Ξεφτισμένα όνειρα
Ένας μονότονος και συνεχής ήχος ακουγόταν διαρκώς στη γειτονιά του μικρού χωριού, ήχος γνώριμος για τους περίοικους και αναμενόμενος, που προερχόταν από το μικρό σπίτι με τις κερασιές. Η ραπτομηχανή της Γλυκερίας. Ολημερίς η Γλυκερία αφηνόταν στη μαγεία αυτής της μηχανής, που έδινε μορφή στην αχαλίνωτη φαντασία της.
Η Γλυκερία γεννήθηκε σ’αυτό το χωριό της Μακεδονίας, όταν ακόμη μαινόταν ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Σφάδαζε η μάνα της από τους πόνους πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι και έξω στον δρόμο ζητωκραύγαζαν οι κάτοικοι για τη νίκη των Ελλήνων στην Κορυτσά. Μια μέρα και μια νύχτα έσκουζε η γυναίκα για να φέρει στον κόσμο το πολυπόθητο μωρό της, που χρόνια ολόκληρα προσπαθούσε να πιάσει. Στέρφα την ανέβαζαν, στέρφα την κατέβαζαν Kαι το ζευγάρι σε πόνο μεγάλο. Τώρα ήταν τα βοτάνια, οι προσευχές και τα τάματα στους αγίους, ήταν η πλήρωση του χρόνου; Πάντως η γυναίκα έμεινε ξαφνικά έγκυος και η χαρά του ζευγαριού ανείπωτη. Η γέννα δύσκολη και η επίτοκη σε πλήρη εξάντληση από τις ωδίνες μέχρι που το μωρό τα κατάφερε και γλίστρησε στα γέρικα χέρια της μαμής, ξαλαφρώνοντας τη μάνα του. Ο πατέρας το πήρε στοργικά στην αγκαλιά του και το σήκωσε ψηλά στο εικόνισμα της Παναγίας.
«Σ’ ευχαριστώ Παναγιά μου και ας είναι και κορίτσι. Θα βρει την τύχη του».
Και το όνομα αυτής Γλυκερία, όπως το όνομα της γιαγιάς του. Όσο το παιδί μεγάλωνε, η όψη του γινόταν ολοένα και πιο γλυκιά και το όνομα ακόμα πιο ταιριαστό. Ένα αφράτο παιδί με καστανές μπούκλες, που έπεφταν ανέμελα στα κοκκινισμένα μάγουλα και δυο μεγάλα μάτια στο χρώμα του μελιού.
Ένα αγκάθι, όμως, έσκιζε την ψυχή των γονιών. Ο καιρός περνούσε και το κορίτσι δεν μιλούσε. Έβγαζε μόνο άναρθρες κραυγές και θυμό, γιατί οι άλλοι δεν το καταλάβαιναν. Οι γονείς είχαν αρχίσει να μαραζώνουν, όταν ο δάσκαλος του χωριού τους είπε ότι το παιδί ίσως να μην ακούει και τους πρότεινε να κάνουν ένα πείραμα.
«Δοκιμάστε να προκαλέσετε έναν εκκωφαντικό θόρυβο χωρίς να σας βλέπει, για να δείτε πώς θα αντιδράσει. Αν τρομάξει ή γυρίσει προς την πλευρά που ακούστηκε ο θόρυβος, τότε το παιδί ακούει. Διαφορετικά…».
Πραγματικά, οι γονείς ακολούθησαν τις οδηγίες του δασκάλου και διαπίστωσαν ότι το παιδί έμενε ατάραχο και γαλήνιο σε οποιονδήποτε θόρυβο προκαλούσαν. Ήταν πια φανερό ότι η μικρή Γλυκερία ήταν καταδικασμένη να ζήσει στον κόσμο της σιωπής, στερημένη από χαρές της ζωής. Δεν μπορούσε να ακούσει ούτε τη φωνή των γονιών της ούτε τα τραγούδια και τις φωνές των άλλων παιδιών ούτε το κελάηδημα των πουλιών ούτε καν τις βόμβες που έπεφταν μέσα στον πόλεμο. Και το κυριότερο δεν θα μπορούσε να πάει στο σχολείο μαζί με τα άλλα παιδιά. Για όλους πια ήταν η «βουβή» Γλυκερία, καταδικασμένη να μείνει για πάντα μέσα στο σπίτι και στη μοναξιά.
Αυτό που την εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν ένας μποξάς της γιαγιάς της που, όταν τον άνοιγε, έβρισκε μέσα μικρά κομματάκια από ύφασμα προορισμένα να μπαλώσουν τα παλιά ρούχα της οικογένειας. Ρετάλια από δαντέλες, κάμποτο, περκάλι, βελούδο, τσόχα, όλα σε διαφορετικά χρώματα, ανακατωμένα μέσα στον μποξά φάνταζαν στα μάτια της Γλυκερίας σαν ένας μικρός θησαυρός. Τα έβγαζε ένα ένα με προσοχή και με τελετουργικές κινήσεις τα τακτοποιούσε με βάση το χρώμα και την υφή του υφάσματος. Ύστερα έφτιαχνε συνδυασμούς, τα άπλωνε στο πάτωμα και σχημάτιζε έναν πολύχρωμο πίνακα που την ενθουσίαζε και την έκανε να χτυπά τα χέρια της από χαρά.
Η γιαγιά αφουγκράστηκε τις δυνατότητες του παιδιού και σαν μεγάλωσε κάπως την μύησε στη ραπτική τέχνη. Άλλωστε, εκείνη την εποχή όλα τα κορίτσια έπρεπε να ασχολούνται με τη ραπτική. Της έδωσε, λοιπόν, κλωστές, βελόνες, ένα ψαλίδι, ένα βάζο με κουμπιά και όλο τον μποξά με τα κομμάτια. Μόλις της έδειξε τη χρηστική αξία αυτών των εργαλείων, για την Γλυκερία ανοίχτηκε ένας καινούριος κόσμος. Και το κυριότερο: σ’ αυτόν τον κόσμο δεν χρειαζόταν να ακούει, αλλά να βλέπει και να χρησιμοποιεί τα λεπτοκαμωμένα της δάχτυλα. Άρχισε να πειραματίζεται και να ενώνει τα κομμάτια της με τις πολύχρωμες κλωστές, να βάζει επάνω τους μικρά και μεγάλα κουμπιά και να σχηματίζει έργα τέχνης. Μετά άρχισε να φτιάχνει πάνινες κούκλες. Τώρα, τα ρετάλια είχαν γίνει καπέλα, φορέματα, κεφαλάκια από κούκλες και πολύχρωμες κορδέλες για τα μαλλιά. Για πρώτη φορά η Γλυκερία αισθανόταν τη χαρά της δημιουργίας. Μπορεί να μην πήγαινε σχολείο, μπορεί να μην έμαθε γράμματα, όπως τα άλλα παιδιά, όμως τα χέρια της ήταν μαγικά και μπορούσε να φτιάξει απίστευτα καλλιτεχνήματα με εκείνα τα μικρά απομεινάρια υφασμάτων. Αυτό κάπως μετρίαζε την απογοήτευση που ένιωθε, επειδή δεν μπορούσε να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της με τον λόγο. Μπορούσε όμως να εκφραστεί μέσα από την τέχνη της.
Την τέχνη αυτή η Γλυκερία όχι μόνο δεν την εγκατέλειψε, αλλά τη βελτίωσε ακόμα περισσότερο έτσι, ώστε έγινε μια σπουδαία και αξιοζήλευτη μοδίστρα. Είχε πια το δικό της εργαστήριο. Όλα τακτοποιημένα σε ράφια: οι κλωστές, τα κουμπιά σε γυάλινα βάζα, οι βελόνες, οι χάντρες, οι μεζούρες, τα ψαλίδια, οι καρφίτσες, οι μαγνήτες, χαρτιά, μολύβια, υφάσματα όλα στη θέση τους. Όταν έγινε δεκαοκτώ χρόνων, η γιαγιά της τής πήρε δώρο από την πρωτεύουσα μια μηχανή Singer. Η Γλυκερία, όταν την είδε, δεν πίστευε στα μάτια της. Μια δική της καλογυαλισμένη μηχανή, με την οποία θα μπορούσε να ράβει γρήγορα αυτά που ήθελε. Ήταν το καλύτερο δώρο. Την έβαλε μπροστά στο παράθυρο, για να έχει άπλετο φως και να εμπνέεται από τη φύση και ειδικά από τις κερασιές που την άνοιξη έμοιαζαν με νύφες. Σχεδίαζε πρώτα στο χαρτί το φόρεμα, διάλεγε το κατάλληλο ύφασμα-ο πλανόδιος πωλητής φρόντιζε πάντα να την εξοπλίζει με ποικίλα υφάσματα-και μετά άρχιζε η δημιουργία. Η φήμη της είχε απλωθεί όχι μόνο σε όλο το χωριό αλλά και στην πρωτεύουσα. Όλες οι κυρίες της «υψηλής κοινωνίας» από την πρωτεύουσα επισκέπτονταν τη Γλυκερία, για να τους ράψει εκείνο το μοναδικό φόρεμα με το οποίο θα ξεχώριζαν στη χοροεσπερίδα του Σαββάτου.
Τα χρόνια περνούσαν και η Γλυκερία ήταν μια καταξιωμένη μοδίστρα αλλά και μια γυναίκα απαράμιλλης ομορφιάς. Όμως, οι γονείς είχαν αρχίσει να ανησυχούν για την προσωπική αποκατάσταση της κόρης τους. Θα ζούσε μόνη της όλη την υπόλοιπη ζωή χωρίς σύντροφο; Και όταν εκείνοι πεθάνουν ποιος θα τη φροντίσει; Ποιος θα συνεννοείται μαζί της; Είχε έρθει η ώρα να αναζητήσουν κάποιον γαμπρό για την κόρη τους. Άλλωστε, όλα μπορούσε να τα κάνει, ήταν και οικονομικά ανεξάρτητη, μόνο που δεν άκουγε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Χωρίς να της πουν τίποτε άρχισαν να καταφτάνουν τα προξενιά. Η Γλυκερία όμως δεν ήθελε να δει κανέναν. Χτυπούσε με τις γροθιές της το στήθος της, κουνούσε απεγνωσμένα τα χέρια της αριστερά και δεξιά, βγάζοντας δυνατές κραυγές για να εκφράσει την απόγνωσή της. Πώς θα γινόταν μάνα, όταν δεν θα μπορεί να ακούει το παιδί της; Τι νανουρίσματα θα του πει; Όχι, όχι. Αρνιόταν πεισματικά και έδιωχνε όλους τους υποψήφιους γαμπρούς. Και κάθε φορά που γινόταν αυτό, κλεινόταν στο εργαστήριο της, έκλαιγε και γάζωνε με μανία.
Το σκηνικό επαναλαμβανόταν μέχρι που η Γλυκερία έπεσε στην παγίδα του έρωτα. Εκείνος ο γαλατάς με το ατίθασο μαλλί που έπεφτε χαλαρά και μισοσκέπαζε τα γαλάζια μάτια του, με το λευκό πουκάμισο και τις τιράντες που συγκρατούσαν το μάλλινο παντελόνι της έκλεψε την καρδιά. Τον έβλεπε από το παράθυρο να έρχεται στο σπίτι τους και έτρεχε να ανοίξει την πόρτα για να πάρει το γάλα. Ήξερε πως δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο απ’ αυτό, πως δεν μπορούσε να εκφράσει αυτό που αισθανόταν. Μόνο να χαμογελάσει μπορούσε και να φανταστεί. Κάθε βράδυ ονειρευόταν τον νεαρό γαλατά να την αγκαλιάζει, να τη φιλάει και να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Και εκείνη μιλούσε, όπως και οι άλλοι, και τραγουδούσε και χόρευε, όπως οι άλλοι, και του έλεγε λόγια ερωτικά, όπως λένε όλοι οι ερωτευμένοι. Ένιωθε χαρούμενη και ερωτική σε εκείνη την ψεύτικη πραγματικότητα του ονείρου. Αυτός ο νεαρός, εν αγνοία του, ανέσυρε την ερωτική διάθεση της Γλυκερίας. Κοιτούσε το είδωλό της στον καθρέφτη και ανίχνευε λάγνα την ομορφιά του κορμιού της. Αγκάλιαζε με τρυφερότητα την κοιλιά της και φανταζόταν ότι θα μπορούσε να αισθανθεί τη μητρότητα, ότι είχε και αυτή το δικαίωμα να κρατήσει ένα παιδί την αγκαλιά της, αρκεί να ήταν το παιδί εκείνου του νεαρού γαλατά. Τον περίμενε κάθε φορά την ίδια ώρα για να τροφοδοτήσει τα όνειρά της και να συνεχίζει τη ζωή της, όπως η ίδια τη φανταζόταν. Φορούσε ένα εμπριμέ φόρεμα, έδενε τα ατίθασα μαλλιά της με μια κορδέλα και στεκόταν στο παράθυρο μέχρι να τον δει. Αισθανόταν τους κτύπους της καρδιάς της που έτρεχε σαν αφηνιασμένο άλογο και ένα κάψιμο στο υπογάστριο, που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Αυτή η αναμονή ήταν πιο γοητευτική και από την ίδια την ολιγόλεπτη συνάντηση.
Η συμπεριφορά της σταδιακά άλλαζε. Γινόταν πιο ευδιάθετη, δεν εκνευριζόταν και ήταν απίστευτα δημιουργική. Μόνο που η Γλυκερία άρχισε να στρέφεται στο ράψιμο των μωρουδιακών ενδυμάτων. Έπαιρνε τα ρετάλια και έραβε παιδικά φορέματα, ποδίτσες, παντελονάκια και φουφούλες, που δεν προορίζονταν για κάποια πελάτισσα. Δεν τα είχε παραγγείλει κάποιος. Άρχισε να δημιουργεί έναν δικό της φανταστικό κόσμο και μέσα σ’ αυτόν έβλεπε την ίδια ως μητέρα ενός ανύπαρκτου παιδιού. Φανταζόταν ότι κρατάει στην αγκαλιά της τον καρπό του έρωτά της, ότι το νανουρίζει και του λέει λόγια τρυφερά. Η μητρότητα στροβιλιζόταν στο μυαλό της ολοένα και πιο έντονα, μέχρι που καταλάμβανε όλο το είναι της.
Εκείνο το πρωινό ετοιμάστηκε, όπως κάθε φορά, για να υποδεχθεί τον ανίδεο νεαρό που δεν είχε αντιληφθεί τι είχε προκαλέσει άθελά του στη Γλυκερία. Στάθηκε στο παράθυρο και περίμενε να αντικρίσει τον έρωτα. Μόνο που τώρα είχε πάρει την απόφαση να τον προσκαλέσει να καθίσει κοντά της και- γιατί όχι;- να του δείξει με τον δικό της τρόπο τι αισθάνεται. Εκείνη η αναμονή είχε μια γεύση πικραμύγδαλου, χαρά και αγωνία μαζί για την υποδοχή του νεαρού. Η ώρα περνούσε και εκείνος δεν είχε φανεί ακόμα. «Μα τι έγινε; Γιατί καθυστέρησε; Μήπως αρρώστησε;» Η ανησυχία της κορυφωνόταν, όταν είδε την καρότσα με τα τσίγκινα δοχεία με το γάλα. Μα πώς δεν τον είδε; Πάντα τον έβλεπε. Περίμενε να ακούσει τα βήματά του καθώς ανέβαινε την εξωτερική σκάλα. Άνοιξε την πόρτα και περίμενε να φανεί, όταν αντί για τον νεαρό εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άντρας κουβαλώντας το πολυπόθητο δοχείο. Η μάνα της, που είχε πλησιάσει για να πληρώσει, απόρησε και ρώτησε τον πωλητή:
«Μα πού είναι το παλικάρι που μας φέρνει κάθε μέρα το γάλα; Δεν περιμέναμε εσένα μπάρμπα Χαράλαμπε».
«Α, ο Αναστάσης είναι ανεψιός μου. Έφυγε στην Αθήνα για να δουλέψει εκεί. Το χωριό δεν το σήκωνε. Ήθελε να κάνει μεγάλα πράγματα και εδώ δεν μπορούσε. Γι’ αυτό έφυγε. Στο εξής θα σας φέρνω εγώ το γάλα».
Όταν έφυγε ο μπαρμπα Χαράλαμπος, η Γλυκερία έκανε νόημα στη μάνα της για να καταλάβει τι έγινε. Έμεινε σαν κεραυνοβολημένη να κοιτάζει τα όνειρά της να ξεφτίζουν σε μικρά κομματάκια, όπως τα κουρέλια της στον μποξά. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν πρόλαβε να του δείξει την αγάπη της. Κλείστηκε στο δωμάτιό της και κοίταξε με οργή όλα τα παιδικά ρούχα που είχε ράψει και άρχισε να τα ξεσκίζει με τα ίδια χέρια που τα είχαν φτιάξει με τόση λαχτάρα. Έκλαιγε και χτυπούσε το κορμί της σαν να ήταν ένοχη που είχε ερωτευτεί που είχε αφήσει το σώμα της να τον αποζητάει. Και η μάνα της απελπισμένη να νιώθει και εκείνη ένοχη που δεν της μίλησε ποτέ για τον πυρφόρο έρωτα. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο έρωτας τρυπώνει ακόμα και σε κλειστά δωμάτια και καταλαμβάνει ύπουλα αυτούς που μιλούν και αυτούς που δεν μιλούν, γιατί οι ψυχές βρίσκουν τον τρόπο τους να πουν αυτό που αισθάνονται.
Ο νεαρός γαλατάς δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Από εκείνη την ολέθρια μέρα η Γλυκερία κλείστηκε για πάντα στο εργαστήριό της και γάζωνε συνέχεια. Δεν γάζωνε κάποιο ρούχο, αλλά σκόρπια κουρέλια από υφάσματα, που δεν υπάκουαν σε κάποιο σχέδιο. Οι παραγγελίες σταμάτησαν. Τα γαζιά δεν ήταν πια ίσια, τα χέρια της έτρεμαν όπως και όλο το σώμα της. Ακουγόταν μόνο ο μονότονος ήχος της ραπτομηχανής, που τον συνόδευαν οι κραυγές ενός ανίατου πόνου, χωρίς να μπορούν να σπάσουν τον κόσμο της σιωπής της Γλυκερίας. Ώσπου μια νύχτα βρέθηκε νεκρή αγκαλιασμένη με τη ραπτομηχανή της, γιατί πίστευε ότι σ’ αυτήν θα μπορούσε να ράψει τα όνειρά της. Άλλοι είπαν ανακοπή καρδιάς, άλλοι μαράζι. Ποια η διαφορά; Ο θάνατος είναι θάνατος. Ακόμα και σήμερα, μερικές φορές τη νύχτα οι περαστικοί έξω από το σπίτι με τις κερασιές ακούνε τον μονότονο ήχο της ραπτομηχανής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου