Η ελληνική λογοτεχνία του Μεσοπολέμου είναι ένα θέμα με το οποίο έχει ταυτιστεί το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο μέρος του ερευνητικού έργου της Χριστίνας Ντουνιά. Με το καινούργιο της βιβλίο Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ‘30, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», η Ντουνιά συνδέει την πρώτη με τη δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία για να δώσει σάρκα και οστά στην έννοια του λογοτεχνικού πεδίου όπως την έχουμε παραλάβει από τον Πιέρ Μπουρντιέ, προσεγγίζοντας την παραγωγή της δεκαετίας του 1930 υπό το φως μιας σειράς διεργασιών μέσω των οποίων οι πεζογράφοι και οι ποιητές της εποχής καταφέρνουν να υπαγάγουν την τέχνη τους σε καθεστώς υψηλού αυτοπροσδιορισμού, να την ανακαλύψουν εξαρχής σε μια περιπέτεια σαν κι εκείνη της αργοναυτικής εκστρατείας, κρατώντας την μακριά από αποπροσανατολιστικούς περισπασμούς. Τα κείμενα που περιλαμβάνει η Ντουνιά στον τόμο προέρχονται από διαφορετικές περιόδους κι είναι γραμμένα με ποικίλες αφορμές, αλλά αυτό δεν επηρεάζει τη φιλολογική τους επάρκεια ούτε τα αφήνει να ακολουθήσουν ως σύνολο την αποθησαυριστική λογική της συναγωγής. Δεν έχουμε εδώ ένα άθροισμα προσεγγίσεων για τη δεκαετία του 1930, αλλά ένα πυκνό πλέγμα των ζητημάτων που αναδείχθηκαν κατά τη διάρκειά της, καθορίζοντας τη φυσιογνωμία της γενιάς η ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πολιτική, Δημοτική γλώσσα, Υπερρεαλισμός και ελληνικό τοπίο
Η λογοτεχνία διεκδικεί κατά τις δύο μεσοπολεμικές δεκαετίες την
αυτονομία της, αλλά δεν αδιαφορεί για την πολιτική. Κι αν στη δεκαετία
του 1920 ο Λαπαθιώτης, ο Βουτυράς και ο Καρυωτάκης δεν είναι βασιλικοί,
δίχως να εμπιστεύονται και τον Βενιζέλο, στην αμέσως επόμενη δεκαετία ο
Θεοτοκάς, ο Τερζάκης, ο Ελύτης, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης και ο
Σεφέρης συμμερίζονται το εκσυγχρονιστικό του όραμα ως πυλώνα που θα
οδηγήσει σε μια νέα Ελλάδα. Κι αν πάλι, για να επιστρέψουμε από την
πολιτική στη λογοτεχνία, οι υπεύθυνοι των Νέων Πρωτοπόρων, του
περιοδικού της Αριστεράς για το διάστημα 1934-1936, υιοθετούν για
ευνόητους λόγους τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, συνειδητοποιούν την ίδια ώρα
πως για υποστηρίξουν μιαν έγκυρη γραφή και τέχνη χρειάζεται να μην
εξισώσουν την κοινωνική πρωτοπορία με το εργατικό βίωμα.
Όταν η γενιά του 1930 αρχίζει να συγκροτεί την ταυτότητά της πέραν της
πολιτικής, θέτει ως επιτακτικό όρο της λογοτεχνίας προς την οποία
προσβλέπει μιαν ολοκληρωμένη, κεκανονισμένη και ταυτυτοχρόνως
κανονιστική δημοτική. Σεφέρης, Θεοτοκάς και Τερζάκης θέλουν μια δημοτική
μακριά από την ηρωική και αγωνιστική της φάση, μια δημοτική ικανή κατά
τον Θεοτοκά να εκφράσει τις τέχνες, τις επιστήμες, την οικονομία, το
εμπόριο, όπως και οποιαδήποτε ελληνική δραστηριότητα. Στο αίτημα για μια
καινούργια λογοτεχνία, πάντως, εγγράφονται και οι γλωσσικές
πεποιθήσεις των υπερρεαλιστών, του Εγγονόπουλου, του Εμπειρίκου και του
Κάλας, που ζητούν μίξη καθαρεύουσας και δημοτικής και σύζευξη των
πολλαπλών ιστορικών σταδίων της ελληνικής γλώσσας στο πλαίσιο μιας
υπερρεαλιστικής ελευθερίας η οποία απεχθάνεται κάθε γλωσσικό μονισμό.
Και μια και ο λόγος περί υπερρεαλιστών, η Ντουνιά ψάχνει, με μια πολύ
πρωτότυπη ματιά, τους δεσμούς του Εμπειρίκου με τον αποκαλυψιακό λόγο,
με τα επιφάνεια και με τα θεοφάνεια του Γουόλτ Γουίτμαν, καθώς και το
βάρος και το βάθος της επίδρασης του υπερρεαλισμού του Πολ Ελυάρ στον
Ελύτη. Όσο για τον υπερρεαλισμό του Εγγονόπουλου, η μελετήτρια δείχνει
παραστατικά πως είναι ένας υπερρεαλισμός με ελληνικά χρώματα: η Ελλάδα
όχι ιδέα, αλλά ως καλλιτεχνική φαντασία και ως σύσταση κόσμου εξ
υπαρχής.
Και από την πολιτική, τη γλώσσα και τις εκδοχές του ελληνικού
υπερρεαλισμού πηγαίνουμε προς τη θεωρία του ελληνικού τοπίου, νευραλγική
ούτως ή άλλως για τη γενιά του 1930. Το κλειδί εν προκειμένω είναι ο
Περικλής Γιαννόπουλος, τις απηχήσεις του οποίου η Ντουνιά αναζητεί, μέσα
από ενδελεχή και εκτεταμένη έρευνα, στο ιστορικό ή το ανιστορικό Αιγαίο
του Σεφέρη και του Ελύτη, αποσυνδέοντας αμφοτέρους, μαζί και την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, από τον εθνικισμό και τις εξιδανικεύσεις του Γιαννόπουλου.
Από τον Καρυωτάκη στον Ρίτσο και τον Βρεττάκο
Προχωρώντας η Ντουνιά στο βιβλίο της, δεν εξετάζει μόνο
αλληλοδιαπλεκόμενες τάσεις και φαινόμενα, αλλά και μονάδες – και πάλι,
όμως, σε αλληλοδιαπλοκή. Μια περίπτωση αλληλοδιαπλοκής είναι ο
Καρυωτάκης και ο Ρίτσος, άλλη περίπτωση ο Καρυωτάκης και ο Νικηφόρος
Βρεττάκος. Από τα νιάτα μέχρι και την ωριμότητά του, πλην των πρώτων
ετών της αριστερής αισιοδοξίας, ο Ρίτσος υπήρξε καρυωτακικός (ο Παλαμάς
θα προτιμήσει από την πλευρά του να δώσει το δαχτυλίδι της διαδοχής όχι
στον Σεφέρη, με τον οποίο δεν επικοινώνησε ποτέ, αλλά στον Ρίτσο). Ο
Αιμίλιος Χουρμούζιος και ο Κλέων Παράσχος θα υποδεχθούν θερμά ως
νεότεροι τον Ρίτσο, όχι και όμως και ο Καραντώνης, που αποστρέφεται τόσο
την καρυωτακική όσο και την κομμουνιστική του ιδεολογία. Ιδεολογικά,
εντούτοις, θα αντιμετωπίσουν τον Ρίτσο και ποιητές ή κριτικοί όπως ο
Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Αλεξ. Αργυρίου, απορρίπτοντάς τον ως
μονοκόμματο και βερμπαλιστή. Ο Καρυωτάκης τρέφει αρχικά και τον Νικηφόρο
Βρεττάκο, που θα καταλήξει σε μιαν άλλη ιδεολογία, την ιδεολογία της
κοινωνικής δικαιοσύνης και της εθνικής αντίστασης.
Ο κύκλος κλείνει με τον Μ. Καραγάτση ως δοκιμιογράφο. Για τον
δοκιμιογράφο Καραγάτση, η ελληνική πεζογραφία ποτέ δεν τα κατάφερε με
τον έρωτα, αν εξαιρεθούν ο Κονδυλάκης, ο Θεοτόκης και ο Ξενόπουλος, όπου
ο έρωτας επωμίζεται κοινωνικό έργο. Από τη γενιά του ο Καραγάτσης
ξεχωρίζει τη Λιλίκα Νάκου, τον Θράσο Καστανάκη και τον Κοσμά Πολίτη ενώ
πιστεύει γενικά στα ρεαλιστικά και τα νατουραλιστικά έργα. Ως πεζογράφος
ο ίδιος, είναι νατουραλιστής και οπαδός της βιολογίας: ο νατουραλισμός
ως ζωώδες, τυφλό ένστικτο, ως μοιραία, δυναστευτική σεξουαλική ορμή, ως
διαρκές αλκοόλ και ως μόνιμο ξενύχτι χωρίς την παραμικρή αισθηματική
δικαίωση.
Η δεκαετία και η γενιά του 1930 σε πλήρη, πανοραμική ανάπτυξη πλην με όραση καλειδοσκοπίου: εικόνες, όψεις και πρόσωπα σε διαφορετικές προβολές, σε αναπάντεχους αντικατοπτρισμούς και σε απροσδόκητες, αν και απολύτως εύλογες συσχετίσεις από μιαν ερευνήτρια που δεν μας κάνει μόνο κοινωνούς της ευαισθησίας και της επιστημοσύνης της, αλλά και κρατάει σταθερά αμείωτο το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον χάρη στη σκηνοθετική της δεξιοσύνη και στην αφηγηματική της δεινότητα. Ποιος είπε ότι οι φιλολογικές συζητήσεις πρέπει να είναι ξερές σαν έρημοι;
Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου