­μή των κη­ρή­θρων τους. Με πα­ρα­πέ­μπουν πά­ραυ­τα στον απρό­βλε­πτο κυ­ψε­λοει­δή χαρ­τα­ε­τό του Τζον Άσμπε­ρι, στο ποί­η­μα «Άστε­γη καρ­διά», ο οποί­ος παί­ζει στον ου­ρα­νό, παί­ζει με όποιον τον κρα­τά, παί­ζει με τον ίδιο τον ου­ρα­νό και την απύθ­με­νη ανοι­χτω­σιά του. Ο τί­τλος του μι­κρού ποι­ή­μα­τός για τον «ορί­ζο­ντα» που μό­λις ανα­φέρ­θη­κε εί­ναι «[ Το να υπερ­νι­κάς τον ου­ρα­νό με μια κί­νη­ση που ο ου­ρα­νός δεν δια­θέ­τει ]». Πα­ρα­μέ­νει η πά­λη, η αρ­χέ­γο­νη απει­λή, το ανυ­πέρ­βλη­το χά­σμα μέ­σα στην αρ­μο­νία. Οι κυ­ψέ­λες δεν εί­ναι ένα σί­γου­ρο, ασφα­λές μέ­ρος. Εί­ναι όμως το μέ­ρος που χρειά­ζο­νται οι μέ­λισ­σες και μας δί­νει μέ­λι.

https://www.hartismag.gr/hartis-34/biblia/melissa-melissa-meli-polyrryto?fbclid=IwAR1g4cE6iCM5NuEVANidCF3uIt-AhM8IQI41alRQk92hHMHfmWi0XHXT404#.YVwdGviB3N0.facebook