ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΟΦ, Άντα ή Πάθος. Ένα οικογενειακό χρονικό, μετάφραση: Μυρτώ Αναστασοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 667
«Βαν,
έχω εμπιστοσύνη στο γούστο και στο ταλέντο σου, όμως είμαστε άραγε τόσο
βέβαιοι ότι θα έπρεπε να επανερχόμαστε ολοένα και πιο ηδονικά σ’ αυτόν
τον διεφθαρμένο κόσμο που μπορεί τελικά να μην είχε υπάρξει παρά μόνο
στη σφαίρα του ονείρου;» (σ. 31)
Στην
κριτική του για το βιβλίο του Ναμπόκοφ το 1969 ο Alfred Appel το
περιγράφει ως «μουσείο του μυθιστορήματος», εντάσσοντας τον συγγραφέα
του στα χνάρια του Προυστ και του Τζόυς. Η Άντα αφηγείται το πάθος του
πρωταγωνιστή γι’ αυτή που εκτείνεται για 80 χρόνια, ενώ παράλληλα
συνθέτει το οικογενειακό χρονικό της οικογένειας σε ένα ιστορικοποιημένο
πλαίσιο, το οποίο όμως οικοδομείται σε μια λεπτομερή παλέτα φαντασίας, η
οποία περιλαμβάνει όλες τις αγαπημένες θεματικές του Ναμπόκοφ: τα
λεπιδόπτερα, τη ζωγραφική, τα λεκτικά παιχνίδια, την κλασική λογοτεχνία.
Το πάθος και ο ερωτισμός καταγράφονται στο προσωπικό και κοινωνικό
πεδίο με την παράλληλη εκτύλιξη έντονων παράφορων συναισθημάτων που
διαρκούν στον χρόνο. Συνδετικός ιστός είναι η την υλικότητα της
σεξουαλικής επιθυμίας που καθορίζει τις οπτικές και τις επιλογές των
πρωταγωνιστών.
Διαβάζοντας
την Άντα οι καθημερινοί έρωτες φαντάζουν βαρετοί και με ημερομηνία
λήξης, «δεν είναι παρά η σκόνη και ο αντικατοπτρισμός του κοινού νου»
(σ. 107). Στην Άντα ο Ναμπόκοφ, λεπτολόγος εντομολόγος και παρατηρητής
των ανθρώπων, τελειοποιεί αριστοτεχνικά την ικανότητα του να δημιουργεί
εικόνες του πραγματικού με εκτενείς λεπτομερείς περιγραφές που
αποτυπώνουν τα μνημονικά ίχνη μιας αστείρευτης φαντασίας. Ομολογουμένως
για κάποιους η πυκνότητα της γραφής του αγγίζει το όριο του σνομπισμού
και της επιτήδευσης. Παραφράζοντας ένα απόσπασμα του βιβλίου θα έλεγα
ότι η δύναμη των αφηγήσεων και των εικόνων λειτουργούν ως «τεχνητά
διεγερτικά, σαν εξωτικά βασανιστικά χάδια, ενός αφροδισιακού σκοτεινού
στόχου» (σ. 78) που απωθούν, αλλά και διεστραμμένα απολαμβάνουν οι
αναγνώστες.
Η
επική εικονογραφία του Ναμπόκοφ αντλείται από τη φαντασία, αλλά και από
μνήμες της ζωής του στην προεπαναστατική Ρωσία, καταλύοντας τα όρια
φανταστικού –πραγματικού, χώρου-χρόνου και καταλήγοντας σε μεγαλεπήβολες
συνδέσεις, όπου ο έρωτας εκτυλίσσεται σε ένα πολυδιάστατο παραμύθι. Αν η
Άρντις, ο τόπος που συναντήθηκαν πρώτη φορά τα ξαδέρφια-εραστές, είναι η
Αρκαδία ο θάνατος βρίσκεται πανταχού παρών με συμβολικούς και
ρεαλιστικούς τρόπους: στους πολυετείς χωρισμούς της Άντας και του Βαν,
στις αλλαγές στον χώρο στο πέρασμα του χρόνου, στην εισβολή
«παρείσακτων» που διεκδικούν την Άντα και πρέπει να αφανιστούν, στον
θάνατο των αγαπημένων συγγενών. Αλλά και ο ανεκπλήρωτος έρωτας της
Λουσέτ, αδερφής της Άντας, για τον Βαν διαρκεί μέχρι τον αφανισμό της
μέχρι εκείνη να αποφασίσει να αυτοκτονήσει από το πλοίο που
συνταξιδεύουν. Εξάλλου, όπως κι ο τρελός έρωτας της Λουσέτ έτσι και ο
θάνατος ορίζεται στο βιβλίο ως «η πιο διαδεδομένη τρέλα» (σ. 240).
Παράλληλα στους παράφορους δεσμούς οι οποίοι εκτυλίσσονται στη διάρκεια
εκατό χρόνων μόνιμα τίθεται η διάσταση ανάμεσα στις εκδοχές της
πραγματικότητας του παρελθόντος και την αντίθεσή τους με τις μνημονικές
διαδικασίες που συχνά ωραιοποιούν αυτό που τώρα δεν υπάρχει.
Απολαυστική
και η σαρωτική περιφρόνηση του πρωταγωνιστή για την ψυχανάλυση. Όντας ο
ίδιος ψυχολόγος διαπιστώνει ότι: «το λάθος, λοιπόν – το αισχρό,
παράλογο και χοντρό λάθος των ψυχαναλυτών του Σινύ-Μοντιέ είναι ότι
θεωρούν ένα αληθινό αντικείμενο, ένα πονπόν, ας πούμε, ή μια κολοκύθα
(που πράγματι θα έχει δει ο ασθενής στ’ όνειρό του) σαν μια αφηρημένη
έννοια με τη σημασία του πραγματικού αντικειμένου» (σ. 397). Οι
ψυχαναλυτές και η εμμονή τους να ρίχνουν το φταίξιμο «σ΄ έναν πολύ
αγαπητό, πολύ δαιμονικό ή πολύ αδιάφορο γονιό» είναι σαν να
αντιμετωπίζουν τη συνθετότητα των ανθρώπινων ιστοριών ως «απόκρυφες
μολύνσεις που ο τσαρλατάνος κάνει πως τις γιατρεύει με πανάκριβες
τελετές εξομολογήσεων» (σ. 397).
Σε
ολόκληρο το βιβλίο οι διαδικασίες μνήμης/λήθης εναλλάσσονται καθώς οι
υποκειμενικότητες δημιουργούν τη δική τους χρονικότητα. Χωρισμένο σε
πέντε μέρη ανάλογα με την ηλικιακή περίοδο των πρωταγωνιστών το βιβλίο
δεν υποστηρίζει καμιά γραμμικότητα του χωροχρόνου, καμία αποδοχή
αντικειμενικής πρόσληψης του χρόνου και της μνήμης. Ο Ναμπόκοφ κάνει
χρήση των διαφορετικών προσλήψεων του χρόνου στις διάφορες ηλικίες, αλλά
παράλληλα συνομιλεί με τον Προυστ, αμφιβάλλοντας για την πιθανότητα
ξανακερδισμένου χρόνου. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου που αφορά τη
γεροντική ηλικία ο ηλικιωμένος Βαν εξετάζει διεξοδικά κάθε θεωρία για τη
μνήμη και τον χρόνο, καταλήγοντας ότι: «το τώρα είναι η μόνη
πραγματικότητα που ξέρουμε· ακολουθεί την έγχρωμη ανυπαρξία εκείνου που
δεν είναι πια και προηγείται της απόλυτης ανυπαρξίας του μέλλοντος. Έτσι
στην κυριολεξία μπορούμε να πούμε ότι η συνειδητή ανθρώπινη ζωή διαρκεί
πάντα μονάχα μια στιγμή εσκεμμένης προσήλωσης στο δικό μας συνειδησιακό
ρεύμα δεν μπορούμε να ξέρουμε αν εκείνη τη στιγμή θα τη διαδεχτεί μια
άλλη» (σ. 598-599). Κάπως έτσι, καταλήγει ο συγγραφέας «ο χρόνος δεν
είναι παρά σχηματιζόμενη μνήμη» (σ. 610). Μνήμη καθόλα υλική που
αποδιώχνει πλατωνισμούς και ουσιοκρατίες.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου