ΜΕ ΤΙΤΛΟ "ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛ-ΑΝΑΤΟΛΗ"
Θωμάς Κοροβίνης
-Βρε καλώς τον Γιώργο. Δε σε περίμενα.
-Πώς να με περίμενες! Αφού έχω χαθεί. Λείπω χρόνια τώρα, θα ’χετε λησμονήσει και την όψη μου πια!
-Α μπα, ξεχνιέσαι εσύ, αδερφέ!
-Όμως του ανθρώπου η μνήμη σβήνει γρήγορα.
-Άλλων μπορεί, η δική σου όχι, εσένα σ’ αγαπούν, και σε μνημονεύουν, όχι όσοι θα όφειλαν βέβαια. Πάντως οι φίλοι μου κι εγώ κάθε μέρα σε σκεφτόμαστε, κάποιοι από μας σου κάνουμε παρέα νοερά.
-Αλήθεια, δεν ξέρεις τι χαρά μου δίνεις!
-Όταν περνάω απ’ την Ομόνοια ή απ’ το Βαρδάρη στήνω μαζί σου κουβέντα, όταν ακούω προσφυγικές λαλιές το ίδιο, όταν βλέπω παράσταση του θεάτρου σκιών, ανασταίνεται η φιγούρα σου ανάμεσα στην καλύβα και το σεράι, δίπλα στον Καραγκιόζη. Ακόμη κι όταν διαβάζω αρχαία κείμενα σε φέρνω στο νου μου, Ψαλμούς, παρομοίως, δημοτικά τραγούδια, επίσης.
-Λαϊκά τραγούδια δεν ακούς;
-Σχεδόν αποκλειστικά. Μα αυτά τ’ ακούω ακόμη και μέσα μου. Προπαντός τα πολύ βαριά κι ασήκωτα, κάποια ρεμπέτικα μου θυμίζουν εσένα, καλέ μου, τα πάθη σου. «Τα παράθυρο κλεισμένο» του Παπαϊωάννου, «Ο ζητιάνος» του Τσιτσάνη, «Μαύρη ζωή, μικρούλα μου» του Μάρκου. Κι άλλα παλιά λαϊκά που παραπέμπουν στην αμαρτία, μ’ εκείνα σε συνδέω πιο πολύ, «Κολασμένο μου κορμί», «Είμ’ ένα κορμί χαμένο», «Το παρελθόν μου το βαρύ».
-Πολύ σ’ αγαπώ!
-Δεν τα παίζουν τέτοια τραγούδια, ούτε στις ταβέρνες, ούτε στα ραδιόφωνα. Μόνος μου τα λέω. Άλλοτε τα ψιθυρίζω κι άλλοτε τα διαλαλώ σαν τον τελάλη. Ολομόναχος, δε με καταλαβαίνουν πια. Αν με πιάσει το μεράκι και τραγουδήσω κανένα τέτοιο περπατώντας με κοιτάνε σαν παράξενο φρούτο. Μπορεί και σαν παρακατιανό. Έχω γίνει κι εγώ παλιομοδίτης στα μάτια τους.
-Ενώ όταν μπαίνουν στα μαγαζιά να ψωνίσουν και ακούνε ντίσκο και μίσκο δεν είδα να διαμαρτύρονται!
-Μάλλον το ευχαριστιούνται. Δεν αντιδρούν στα ξένα, γιατί θαρρούν ότι θα λογαριαστούν έξω απ’ το κοπάδι, φοβούνται μήπως θεωρηθούν ντεμοντέ, μην καταντήσουν δαχτυλοδεικτούμενοι.
-«Ουδείς αντέστη, το παν εχέσθη».
-Πάνω κάτω είχες προφητέψει αυτή την κατρακύλα του λαού μας.
-Μα ήδη απ’ την δεκαετία του ’70 είχαν αρχίσει να δίνουν κώλο. Και, για πες μου, τα δικά μου τα τραγούδια τα ακούει κανείς;
-Τα δικά σου; Πεθαίνω! «Κέντρο διερχομένων»!
Αλίμονο! «Δε θέλω να μας δούνε, μισώ το μάτι τους, εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους»! Πολύ σε πίκραναν οι άνθρωποι, Γιωργάκη μου!
-Οι άνθρωποι από τότε, πολύ πριν κλείσει ο αιώνας, είχαν αρχίσει να γίνονται αγριάνθρωποι, δεν ξέρω για τώρα.
-Πού περιπλανιόσουν, άνθρωπέ μου, τόσον καιρό σ’ αυτές τις ξένες χώρες τις άξενες;
-Δε βαριέσαι, τίποτε το περίεργο, έκανα το ίδιο ταξίδι που έχουν κάνει αναρίθμητοι προηγούμενοι κι άλλοι τόσοι απειράριθμοι επόμενοι θα συνεχίσουν να επαναλαμβάνουν στους αιώνες. Όμως δε θυμάμαι να είχαμε γνωριστεί.
-Δικό μου το φταίξιμο μα όχι απόλυτα. Είχαμε διασταυρωθεί κάνα δυο φορές αλλά δεν πήρα το θάρρος. Έχασα βέβαια. Ίσως απ’ τον πολύ θαυμασμό που σου είχα, ήμουνα και μικρός βλέπεις.
-Κλασικό σφάλμα της νιότης, δεν περνάει απ’ το μυαλό των νέων ότι είναι κι αυτοί μελλοθάνατοι, έστω με πιο μακρά προθεσμία, αν και τίποτε δεν είναι σίγουρο. Κι εγώ τα ’κανα αυτά, δεν πλησίαζα εύκολα ανθρώπους που είχαν κάποιο μύθο.
-Ήσουν ένας απ’ τους «μύθους» εκείνης της εποχής, το πιστεύω, Γιώργο.
-Σημασία έχει αν έχω αφήσει κανένα γερό χνάρι στις ψυχές των άλλων, να με διαβάζουν και να συγκινούνται, να ενισχύεται η ανθρωπιά τους, να αυγαταίνει το ήθος τους. Είσαι κι απ’ τη Θεσσαλονίκη, ε; Άλλαξε καθόλου; Έπαψε να είναι σφιχτοκούραδη;
-Όπως τα ξέρεις! Αν κάναμε παρέα τότε θα είχαμε να πούμε πολλά, Γιώργο.
-Ας τα πούμε τώρα, πάντα μου άρεσε να κάνω καινούριους φίλους.
-Εμείς είμαστε φίλοι παλιοί, έχουμε καταγωγή απ’ τα ίδια χώματα της Ανατολικής Θράκης, πονάμε τη μαγκούφα την προσφυγομάνα, είμαστε κι οι δυο μοναχοπεριπατητές, και τόσα άλλα. Έκανες κανένα περίπατο;
-Έκανα πολλές τσάρκες όπως συνήθιζα πάντα. Μέσα σε ύποπτα στενά, σε μισοφωτισμένους δρόμους.
-Αυξήθηκε, λες, η αληταρία;
-Α μπα, δε βγάζω άκρη. Είδα περιποιημένους να κυνηγάνε κουρελήδες, είδα μυστικούς ντυμένους σαν αναρχικοί. Κι εκείνη την έρμη προσφυγιά! Την έχουν βάλει στο μάτι λες και φταίει για την κατάντια τους. Ξεθύμανε η μνήμη των τυραννισμένων γιαγιάδων τους, τι να πω;
-Σε φίλεψαν καθόλου;
-Έφαγα και σ’ ένα «καλό» σπίτι, κάτι γνωστών μου, άθλια γούστα, πρόστυχα ανέκδοτα, αντιπαθητικά σουσούμια. Εύκολο χρήμα, βλέπεις! Μάζεψαν το αληταριό απ’ τα πάρκα και του έδωσαν προαγωγή στα σαλόνια. Εξάλλου τα καημένα τα πάρκα την πλήρωσαν κι αυτά, αποψιλώθηκαν, ξηλώσανε τα παγκάκια τους, τα φωτίζουν με κάτι λάμπες που κάνουν τη νύχτα μέρα, πού να κρυφτείς, καημένε!
-Άλλο τι σου έκανε εντύπωση;
-Μπασκιναρία, βρε παιδάκι μου, παντού μπασκιναρία!
-Δε σου θυμίζει τίποτα;
-Μου φαίνεται πως η Ελλαδίτσα μας ξαναγυρνάει πίσω, στη δεκαετία του ’60, σ’ εκείνα τα χρόνια τα σκληροτράχηλα, μετά τον Εμφύλιο. Μόνο το πορτρέτο της Φρειδερίκας πήρε δρόμο. Κάναμε τόσα χρόνια κανένα βήμα σοβαρό; Δεν το βλέπω!
-Και τα νιάτα μας; Πώς βλέπεις τη νέα σοδειά;
-Τα νιάτα μας είναι ασύλληπτα, λιμπιστικά, πεντανόστιμα, πολλή ομορφιά εννοώ, μέγας πειρασμός.
-Γιατί, τότε δεν ήταν;
-Ήταν κακοταϊσμένα και φτωχοντυμένα αλλά αστράφτανε μέσα στα κουρέλια τους. «Το καλό το άτι και κάτω απ’ τα κουρέλια φαντάζει» λέει ο λαός μας.
-Αποθύμησες κανένα τόσον καιρό;
-Τους μαθητές μου απ’ τα χρόνια της Κασσάνδρας, ένα ηλιοβασίλεμα στα Κάστρα, ένα βράδυ στου Τσιτσάνη, κάτι φίλους μου λογοτέχνες απ’ την Αθήνα, τ’ αδέρφια μου στη Θεσσαλονικη, έναν παλιό μου εραστή, πολεμιστή του Έπους της Αλβανίας. Αποθύμησα τη χαρά που έπαιρνα κάθε φορά έβγαινε καινούριο βιβλίο μου!
-Ήσουν άτυχος! Το καλύτερο βιβλίο σου δεν πρόλαβες να το σκαρώσεις! Δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω, τώρα που σε βρήκα, για να σου δώσω λίγη χαρά παραπάνω!
-Δεν πειράζει, φτάνει που με κρατάς έτσι στη μνήμη σου. Κάνε μου ένα χατίρι, άμα βγαίνεις για κρασί, παράγγελνε κανένα αγέρωχο ρεμπέτικο, βάζε κανένα ποτηράκι απέναντί σου, γέμιζε το και κάνε καμιά πρόποση μ’ εμένα αόρατο, οι άλλοι ας μην ξέρουν.
-Αν τύχει και κάνω έρωτα; Πώς να σ’ έχω μαζί μου;
-Ε, δώσε κανένα χάδι και για μένα.
-Θα ήθελα να περπατήσουμε μαζί, να σεργιανίσουμε από δω κι από κει.
-Μπα, φτάνουν τόσα που είδα. Ευτυχώς που θα ξαναγυρίσω πίσω, αλλιώς θα υπέφερα, θα υπέφερα πολύ! Μια χαρά είμαι εκεί πέρα εγώ, εσύ να κοιτάξεις να περνάς καλά, φίλε μου. Δεν αξίζει το μαράζι! Δεν πιστεύω να βασανίζεσαι κι εσύ!
-Άσ’ τα να πάνε, Γιώργο μου, άσ’ τα να πάνε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου