Άφησα να περάσει λίγος καιρός, να κατασταλάξει η χαρά, να γίνει απόσταγμα, να χωρέσει σε λίγες λέξεις. Με το «Τρίτο Πόδι» σου, Εύη, δίνουμε ξανά τη γνωστή μας παλιά, ανεκτίμητη, πολύτιμη, μυστική μας χειραψία.
Με την Εύη γνωριστήκαμε εδώ και χρόνους πολλούς σε χώρους συναδελφικούς, σε συμφωνίες συζητήσεων, σε συγκινήσεις ποιητικές, σε ξεφαντώματα με ούζα, τραγούδια και χορούς. Και να ‘τη, τώρα εμφανίζεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της ολόγραμμα πληθωρικό, σύνθετη εικόνα πολλών ζωών και χαρακτήρων.
Το «Τρίτο Πόδι» δεν είναι βακτηρία βοηθητική βαδίσματος, δεν είναι ράβδος απειλή τιμωρίας για αταξίες. Το «Τρίτο Πόδι» είναι γεωγραφία ψυχής με την Αμμουλιανίτσα του εκεί ψηλά, απέναντι από τον Πύργο του Προσφορίου, να δίνει τον παλμό και το σφυγμό της.
Η Εύη, κόρη «μοδίστρας και μπακάλη» - δανείζομαι δικά της χαριτωμένα λεγόμενα – γνωρίζει καλά από κοπτική και ραπτική εικόνων και λέξεων, γνωρίζει καλά από ημερομηνίες λήξης και εγγυήσεις αιώνιας φρεσκάδας των αισθημάτων.
Τι δώρο!
Λένα Καλαϊτζή - Οφλίδη
Αυτή, η χιλιοφαρμακωμένη από τα όνειρα, κοιτά ,απορημένη από τα πλαϊνά παράθυρα, σκύβει μπροστά για να δει τον ουρανό. Τον κοιτάζει και δεν μπορεί να τον σχολιάσει, να τον θαυμάσει μεγαλόφωνα. Το άδειο της κεφάλι δεν κουβαλά καμιά προίκα. Θαρρείς και ένα αόρατο σβηστήρι τα έσβησε όλα.
Είναι ένας άνθρωπος στο κενό που δεν ξέρει πως βρέθηκε εδώ μέσα. Ψάχνει τη σακούλα με τις εφημερίδες για να τις φορέσει για φτερά. Ο Γιώργης της λέει πως έχει φτερά και χωρίς τις εφημερίδες. Δείχνει να δέχεται τα αόρατα φτερά της κι αρχίζει να πετάει. Βγάζει φτερά και μέσα από τα ρουθούνια της. Απλώνει τα χέρια φτερούγες από τη μια νύχτα στην άλλη, αθόρυβα πετάει πάνω από πλατείες, πάνω από τα αμπέλια της παλιάς πατρίδας, πάνω από όλες τις θάλασσες που κολύμπησε στη ζωή της, βλέπει τον πατέρα της τον πιάνει από το χέρι, φιλά τη μάνα της στο μέτωπο, σφίγγει τους μηρούς του πρώτου της έρωτα του Σελίμ, βουτάνε στη θάλασσα, αυτή περπατάει πάνω στην επιφάνεια της, μετά βουτάει ξανά στο νερό και τον φιλάει. Πετά πάνω από όλα τα μονοπάτια που οδηγούνε παντού και πουθενά, πάνω από τα κεφάλια όλων των ανθρώπων. Η καρδιά της χτυπά ξέφρενα, τα χέρια της ανοίγουν αργά, τα πόδια της τρέμουν, σαν τα όργανα της να μην ανήκουν στο ίδιο σώμα. Τα μάτια της πετούν στον ουρανό και το μυαλό της βουτά στη θάλασσα. Ακολουθεί τη φιδοειδή διαδρομή του Χολομώντα πετώντας. Στρίβει στις φουρκέτες του δρόμου ο Κοκκώνης, πετάει κι αυτή παράλληλα, ακουμπάει τις κορυφές από δέντρα ψηλά που δεν φτάνουν τα μάτια, ακούει τον ήχο των πουλιών, νοιώθει την πείνα των λύκων, λέει από μέσα της τραγούδια ακούρδιστα, απιθώνει μέσα στα πυκνά φυλλώματα του δάσους τα γηρατειά της, μιλά με τις αράχνες σε γλώσσα βροχής, παρηγορεί τα δέντρα που δεν θα δουν ποτέ θάλασσα, φιλιέται με τα δέντρα που αγκαλιάζουν τους αιώνες, τα ξέπλεκα μαλλιά της χαϊδεύουν τις ρυτίδες της{…}
{…} Όταν ξεκίνησαν για το υπόλοιπο του ταξιδιού, καθώς άρχισαν να κατεβαίνουν προς τη μεγάλη κατηφόρα του Στρατωνιού, η θάλασσα φάνηκε μπροστά τους. Η Μετάξω αντικρίζει τη θάλασσα μετά από χρόνια πολλά. Η τελευταία φορά που την είδε ήταν από το παράθυρο της φυλακής στο Γεντί Κουλέ. Καθόταν ώρες μπροστά του με κείνη τη σχωρεμένη τη Σμαρούλα και της έλεγε ιστορίες για καράβια και γιαλούς. Στο φρενοκομείο δεν βγήκε από το θάλαμο για χρόνια ολόκληρα. Και τώρα η θάλασσα απλώνεται στα πόδια της. Την κοιτάζει αποσβολωμένη. Εξαφανίζονται όλα μπροστά από τα μάτια της, το φως του απομεσήμερου πέφτει και την ασημώνει κι ανοίγει μονοπάτι επάνω της που την καλεί να το περπατήσει. Μουγκρίζει, φωνάζει, ψάχνει τα φτερά της, οι άντρες την κρατούν με δυσκολία.
-Φτάνουμε σε λιγάκι και θα τηνε διείς από κοντά, κάμε λιγάκι υπομονή της λέει ο Γιώργης.
Τα χωριά περνούν από μπροστά τους, προς στιγμή η θάλασσα χάνεται. Αυτή φωνάζει, την ψάχνει ,
- Να τώρα θα ξαναφανεί ευλογημένη της λέει ο παπάς…
Και σαν παίρνουν την κατηφόρα για την Ιερισσό η θάλασσα της ξανακλείνει το μάτι. Στην άκρη της χερσονήσου ο Άθωνας έβγαινε μέσα από τη θάλασσα. Φωνάζει και χτυπά τα χέρια της, η σκισμένη μνήμη μπαλώνεται κάπως και η θάλασσα που είχε για κλειδί ένα κύμα αρυτίδωτο, άνοιξε την πόρτα από το δωμάτιο του ύπνου που αυτή κοιμόταν εκεί χίλια χρόνια και την ξύπνησε. Την προσκυνά ταπεινά από μακριά. Κλαίει και γελά, παραμιλάει. Βρίσκεται σε έκσταση. Περνούν από τον Πρόβλακα, η θάλασσα ξαναχάνεται μα πριν προλάβει να αντιδράσει φτάνουν στον προορισμό τους.
- Φτάσαμε της είπαν σχεδόν με μια φωνή και οι τρεις τους.
Αυτή δεν τους ακούει. Η θάλασσα είναι μπροστά της, στα πόδια της. Αισθάνεται σα ναυαγός που βλέπει καράβι. Την κρατούν με το ζόρι. Τους παρασέρνει στην άμμο. Κάνει το πρώτο βήμα του ναυαγού στο ακρογιάλι με συγκέντρωση ιχνηλάτη. Φτάνει στο κύμα μπροστά, λυγίζει, πέφτει στα τέσσερα, σκύβει και με ευλάβεια θρησκευτική τη φιλά. Ο χρόνος γίνεται ξανά παιδικός.
- Θαλασσίτσα μ, φωνάζει…
Και μαζί με τα δάκρυα της που τα καταπίνει λαίμαργα το κύμα, παρασύρονται η θλίψη , η ερημία και όλα τα αχόρταγα όνειρα που έκανε ακούγοντας το φλοίσβο της. Τη μαζεύουν από την άμμο, της λένε πως θα μπούνε στο καΐκι για να πάνε στο νησί και πως όλοι την περιμένουνε εκεί και σαν φτάσουν, η θάλασσα κάθε μέρα δικιά της θα είναι. Καθώς μπαίνει στο καΐκι κρατά τα μάτια ανοιχτά. Το βλέμμα μαρμαρώνει. Τα στοιχειά της λησμονιάς τη τριγυρνάνε. Προσπαθεί να προστατευτεί αλλά μάταιο. Αυτά είναι πανίσχυρα. Δεν την αφήνουν να φέρει μπρος της καμιά μορφή, καμιά χαρά που έζησε, κανένα χάδι. Ένα αδύναμο κορμί που οι μοίρες παίξανε μαζί του, κάθεται στο ξύλινο πάγκο στη μέση της βάρκας και φωτοβολεί σαν Παναγία. Οι σκέψεις στο κεφάλι της ταξιδεύουν χωρίς προορισμό. Την κρατούν δύο για να μην τους πέσει. Τους σπρώχνει. Της κρύβουν τον ορίζοντα. Ανασαίνει και σηκώνονται σύννεφα και ομίχλη. Δεν την αφήνουν να πετάξει. Τους ξεφεύγει, γίνεται αβαρής, ανοίγει τα φτερά της και πετά πάνω από τα χρόνια που σαν σεντόνια λευκά κάλυψαν τη ζωή της κι ακούει μόνον τον άνεμο και το κρώξιμο των γλάρων. Αόρατη περνάει ανάμεσα από τους αρμούς της βάρκας, βουτάει, ρίχνει σκάλα στο Σελίμ καταμεσής στη θάλασσα για να μπορεί να σκαρφαλώνει στο όνειρο της.
Όταν έφυγε το καΐκι από το νησί για να τους πάρει, στο χωριό μαθεύτηκε στόμα με στόμα η είδηση πως έρχονται και στο γιαλό μπροστά μαζεύτηκαν όλοι να την περιμένουν. Φτάνουν. Τη βοηθάνε να κατέβει. Επιστρέφει κουβαλώντας την άστεγη καρδιά της και τις βουβές οδύνες της. Μια κλωστή καπνού κρέμεται από τα χείλη της. Με βλέμμα αδιάφορο κοιτά μια γύρω της και μια τα γαμψόνυχα της που ξεφλουδίζουν σαν κρεμμύδια. Χίλιοι δαίμονες την κυνηγούσαν στην παλιά πατρίδα και ήρθαν και την αντάμωσαν όλοι σ’ αυτό το ξερονήσι. Όλα τα φρικτά η ζωή τα ξέρασε πάνω της εδώ. Εδώ κάηκαν τα χρόνια της, όταν σκότωσε εκείνον. Και τώρα με σαλεμένο μυαλό, ξαναπατά αυτήν εδώ τη γη.
Όλοι οι συγχωριανοί την κοιτούν σαστισμένοι. Κανείς δεν της δίνει το χέρι, φοβούνται να την αγγίξουν. Ο Άγγελος και ο Γιώργης την κρατούν για να ανέβει την ανηφόρα. Τα πεσμένα φύλλα έγιναν ένα με το χώμα. Την ακολουθούν μοναχικά σπίτια ίδια το ένα με το άλλο. Οι στέγες τους κοκκινίζουν στο φως του σούρουπου. Από τα παράθυρα τους, αχνοφέγγει το φως από τις λάμπες πετρελαίου. Δεν κοιτά ούτε σκέφτεται, μόνο σέρνει τα βήματα της. Φτάνουν στην πλατεία. Δίπλα στην ελιά που είναι φυτεμένη στο κέντρο της, στέκεται καμαρωτό το κάρο του μπαξεβάνη του Κώτσου του Κουρουπάκη, ζωγραφισμένο με λουλούδια, ζαρζαβατικά και φρούτα φιγουρατζίδικα. Από πίσω, τους ακολουθεί όλο το χωριό σαν περιφορά επιταφίου. Κάθεται στο πεζούλι γύρω από την ελιά. Αρχίζει να κλαίει. Το στήθος της τραντάζεται. Την παρακολουθούν όλοι βουβοί. Οι μικρότεροι ρωτάνε άμα είναι μάγισσα. Κάτι ξαδέρφες της μακρινές σκουπίζουν τα δάκρυα τους. Ζητά ένα τσιγάρο . Καπνίζει με μανία κάνοντας κυκλάκια σαν καλογραμμένα όμικρον.
Τα δάκρυα ακολουθούν γέλια υστερικά, γελάει με βήχα άφιλτρο. Σηκώνει τα χέρια της και τα κουνάει πέρα δώθε. Τόσα χρόνια άπραγα, έχουν ξεχάσει που καταλήγουν οι χειρονομίες. Λίγο μακρύτερα ξεκομμένος από τους υπόλοιπους, μισοκρυμμένος πίσω από την εκκλησία, ένας μεσόκοπος με παλτό παλιό και διπλοκουμπωμένο, γένια γκρίζα και άπλυτα, μαλλιά ακατάστατα χωμένα σε μια παλιοκαιρίσια τραγιάσκα, την παρακολουθεί ανέκφραστος.
-Γιατί κλαίγεις, τη ρωτά ο Άγγελος. Τώρα κλαίγεις που ήρθες πίσω; .Τώρα ούλη η θάλασσα και ούλη η στεριά δικιά σ θα είναι. Έλα να σε πάγω στο σπίτι σ.
Σηκώνεται και τον αφήνει να την οδηγήσει. Φτάνουν σε ένα εγκαταλειμμένο πέτρινο διώροφο. Αυτή θα έμενε στο ισόγειο. Όταν ήρθαν από την παλιά πατρίδα μένανε στην αρχή παστωμένοι εκεί μέσα, στο απέναντι κτίριο και στον ταρσανά κάτω στο λιμάνι σχεδόν όλοι. Όλα χτισμένα από τους καλογέρους το 1900. Από το 40 και μετά κάνανε τις γιορτές τους εκεί στον επάνω όροφο. Απέναντι, στο άλλο κτίριο στεγάζονταν το σχολείο. Κάτω μαγείρευαν και είχαν συσσίτιο για τα παιδιά και πάνω ήταν οι αίθουσες. Τα παιδιά βγαίνανε διάλειμμα στην πλατεία.
Πως θα γυρνούσε η σαλεμένη ανάμεσα στα μικρά παιδιά αναρωτιόταν ο παπάς καθώς άνοιγε την πόρτα. Ο Θεός είναι μεγάλος σκέφτηκε.{…}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου