"Είχε αρχίσει να χαράζει όταν αντιλήφθηκε το πόμολο της πόρτας να γυρίζει. Το μυαλό του πήγε αμέσως στην υποδιευθύντρια, που από υπερβάλλοντα ζήλο συνηθίζει να έρχεται νωρίτερα απ' όλους τους άλλους, για να ξεκλειδώσει τα γραφεία, να θέσει σε λειτουργία τα φωτοτυπικά και να ετοιμάσει τον πρωινό βαρύ γλυκό με μπόλικο καϊμάκι του αγαπημένου της διευθυντή. Κατέβασε αμέσως τα πόδια απ’ το γραφείο και προσπάθησε να κουμπώσει το ανοιχτό πουκάμισό του, για να διασώσει ό,τι μπορούσε απ’ την εικόνα σύγχυσης και διάλυσης που παρουσίαζε, αλλά αυτό που είδε να εμφανίζεται μπροστά του έμελε να επιτείνει ακόμη περισσότερο και τη σύγχυση και τη διάλυσή του: δυο ένστολοι συνοδευμένοι από έναν κουμπουροφόρο πρόβαλαν με τη σειρά στην πόρτα και από πίσω τους ακολουθούσε ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι γεμάτο αίματα σε όλο τους το σώμα. Έτριψε νυσταγμένος το πρόσωπό του, σαν να μην πίστευε στα μάτια του, έσφιξε τα δάχτυλα στην παλάμη, χτύπησε τρεις φορές το μέτωπό του να ξυπνήσει και ξανάνοιξε τα μάτια.
Έξω απ’ το παράθυρο ο αύλειος χώρος με τη σκουριασμένη καγκελόπορτα, τα ξερά δέντρα και την καταπράσινη αμυγδαλιά, ο δρόμος με τους βιαστικούς οδηγούς που επέστρεφαν απ’ την ολονύχτια κραιπάλη στα σκυλάδικα των πέριξ ή πήγαιναν να αναλάβουν την πρωινή βάρδια στα εργοστάσια της παρακείμενης βιομηχανικής ζώνης, η τεράστια πινακίδα του απέναντι σούπερ μάρκετ και οι μονάδες άντλησης υγρών καυσίμων του πιο κάτω πρατηρίου. Πάνω στο γραφείο του ο Αρμαγεδδών του Συμμοριτισμού, ένα μισογεμάτο πλαστικό ποτήρι με αποτσίγαρα κι ένα ακόμη που είχε μόλις αδειάσει απ’ τη γράπα, το μικρό τραπέζι στη μέση, τα ράφια με τα διευθετημένα βιβλία στις κατηγορίες της δικής του επινόησης, ο ζωγραφικός πίνακας της Βάσως με την ανοιχτή παλάμη και η μούχλα βεβαίως της ταράτσας που είχε αρχίσει να απλώνεται και στον βορινό τοίχο.
Όλα ήταν όπως ακριβώς τα ήξερε, εξόν απ’ τους δύο χωροφύλακες που στέκονταν στη γωνία της βιβλιοθήκης με τα χέρια σηκωμένα, τον Χαραλάμπη, που καθόταν σταυροπόδι και τους σημάδευε με το σκουριασμένο του τουφέκι, και το ματωμένο ζευγάρι που συνέχιζε το σφιχταγκάλιασμά του. Έμεινε για λίγα λεπτά να κοιτάζει σαν χαζός μια τον έναν και μια τον άλλον, προσπαθώντας να καταλάβει ποια μυστική πόρτα επικοινωνίας είχε εν αγνοία του ανοίξει ανάμεσα στη ζωή και στη γραφή του.
Ανακάλεσε στο μυαλό του τη θεωρητική έννοια της διακειμενικότητας, που όσο και αν πλησίαζε αυτό που του συνέβαινε δεν ήταν η πιο κατάλληλη για να το περιγράψει με ακρίβεια. Η εδώ επικοινωνία δεν ήταν καθόλου υπόγεια και ούτε είχε να κάνει με συνειδητά ή ασύνειδα παιχνίδια της γραφής ανάμεσα σε δύο διακριτά κείμενα αλλά είχε υλική υπόσταση, σωματική μορφή και διαμειβόταν ανάμεσα σε υπαρκτά κείμενα και σε μια εξίσου υπαρκτή ζωή. Του φάνηκε πολύ περίεργο που μια ποικιλία λέξεων και φράσεων απ’ τις πιο επίσημες ως τις πιο αργκό ονομάζουν το φαινόμενο για τις ανάγκες της συμβατικής επικοινωνίας σαν έλλειψη νηφαλιότητας, ζάλη, μέθη, σούρα, τύφλα, λιώμα, λιάρδα, στουπί, αλοιφή, ζάντα, σκνίπα, φέσι, τι σου ΄κανα και πίνεις, πίνω και μεθώ – οχ αμάν, βαδίζω και παραμιλώ, θέλω να πιω όλο τον Βόσπορο κτλ. κτλ. αλλά η θεωρία της λογοτεχνίας δεν έχει ακόμη φροντίσει να επινοήσει έστω κι έναν όρο που να στεγάζει με σαφήνεια τούτη τη ζωντανή διαδραστικότητα του συγγραφέα με τους ήρωές του, με ή χωρίς τη συνδρομή της γράπας.
Αλλά πέρα από αυτή τη θεωρητική έλλειψη, το πιο σοβαρό πρόβλημα ήταν που η διαδραστικότητά του δεν είχε δυστυχώς να κάνει με τη θεογκόμενα του μετεωρολόγου από ένα προηγούμενο μυθιστόρημά του (Το παραμύθι του ύπνου, Μεταίχμιο, 2008) ή με τη Ρωσίδα ιερόδουλο από μια παλιότερη νουβέλα του (Καλά μόνο να βρεις, Κέδρος, 2006), των οποίων οι υπηρεσίες θα αποδεικνύονταν εξαιρετικά χρήσιμες για να ξεπεράσει όλα τα συγγραφικά ρεκόρ λέξεων ακόμη και των πιο διάσημων συναδέλφων του, αλλά με αυτόν τον μπουνταλά τον Χαραλάμπη, τους δύο χουντικούς μπάτσους και το ερωτευμένο ζευγάρι με τα αίματα από το τελευταίο μυθιστόρημα του, ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ (Κίχλη, 2021). Αναστέναξε βαθιά και στράφηκε προς το μέρος τους.
«Πες μου, σε παρακαλώ, να ξέρω και εγώ. Τι έχεις αποφασίσει να τους κάνω;» έδειξε με το αγαθό του βλέμμα ο Χαραλάμπης τους κρατούμενους, και προτού να του απαντήσει, «μπορείς να μου εξηγήσεις τι γυρεύει το σταυρουδάκι των αρραβώνων μας στο συρτάρι του γραφείου σου;» τον ρώτησε ενοχλημένος ο Αποστόλης.
Το αρχικό ξάφνιασμα έδωσε τη θέση του σ’ ένα αίσθημα υπεροχής για τον ρυθμιστικό ρόλο που του αναγνώριζαν. Ξαναγέμισε τη γράπα κι έφερε το ποτήρι στα χείλη, έτοιμος να ξαναπλαταγίσει δυνατά τη γλώσσα του και να ξανασκουπίσει με τη δεξιά παλάμη το στόμα. Χωρίς καμιά αμφιβολία, αυτός ήταν ο κυρίαρχος του αφηγηματικού παιχνιδιού. Με το πάτημα των πλήκτρων μπορούσε να τρυπώνει στις επιθυμίες τους, να κατευθύνει τα συναισθήματά τους, να τακτοποιεί τις αναμνήσεις τους, να υπεξαιρεί τα σταυρουδάκια τους και να τους εμφανίζει άλλοτε στη λίμνη Κάρλα, άλλοτε σε μια σχολική βιβλιοθήκη. Και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλλε σε όλα τα κείμενά του, απ’ την πρώτη συλλογή διηγημάτων μέχρι το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, για να ανατρέψει, ή τουλάχιστον να αποδυναμώσει, αυτή τη σχέση εξουσίας, τώρα που βεβαιωνόταν έμπρακτα η επιβολή του πάνω στις ζωές των ηρώων του, άρχισε να νιώθει μια πρωτόγνωρη σαδιστική ευχαρίστηση, που ενίσχυε την αυτοπεποίθησή του όχι μόνο ως συγγραφέα αλλά και ως ανθρώπου.
Οι χωροφύλακες τον κοιτούσαν με ικετευτικό ύφος, σαν να διαισθάνονταν την εκτέλεση που τους επιφύλασσε στο εντευκτήριο του μοναστηριού, δίπλα στον αποκοιμισμένο Αρσένιο ως εξής: τα διάτρητα απ’ τις σφαίρες σώματά τους πέφτουν στο πάτωμα ανάμεσα σε μια λίμνη αίματος, που φέρνει στο μυαλό του Χαραλάμπη τόσο ζωντανή την εικόνα της Κάρλας, ώστε να σκύψει στα γόνατα και να απλώσει το χέρι με την εντύπωση ότι θα τραβήξει την Ελένη απ’ τον παγωμένο βυθό, ενώ ο Αρσένιος ανοίγει τα ζαλωμένα απ’ το κρασί μάτια του, ρίχνει μια στιγμή το βλέμμα πάνω στους νεκρούς, σβήνει το χασμουρητό του με ένα πουλ-πουλ-πουλ και ξαναβυθίζεται στον πιο ευτυχισμένο ύπνο, παρέα με τις ασφαλείς κοτούλες του.
«Και μη θαρρείς ότι σε παίρνει μπροστά μας να κάνεις τον καμπόσο. Υπάρχουμε γιατί υπάρχεις, αλλά υπάρχεις όσο υπάρχουμε» προσπάθησε να τον προσγειώσει η Θεανώ. «Αν θέλεις μάλιστα να ξέρεις, έχουμε και εμείς τα σχέδιά μας» πήρε με απειλητικό ύφος τον λόγο ο Αποστόλης, ενώ το τουφέκι του Χαραλάμπη στράφηκε τώρα προς το μέρος του και στο πρόσωπο των δύο χωροφυλάκων σχηματίστηκε ένα μειδίαμα χαιρεκακίας.
Απέστρεψε αμήχανος το βλέμμα του. Στον απέναντι τοίχο η μούχλα άρχισε ξαφνικά να γλιστράει προς το πάτωμα, την είδε να σέρνεται πάνω στα σοβατεπιά, να καλύπτει με σιχαμερούς μύκητες τα πλακάκια και να πλησιάζει απειλητικά στην εργονομική του πολυθρόνα. Έσπρωξε απότομα την καρέκλα, άνοιξε γρήγορα την πόρτα και το 'βαλε στα πόδια κάτω απ’ τις διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα των απρόσκλητων επισκεπτών του. Βγήκε τρέχοντας απ’ την κεντρική είσοδο και γυρίζοντας το κεφάλι για να δει αν τον ακολουθεί κανείς διέκρινε στον αύλειο χώρο του σχολείου, εκεί ακριβώς που έπεσε το ηττημένο του χελιδονάκι, μια συγκεντρωμένη στρατιά παιδιών να κατευθύνεται με παράταξη φάλαγγας προς το μέρος του. Ξανάρχισε το τροχάδην με την ψυχή στο στόμα, ενώ έβγαζε ασυνάρτητους αλαλαγμούς, κουνούσε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι και τίναζε τα χέρια στον αέρα σαν να προσπαθούσε να προστατευτεί από ένα σμήνος μελισσών που τον είχε πάρει στο κατόπι".
Π.Χ. - Ασκήσεις αναπνοής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου