Οριοθέτηση της Θεσσαλίας (1881). Ένα από τα ένδεκα φύλλα του ‘χάρτη Ardagh’ της περιοχής Λάρισας – Τυρνάβου. Τσιγκογραφία του τμήματος Πληροφοριών του βρετανικού Γραφείου Πολέμου (Λονδίνο 1882) με τις υπογραφές των οκτώ επιτρόπων της οριοθέτησης εκ μέρους της Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Ιταλίας, Ρωσίας, Τουρκίας (υπό επιφύλαξη). Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ.
του Βαγγέλη Λιβιεράτου
Η αναταραχή που δημιούργησαν οι συνέπειες του Κριμαϊκού Πολέμου επιδεινώθηκε με την εισαγωγή στο πολιτικό πεδίο των μεταρρυθμιστικών ‘δαιμονίων’ των Κουμουνδούρου και Τρικούπη με τα εκσυγχρονιστικά τους αιτήματα· ήταν ένα σημαντικό σημείο καμπής στη μονίμως αγχωτική πορεία της
Ελλάδας προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Η μεγάλη απόσταση που χώριζε τη χώρα από τις δύο πρώτες βιομηχανικές επαναστάσεις παρέμενε η ίδια. Ανάμεσα στα νέα αιτήματα ήταν τα επείγοντα για τεχνικά έργα υποδομής (τεχνολογίας δηλαδή), η κατά το δυνατόν επούλωση των ανωμαλιών που διαιώνιζε στη χώρα η γενετική του κράτους ‘αμαρτία’ περί των εθνικών γαιών και η καθυστέρηση της νομικής και γεωμετρικής τεκμηρίωσής τους· επιπλέον η ανάγκη χαρτογράφησης σε κλίμακες μεγαλύτερες εκείνης του γαλλικού Dépôt (1852), η οποία όμως αφορούσε τοπογραφήσεις εδαφών από το 1829 μέχρι το 1840. Τα εκσυγχρονιστικά αιτήματα ήταν βέβαια συνυφασμένα με τη δύσκολη προσπάθεια πίεσης των Ελλήνων να περάσουν από την ευκολία του ‘λέγειν’ και ‘νομοθετείν’ στα στενόχωρα και επίπονα πεδία ωριμότητας του ‘πράττειν’ και ‘εφαρμόζειν’. Την ευκαιρία για αυτό έδινε η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και οι τεχνολογικές (και άλλες συνακόλουθες) αναπτυξιακές ευκαιρίες που θα μπορούσε να προσφέρει η πεδιάδα της στην Ελλάδα. Ήταν όμως το πολιτικό σύστημα της χώρας σε θέση να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της μεγάλης πρόκλησης; Ή θα εμπόδιζαν τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού οι εμπεδωμένες πρακτικές διακυβέρνησης, τα πιεστικά μόνιμα οράματα της γεωγραφικής εθνικής ολοκλήρωσης ―τελικά ευάλωτα στην πραγματικότητα― κατά τα ανεκπλήρωτα συναφή γεωγραφικά συμφραζόμενα της Επιδαύρου και Τροιζήνας και ο ασύμμετρα ανερχόμενος ρόλος των στρατιωτικών στα πολιτικά πράγματα και στη δημόσια ζωή, μαζί με την παγίωση του εχθροπαθούς διχασμού που αναδείχτηκε αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 σε χρονίζουσα ιδιοπαθή κατάσταση; Η απάντηση προς το τέλος του 19ου αιώνα είναι ότι η Θεσσαλία αντί να αποτελέσει ευκαιρία αλλαγής παραδείγματος της χώρας προς τον ευρωπαϊκό δρόμο κατέληξε το θέατρο του ελληνικού δράματος του 1897. Οι δύο χάρτες του 1878, αν και ad hoc παράγωγοι, ο στρατιωτικός τετράφυλλος ‘Γενικόν Επιτελείον 1878’ και ο οκτάφυλλος ‘Πίναξ της Μεσημβρινής Ηπείρου και Θεσσαλίας’ του Χρυσοχόου, κυρίως ο δεύτερος, έπαιξαν ρόλο στις διπλωματικές διαδικασίες εφαρμογής των αποφάσεων του Βερολίνου και των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν στην Πρέβεζα και στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και οι χάρτες του Kiepert ―υπό την επιρροή του Παπαρρηγόπουλου― προέβαλαν την Ελλάδα με επιχειρήματα επί των χαρτών στη συγκεκριμένη συγκυρία του Βερολίνου. Οι δύο χάρτες του 1878 συμβολίζουν αφενός τον ανερχόμενο ρόλο των στρατιωτικών στα ζητήματα των τεχνικών έργων υποδομής και της πολιτικής γενικότερα και αφετέρου την ενίσχυση σωματειακών δομών ―μη κυβερνητικών οργανώσεων της εποχής― με αντικείμενο την πραγματοποίηση των οραμάτων της εθνικής ολοκλήρωσης, εξ ορισμού γεωγραφικού περιεχομένου. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου πιέζεται το 1878 για στρατιωτική διεκδίκηση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας με ισχυρά ελληνικά ένοπλα τμήματα να εισβάλουν ενθουσιωδώς στον Δομοκό την ημέρα της ανακωχής του ρωσοτουρκικού πολέμου, υπό τον αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο, γνωστό για τη μεγάλη αδυναμία του στην απόκτηση ιδιωτικών γαιών και φερόμενο να εμπλέκεται σε ‘άλλες’ δυσάρεστες για τη χώρα ιστορίες βίας της εποχής... Eπιτελάρχης στην εισβολή ήταν ο συνταγματάρχης μηχανικός Ιφικράτης Κοκκίδης, τον οποίο θα συναντήσουμε λίγο αργότερα ως επιμελητή του ad hoc παράγωγου χάρτη του ελληνικού βασιλείου, του πρώτου με την συμπερίληψη της ειρηνικά ενσωματωμένης Θεσσαλίας (και των Επτανήσων). Η στρατιωτική απόσυρση από τον Δομοκό διατάχθηκε βέβαια αμέσως, όπως και η προηγούμενη ενθουσιώδης εισβολή του 1854, κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο, με πρωταγωνιστή και εκεί τον Σκαρλάτο Σούτσο, τότε ως υπουργό των στρατιωτικών... Ένα μήνα μετά τη ρωσοτουρκική ανακωχή η Ρωσία προχώρησε στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αλλάζοντας (ουσιαστικά μονομερώς) τον χάρτη της Βαλκανικής, οδυνηρά για τις ελληνικές εθνικές προσδοκίες, αλλά και για τα συμφέροντα των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων· η αντίδρασή τους οδήγησε ―τέσσερις μόλις μήνες μετά― στο Συνέδριο του Βερολίνου, καταργώντας έτσι de facto τη Συνθήκη και τον ‘νοητό χάρτη’ του Αγίου Στεφάνου. Τα οφέλη για την Ελλάδα ήταν η άμεση διατήρηση του status quo στη Μακεδονία και Θράκη, νότια της Ροδόπης, και η ειδική απόφαση για έναρξη δεσμευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Υψηλής Πύλης για την παραχώρηση εδαφών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Από την άλλη πλευρά, οι περί των εθνικών οραμάτων δραστήριες σωματειακές οργανώσεις που άρχισαν να δημιουργούνται, βραχύβιες στην αρχή, όπως η Εθνική Άμυνα (1876-1883) και η Αδελφότης (1876-1879;) επένδυαν σε χαρτογραφική παραγωγή σχετικά με την Ήπειρο και Θεσσαλία. Αξιοσημείωτη μορφή ήταν ο αυτοδίδακτος χαρτογράφος και ιστοριοδίφης Χρυσοχόου, του οποίου το δύσκολο έργο χρηματοδότησαν οι οργανώσεις. Το έργο του απέβη χρήσιμο στις μετά το Βερολίνο επίπονες διπλωματικές διαδικασίες προσδιορισμού των νέων συνόρων, με κατάληξη την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, στην οποία μάλιστα εισήλθε πρώτα ο ελληνικός στρατός. Τη συμφωνία για τη νέα οριοθέτηση στη Θεσσαλία ανέλαβε να εφαρμόσει επί του εδάφους και χαρτογραφήσει ο έμπειρος ‘ήσυχος’ Ιρλανδός John Charles Ardagh, αφού είχε προηγουμένως χαράξει τα σύνορα της Βουλγαρίας σύμφωνα με τις αποφάσεις του Βερολίνου· μηχανικός αξιωματικός του βρετανικού στρατού ―και της υπηρεσίας πληροφοριών του― που υπηρέτησε από την Ισλανδία στη Μάλτα και Μέση Ανατολή και από την Αίγυπτο, Σουδάν και Νότιο Αφρική μέχρι την Ινδία και το Αφγανιστάν. Μετά από τετράμηνη εργασία ολοκληρώθηκε ο δεκαπεντάφυλλος χάρτης των νέων συνόρων γνωστός ως ‘χάρτης του Ardagh’, ο οποίος τυπώθηκε στο Λονδίνο το 1881 ―το 1882 στα γαλλικά― σε κλίμακα 1εκ./500μέτ. εδάφους, με αρχή των γεωγραφικών μηκών τον μεσημβρινό των Παρισίων. Ο σημαντικός αυτός χάρτης έγινε ταχύρρυθμα, ενόσω συνεχίζονταν οι γερμανικές τοπογραφικές χαρτογραφήσεις στην Αττική. Τα φύλλα του χάρτη των θεσσαλικών συνόρων επικυρώθηκαν ένα μήνα μετά στην Κωνσταντινούπολη από τα μέλη της επιτροπής των εγγυητριών δυνάμεων για τη χάραξη των νέων συνόρων (τώρα περισσότερες από τις τρεις των παλαιών, με την προσθήκη της Αυστροουγγαρίας, Γερμανίας, Ιταλίας υπό τις επιφυλάξεις της Υψηλής Πύλης). Για την Ελλάδα υπέγραψε ο εξηνταπεντάχρονος τότε αξιωματικός του Πυροβολικού Γεράσιμος Μεταξάς, υπασπιστής του Γεωργίου Α΄, με συμμετοχή στην περιπετειώδη εισβολή στη Θεσσαλία το 1854.H συνέχεια:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου