16.10.21

Η δική μου Έδεσσα, ΙΙ

 


Χαρακτικό του 1832

του Τάκη Γραμμένου Έδεσσα,

 Πασ­σα­λό­πη­κτο απο­χω­ρη­τή­ριο στο πο­τά­μι. Γύ­ρω γύ­ρω και πά­νω λα­μα­ρί­νες. Με­γά­λη ορ­θο­γώ­νια τρύ­πα απ΄όπου φαί­νο­νταν τα πρά­σι­να νε­ρά που έπαι­ζαν με το φως. Τη νύ­χτα τα νε­ρά συ­νέ­χι­ζαν να φέγ­γουν, δεν ξέ­ρω για­τί και νό­μι­ζα ότι έπαιρ­ναν μα­ζί τους τούς γα­λα­ξί­ες και όλο το σύ­μπαν. Στην απέ­να­ντι όχθη πασ­σα­λό­πη­κτη τσι­με­ντέ­νια εξέ­δρα, τά­χα­τες μπαλ­κό­νι σπι­τιού. Τώ­ρα που το σκέ­φτο­μαι, η συ­νέ­χεια των λι­μναί­ων οι­κι­σμών της Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας. Το σπί­τι ήταν σχή­μα­τος Γ σαν αγρο­τό­σπι­το, με με­γά­λο κε­λά­

ρι. Εί­χε τε­ρά­στιο κή­πο με τα πά­ντα που τον έζω­ναν κα­βά­κια και αρ­γό­τε­ρα τον ταύ­τι­ζα με ένα φα­ντα­στι­κό κή­πο με αγάλ­μα­τα νυμ­φών ή μου­σών. Πα­ρα­πέ­ρα ήταν τα νε­κρο­τα­φεία –μι­κρός, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ΄50, δεν το εί­χα συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει– ενώ ο δρό­μος εί­χε ακό­μη λί­γα ανά­λο­γα σπί­τια χρώ­μα­τος ροζ, με σα­χνι­σί και έσβη­νε γρή­γο­ρα στα χω­ρά­φια. Εδώ και δε­κα­ε­τί­ες όλα τα σπί­τια εκεί εί­ναι τριώ­ρο­φα και τε­λευ­ταία κά­τι ιθύ­νο­ντες εγκι­βω­τί­ζουν το πο­τά­μι. Τό­τε, ένα βρά­δυ, ο ξά­δερ­φός μου εξ αγ­χι­στεί­ας Χα­ρά­λα­μπος Ελευ­θε­ριά­δης που εί­χε τε­λειώ­σει τη φι­λο­λο­γία –συμ­φοι­τη­τής του Εύ­δο­ξου Τσο­λά­κη, φί­λος του Μάρ­κου Μέ­σκου, όμως διόρ­θω­νε ρο­λό­για και ρα­διό­φω­να και άκου­γε πα­θια­σμέ­να κλα­σι­κή μου­σι­κή– στο μι­κρό νό­τιο δω­μα­τιά­κι έβα­λε γύ­ρω γύ­ρω το σύρ­μα της κε­ραί­ας, άνα­ψε το Tesla, έπαι­ξε τη βε­λό­να δε­ξιά αρι­στε­ρά και μου λέ­ει «ακού­με τώ­ρα Δη­μή­τρη Μη­τρό­που­λο από το Ωδεί­ον Ηρώ­δου του Ατ­τι­κού». Θα πρέ­πει να ήμουν οκτώ χρο­νώ, άκου­γα εκ­στα­τι­κός χω­ρίς να ξέ­ρω ού­τε το Ωδείο ού­τε τον Μη­τρό­που­λο. Έξω από το δω­μα­τιά­κι ήταν δύο μι­κρά ρά­φια με τα άπα­ντα του Ντο­στο­γιέφ­σκι, κά­τι κόκ­κι­να, θυ­μά­μαι ένα τί­τλο «Το σπί­τι των δαι­μο­νι­σμέ­νων», μία πο­λύ φαρ­διά σα­νί­δα που άμα τη σή­κω­νες κα­τέ­βαι­νες στο κε­λά­ρι και ένα πά­ρα πο­λύ χα­μη­λό ξύ­λι­νο τρα­πέ­ζι για το άνοιγ­μα του φύλ­λου με το πλα­στή­ρι. Το σύ­μπαν εξα­κο­λου­θού­σε να περ­νά­ει κά­τω από την ορ­θο­γώ­νια τρύ­πα. Εκεί­νο το βρά­δυ με κοί­μι­σαν εκεί και το πρωί, ανά­με­σα από τον εκτυ­φλω­τι­κό ήλιο που έμπαι­νε από το τα σα­νί­δια του πα­ρα­θύ­ρου, άκου­γα φω­νές και έφεγ­γαν στα­φύ­λια ρο­ζα­κί. 

https://www.hartismag.gr/hartis-34/klimakes/h-dikh-moy-edessa-ii?fbclid=IwAR1RA_v81NBU6etjZBudAtvbY8Db4snr1yuULaI7W_b-ogpEIKex1czxZ50#.YVwXdITs0fQ.facebook 

Δεν υπάρχουν σχόλια: