H Έλσα φορούσε γάζες. Έξω ξημέρωνε ένα άνευρο και αχανές τοπίο. Η μέρα φαινόταν στρογγυλή, κι ο χρόνος θα γινόταν ασυνάρτητος. Γιατί το μόνο που είδε, όταν κοιμήθηκε ή ξύπνησε ο Λόλυ, ήταν την Έλσα, που φορούσε γάζες. Είχε κερδίσει ακόμη μιαν ανεπάρκεια ή μάλλον μιαν επιπλέον μακροχρόνια επένδυση πλάι στα όσα γίναν θα ποτέ, κι ο Λόλυ δεν έβλεπε καλά.
Ίσως και να ’φταιγε το χιόνι, που απόψε έπεφτε ακατάπαυστα στις στέγες του Σαν Τάουν, ή το κρανίο του Λόλυ, που γένναγε τρίχες στο γαριασμένο μαξιλάρι.
Είχε ύπνο ανήσυχο τον τελευταίο καιρό. Σαν απ’ αυτούς που σε σηκώνουνε τις νύχτες να τρίξουνε στο πάτωμα τις μπερδεμένες σκέψεις που περνιούνται για ιδέες. Ο Λόλυ φορούσε μόνον ένα σώβρακο λευκό και είχε τα πόδια του ξυπόλητα και τα ’σουρνε τα βράδια σε ψίχουλα, τρίχες, ροκανίδια, και η καλύβα του είχε γεμίσει από φωλιές που βρίσκαν μόνον κάτι ζωύφια καταφύγιο.Ο Ποπ πήγαινε πού και πού, για να μυρίσει τ’ απομεινάρια αυτής της ηλικιωμένης ανταρσίας, κι έπειτα έσκαβε σ’ ένα συγκεκριμένο πάντα μέρος να τα θάψει. Πάντα στο ίδιο μέρος, και κρυφά από τον Λόλυ. Αλλά ο Ποπ ήταν ένας βλαμμένος σκύλος, και δεν μπορούσε να καταλάβει ότι, γι’ αυτή την αποψίλωση ο Λόλυ δεν έδινε δεκάρα. Τόσο βλαμμένος ήτανε ο Ποπ που απόψε, με τέτοια παγωνιά, δεν μπήκε στην καλύβα, και ψόφησε σκάβοντας εκεί, εκεί συνέχεια. Μονάχος.
Αλλά ο Λόλυ τίποτε δεν ξέρει για τον Ποπ. Βλέπει μόνο την Έλσα να φοράει γάζες, και λίγο λίγο νιώθει μια παράξενη σιωπή, που δεν καταλαβαίνει πως είναι απ’ το χιόνι. Οι ξυλοκόποι είναι αποκλεισμένοι, και το Σαν Τάουν χτυπημένο σαν αφρόγαλο κοπάζει, κάτω απ’ τις γάζες, τις πληγές του, και τα σκελετωμένα δέντρα, που σήμερα δεν θα τ’ αγγίξουν τα τσεκούρια, παίζουν τα λευκά δέντρα σε χριστουγεννιάτικες ταινίες. Η ΄Ελσα έφτιαχνε ωραία τη γεμιστή της γαλοπούλα. Ο Λόλυ δεν ήθελε να τη σκοτώσει, είναι αλήθεια. Δεν θα το έκανε, εάν δεν είχε συμφωνήσει και ο Ποπ κι αν όλοι οι γάμοι δεν ήταν σιωπηλοί κι αν είχαν ραδιόφωνο στο σπίτι κι αν τότε δεν είχαν αργία οι ξυλοκόποι κι αν δεν υπήρχε ένα ωραίο μέρος στην καλύβα να χώσουνε την Έλσα. Μαζί τα συμφωνήσανε ο Λόλυ και ο Ποπ.
Γιατί δυο κούφιοι γδούποι έχουν αξία, πάντα, συγχορδίας όταν αφήνουν μεταλλική τη στίξη στη σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου