15.10.21

Δέκα ποιήματα της Κατερίνας Μόντη


ΛΥΤΡΩΣΗ

Σ’ ένα ποίημα σ’ έκλεισα
μέσα
κι απαλλάχτηκα
Με τον τονισμό και τη στίξη του τώρα
μ’ αυτά να λογαριάζεσαι από δω και μπρος

ΤΑ ΦΥΛΛΟΒΟΛΑ

Τα φυλλοβόλα δέντρα αγαπώ
που ξέρουν τι ’ναι χωρισμός
που ξέρουν τι ’ναι γύμνια
Που ξέσκεπα τα τραύματα
εκθέτουν κάθε τόσο
κι όμορφα στρώνουνε χαλί
της απωλείας το σώμα

Αυτά τα δέντρα αγαπώ
που τα φουστάνια αλλάζουν
σαν τις γυναίκες που τιμούν
του έρωτα το τάμα
Στον οίστρο τους ακούραστες
και στωικές στην ξέρα

Δε θ’ αρνηθώ στ’ αειθαλή
την αντοχή του κάλλους
την αγκαλιά γεμάτη τους
την ήσυχη καρδιά τους

Μα γω τα φυλλοβόλα αγαπώ
Αυτά έχω φίλους

ΟΠΩΣ Ο ΠΕΤΡΟΣ

Σαν ίσκιος χάθηκες
σαν αγέρας
φίλος δειλός
και δε χρειάστηκε
ούτε μια να λαλήσει ο κόκορας
Εύκολο που ήταν τελικά να μ’ αφήσεις
τι εύκολο και για μένα να γυρίσω την πλάτη
να καμωθώ αταραξία
αλλού να μοιράσω όσα σου είχα ταμένα
Αγέρας σκόρπισες όταν σε γύρεψα
άμμος
κι αν ξαναπέρασες δε θα σε γνώρισα
από θυμό πες
ή από δειλία άραγε κι εγώ
Το πετεινάρι ακόμη απορεί
και με ρωτάει καμιά φορά
τις πταίει
Είναι, μου λέει, ο φίλος ο δειλός απλώς δειλός
ή φίλος δεν ήταν;

ΒΟΥΡΚΩΝΩ ΣΤΑ ΒΑΛΣΑΚΙΑ

Λιγώνομαι στις σβούρες του βιολιού
στου ακορντεόν παραδίνομαι και λιώνω
κι ίσως να μη μου φαίνεται
μα σαν ακούω βαλς βουρκώνω
Όχι από ρομαντική ανατροφή
ή από κάποια τάχα ξιπασιά
πως μου έπρεπαν σαλόνια
Ούτε και κάποιον
καβαλιέρο νοσταλγώ
γλυκιάς αντάμωσης πριν από χρόνια

Όχι,το αντίθετο
για τους χορούς που δε σηκώθηκαν ποτέ
κι ας μου καιγόταν η καρδιά στα πόδια
για κείνους λογαριάζω τα χαμένα,
για τις στροφές που μάταια περίμενα
από άντρες τάχα σοβαρούς
Με τα κορμιά
Στη θυμωμένη εκείνη τη ντροπή κλεισμένα
Και θα μου πείτε τι μ’αυτό
δε χάλασε κι ο κόσμος για βαλσάκια
-μικρό πράμα
Μα θα σας πω
γιατί πονά:
που να εννοήσω άργησα
και πήγε η νιότη μου μ’αυτήν την πλάνη
-πως ήμουνα εγώ λειψή για ντάμα

ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ

Ονειρευόμουνα παιδί το φόβο
σε γκρεμούς δίχως πάτο
σε νερά θυμωμένα
ασυλλόγιστα πως μπλεκόμουν
κι ένα χέρι πως έψαχνα
από μηχανής να βρεθεί
Ονειρεύτηκα
το παιδί μου απ’ το φόβο να σώζω
και το χέρι μου να’ναι
βάρκα, σκάλα και φως
Γεμάτα παιδιά τα όνειρά μου
κι ένα δικό μου απ’το χέρι
είμαι εγώ που κρατώ
κι είμαι γω που κρατιέμαι μαζί
στης αγάπης τη σωτήρια ύλη
σε γκρεμούς δίχως πάτο
σε νερά θυμωμένα
ασυλλόγιστη και σοφή

τελεσίδικα μάνα
ισοβίως παιδί

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

Όταν βλέπω γραμμένα λόγια σοφά για τον έρωτα
ρήσεις βαριές για την αγάπη
να ζυγίζουνε τις διαφορές
αλήθεια ή φενάκη;
δεν ξέρω
Δεν ξέρω τι να πω
για τους δεκάλογους, τους δωδεκάλογους
τα μανιφέστα,τα τεστ των είκοσι των εκατό σημείων
χρυσούς κανόνες που αν τιμήσεις
μ’ αληθινή συνεύρεση θα αμειφθείς
Λέω δεν ξέρω
Δεν ξέρω πόσο ψεύτικες αγάπες υπηρέτησα
Κι ούτε αν έχασα καμιάν αληθινή
Έτσι όπως οι γραφές την παριστούν
Τα παραγγέλματα ορίζουν

Ζαβές κουτσές αγάπες γνώρισα
Κι έρωτες κουσούρηδες θεράπευσα
Αληθινά μες στις ψευτιές μου ανήλθα και κατήλθα
Κι αληθινό είν' το βάρος
από τα κάλπικα κειμήλια που συνέλεξα
στης δοσοληψίας τη μεγάλη παράσταση,
ηθοποιοί-όλοι-αληθινών ιστοριών
Κι έχω να πω πιο αληθινές αγάπες δεν είδα πουθενά
από τα σκάρτα μεγαλεία των ατελών
αληθινών ανθρώπων
Πιο πραγματικές εικόνες δεν είδα
απ’ τους τρελούς μας τους αντικατοπτρισμούς

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Μια μύγα ήρθε σήμερα
Μου’πε τα χρόνια πώς περνούν
Μια μύγα, μια δροσόφιλα
που ζει μια μέρα μόνο

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Και φίδι,λένε,να’ ναι η μάνα σου
μάνα σου θα’ναι στους αιώνες
Και στην ξερή την άμμο να γεννήθηκες
η σκόνη αυτή θα ‘ν’ η πατρίδα σου
η πέτσα σου κι η μυρουδιά
Όχι,δεν είναι που τις ρίζες εξυμνώ
-πάντα κανείς να φεύγει θα’χει αιτίες.
Το ‘πα να μην πικραίνεσαι
που ακόμη βρίσκεις κόκκους άμμου στα μαλλιά
να μην φοβάσαι όταν το κρύο χάδι του φιδιού
τον ύπνο σου ταράζει
Αγάπα τα λεύτερα και φίλιωσε,
γιατί εκεί θα’ναι
κι ο σπόρος τους βαθιά θα φυτρώνει
στων ματιών τις σπηλιές
πολλαπλών απογόνων
Κι εκείνοι- να δεις- θ’ανατριχιάζουν υποδόρια
Κι ας μην ξέρουν το πώς
σκόνη θα βρίσκουν στην κεφαλή τους
Κι ας μην ξέρουν,
ας μη μάθουν ποτέ την ίδια έρημο
Αυτήν εκεί που άφησες και μαζί σου πήρες

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Μην κλαις, του λέγανε,
μην κλαις
Αδυναμία δείχνεις
και κουράζεις- να στο πούμε ειλικρινά
Πάψε τον τόπο να μουσκεύεις

Μα όταν τέλος το κατάφερε
κόλλησ' η βάρκα του- κοίτα- στην ξέρα
Να λάμνει βλέπεις είχε μάθει
στων καημών του τα νερά
και τώρα το κουπί χτυπάει την πέτρα

Τώρα του λένε
μη φωνάζεις
μη χτυπάς
Δεν βλέπεις που ενοχλείς; -αλήθεια τώρα
~
ΣΩΜΑ

Αργά αργά κατέρχεται του σώματος η παρακμή
τι νόμιζες;
πως θα ’ρχονταν σα γράμμα,
κάτι σαν κλήση σαν εξώδικο -
μια κι έξω να θρηνήσεις το κακό
ή απόπληκτος να πέσεις;
Αργά γίνεται
Από μιαν άσπρη τρίχα ξεκινά
που κιόλας στην αρχή την καμαρώνεις
Από ένα κρέμασμα εδώ κι εκεί
μια χαρακιά δίπλα στο μάτι
Κι ύστερα να κι η φούσκα που σε προδίδει
και βρέχεσαι όταν γελάς
κι ύστερα να το δέρμα ερημώνει,
ας ήταν άσπρες θα πεις, κι ας μένανε,
και μετά ετούτο κι εκείνο
που τελειωμό δεν έχουν
μικρά μικρά κάθε φορά,
δε δίνεις πάντα σημασία
κι ίσως αυτό
ίσως αυτό είναι:
Δεν είναι ύπουλο το γήρας που έρχεται αργά,
σπλαχνικό είναι,
και να βλογάς αυτήν του την υπομονή
που δεν εκδιώκει εκείνο το μικρό παιδί
που πάντα μένει εντός σου

Βιογραφικό σημείωμα

Η Κατερίνα Μόντη (1962,Γιαννιτσά) σπούδασε Ιατρική στο Α.Π.Θ. και εργάσθηκε σαν παιδίατρος στη Θεσσαλονίκη, την Ικαρία και τα Γιαννιτσά. Το 2012 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα " Η Κατάθεση" από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ. Επίσης διηγήματα και ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί στην περιοδική επιθεώρηση πολιτισμού ΕΝΕΚΕΝ, στη συλλογική έκδοση "Γιαννιτσά" (εκδόσεις iwrite) και το ετήσιο καλλιτεχνικό ημερολόγιο της εκδοτικής ομάδας ΠΑΤΚΙΟΥΤ. "Τα Φυλλοβόλα" είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. Από το 2017 ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες.

https://ennepe-moussa.gr/%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B2%CE%B1%CE%B8%CE%B9%CE%AC/%CE%B4%CE%AD%CE%BA%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B7?fbclid=IwAR0hV5S1Fe8GgaQ-4yvkuVVKCXr1uvGKe2l6NkdlJ8q8p81oVXZFDLk6FqQ

Δεν υπάρχουν σχόλια: