Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Στο παζάρι
των λευκών μετανοούντων
σαν το χαρακτικό των εκατό φιορινιών
μείναμε μονάχοι
κάλφας κι αρχιμάστορας
με τα σύνεργα στη ράχη
Οι σύνδικοι μας ρίχνουν πέτρες
κι ο Θεός τρυπάει τη σάρκα
με πύρινους στίχους του γερο-Τούμας
«…το μόνο που θέλω να πω
αστράφτει απρόσιτο
σαν τ’ ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο!»
Δεν ξέρω καλή ποίηση που να μην κουβαλά αυτήν ακριβώς την αγωνία του ανείπωτου, τουτέστιν τη βεβαιότητα της ανημποριάς όσον αφορά τις δυνατότητες του λόγου, απ’ όπου το άχθος και το άγος της, η βαθύτερη τραγικότητά της, όταν ιδρώνει, μοχθεί, κοπιάζει για να πει ό,τι εκ των προτέρων γνωρίζει ότι αδυνατεί να το πει. Αλλά αν το προχωρήσουμε λίγο, δεν είναι καθόλου μάταιη τούτη η κατά τ’ άλλα μάταιη προσπάθεια, αφού όσο σπάει τα μούτρα της η ποίηση αδυνατώντας να πει αυτό που θέλει να πει, τόσο περισσότερο μεγαλώνει κατά κάποια εκατοστά η επικράτεια της γλώσσας, της σκέψης και του συναισθήματος μέσα στον σκοτεινό ωκεανό που τη βρέχει από παντού και απειλεί να την ποντίσει.
Του Κοζία η ποιητική τραγικότητα αθροίζεται με την ιστορική και την υπαρξιακή μελαγχολία. Η ποίηση του πασχίζει να εκφράσει το ανείπωτο όχι σε κενό χρόνου ή συναισθημάτων αλλά μέσα στα ερείπια της ιστορίας και τη θλίψη της φθοράς και του θανάτου, απ’ όπου προκύπτει μια διπλή ή μάλλον μια τριπλή δεξαμενή θεμάτων: όσα αναφέρονται σε συμβάντα του πρόσφατου ή απώτερου παρελθόντος, κουβαλώντας την ανάμνηση ενός δραματικού, πολεμικού ή άλλου γεγονότος. όσα αναφέρονται σε παλαιότερα ή σύγχρονα πρόσωπα, κουβαλώντας την ανάμνηση του σώματος, την εικόνα της μορφής και τη βεβαιότητα της φθοράς τους. κι εντέλει όσα αναμειγνύοντας το ιστορικό με το υπαρξιακό θέμα υποβάλλουν την ιδέα της βυθισμένης σε μάταιες πράξεις ματαιότητας των ανθρωπίνων.
Το ανθρώπινο πρόσωπο που προβάλλει μέσα απ’ τα ποιήματα αυτά δέχεται πανταχόθεν – σε συλλογικό και ατομικό, σε πολιτικό και υπαρξιακό επίπεδο – χτυπήματα, είναι γεμάτο μελανιές: «Μες στα ασφοδίλια λαοί κοιμούνται, λαοί τυφλών» (Προς Θεσσαλονικείς και Κορινθίους, σελ. 13), «Τίποτα δεν διαρκεί στις μικροσυνοικίες του θανάτου» (Εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, σελ. 15), «Το απάνθρωπο, Γιατρέ / τον άνθρωπο πηγαίνει εκδρομή / χωρίς επιστροφή / με μαζούρκες, πολωνέζες και πένθιμα βαλσάκια» (Εκδρομή με κοριτσάκια, σελ. 17), «Ξυπνούμε, στολιζόμαστε / κι αρχίζουμε μεροκάματο τον σπαραγμό» (Ζωώδες επαρχείον, σελ. 24), «Στο λάγνο φως που βασιλεύει / εφτά οργιές περνάς / Ενθάδε κείται το κορμί που έθρεψε το πάθος» (Falconeria, σελ. 33).
Πολλές οι οφειλές του ποιητή, δηλωμένες ή εννοούμενες – από τον Σολωμό, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τον Αλεξάνδρου μέχρι τον Σελίν, τον Ρίλκε, τον Τράνστρεμερ, τον Γκριν, τον Αρσένι Ταρκόφσκι, την Ούρλικε Μάινχοφ –, έτσι που κάθε ποίημα να αντηχεί μια ή πολλές φωνές και να στήνει έναν ή πολλούς διαλόγους. Αλλά ανάμεσά τους η πιο σταθερή φωνή, αυτή με την οποία συνομιλεί ο Κοζίας απ’ την αρχή μέχρι το τέλος της συλλογής είναι η σεφερική. Δεν είναι μόνο που την ακούμε φωναχτά σε ποιήματα όπως το «Ζωώδες επαρχείον», αλλά την ίδια στιγμή τη βλέπουμε, τη νιώθουμε και την καταλαβαίνουμε να αφήνει το δημιουργικό της στίγμα στη γραφή του Κοζία, κι ειδικότερα στο κλίμα της στοχαστικής αποστασιοποίησης, στις υφολογικές αποχρώσεις της πικρίας, στην ελεγχόμενη συναισθηματική θερμοκρασία, στην αίσθηση της ποιητικής ευθύνης και κυρίως στην αξιοποίηση του ιστορικού θέματος όχι χάριν της ιστορίας αλλά του παρόντος.
Η ποίηση του Κοζία είναι μια ποιητική σπουδή στο ανθρώπινο δράμα, ιδωμένο στις δυο κορυφώσεις του, την ιστορική-κοινωνική και την υπαρξιακή-μεταφυσική. Ο ποιητικός λόγος ξεκινώντας από διαφορετικούς δρόμους καταλήγει να μιλάει για την ενιαία ανθρώπινη υπόθεση στην πύκνωση της παρούσας τραγωδίας της. Ψηλαφεί την τραγωδία, σκύβει το κεφάλι, σφίγγει τα δόντια και μιλάει ποιητικά γι’ αυτήν με την πνευματική επίγνωση ότι, όσο και όπως μπορεί, οφείλει να μετριάσει την έντασή της. Κανένας διδακτισμός εδώ, καμιά μεσσιανική αντίληψη.
Η ποίηση του Κοζία είναι αληθινή ποίηση, δίχως εκπτώσεις, συμβιβασμούς και αλαζονείες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου