30.12.21

Στη μνήμη του Κυριάκου Κατζουράκη


Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης και ο Κυριάκος Κατζουράκης είχαν γνωριστεί τη δεκαετία του ’60 στα φοιτητικά τους χρόνια. Μία δεκαετία αργότερα θα ίδρυαν μαζί με τους Γιάννη Βαλαβανίδη, Κλεοπάτρα Δίγκα, Χρόνη Μπότσογλου την περίφημη ομάδα των 5 Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών για να δώσουν δυναμικό εικαστικό και κοινωνικοπολιτικό «παρών» με την ιστορική πρώτη έκθεσή τους στο Εργαστήρι Σύγχρονης Τέχνης του Ινστιτούτου Γκέτε. Γι’ αυτό ζητήσαμε από τον σπουδαίο ζωγράφο και καθηγητή της ΑΣΚΤ ως αποχαιρετισμό μια προσωπική του καταγραφή, μια εικόνα από τη μνήμη του... Μέσα στα συρτάρια του εργαστηρίου, μέσα σε χαρτιά, σημειώσεις και σχέδια είχα φυλαγμένο ένα νεανικό πορτρέτο του Κυριάκου. Το είχα ζωγραφίσει το 1964, στα χρόνια της νεανικής μας χειραφέτησης, στα πρώτα φοιτητικά χρόνια που τα συνόδευε πάντα το αίσθημα ενός πολύτιμου πληθυντικού αριθμού. Χρόνια μιας συγκινητικής μαθητείας στη ζωή και στον κόσμο γύρω μας στάθηκε η δεκαετία του ’60, χρόνια που άφησαν βαθιά σημάδια στη γενιά μας, που γέννησαν βαθιές φιλίες, τα μεγάλα ιδανικά, τις ουτοπίες και τις ψευδαισθήσεις, τη μαχόμενη αμφιβολία για ό,τι έμοιαζε σταθερό και σίγουρο, αλλά και την απτή σωματική σχέση με την Ιστορία. Την Ιστορία της εποχής μας, αλλά και με την ιστορία της καθημερινότητάς μας, που παλεύοντας μέσα της αισθανόμασταν πως βασικό καθήκον μας προς αυτήν ήταν να επιχειρήσουμε να την ξαναδιαβάσουμε και, ει δυνατόν, να την ξαναγράψουμε με άλλη σύνταξη και άλλη γραμματική. Και μέσα σ’ αυτήν τη μαχητική κινητικότητα, αυτά που ζούσαμε το πρωί στους δρόμους, στις συλλογικές δράσεις, στις έντονες πνευματικές αντιπαραθέσεις, τα ζωγραφίζαμε το βράδυ και γίνονταν τα πρόσωπα και οι μορφές του εικαστικού μας σύμπαντος. Η ζωή και η τέχνη σε μια ενότητα σχεδόν αξεχώριστη. Τα παραδείγματα μιας κοινωνίας σε κίνηση, σε αναβρασμό, σε διαμαρτυρία ήταν η πρώτη ύλη στη δράση αλλά και στην τέχνη μας. Και μιλάω στον πληθυντικό για να εκφράσω καθαρότερα τη γενική λαχτάρα της εποχής για έναν λόγο κοινό και συλλογικό, για μια ζωή προσωπική αλλά και διεκδικητική, μοιρασμένη και συμμετοχική. Μοιρασμένη μέσα στις καλλιτεχνικές ομάδες που οργανώναμε, στα κοινά έργα που συν-δημιουργήσαμε, στις κοινές παρέες που εμπιστευτήκαμε, στις κοινές εκθέσεις που ονειρευτήκαμε, τα κοινά ταξίδια που σχεδιάσαμε. Μέσα σ’ όλα αυτά ο Κυριάκος, τρυφερός, επιεικής και απόλυτος. Συνεχιστής μιας μεγάλης ζωγραφικής παράδοσης που την τίμησε όχι μόνο με τον πλούτο και την αισθαντικότητα της τέχνης του, αλλά και ως εκφραστής ο ίδιος ενός κριτικού, αναστοχαστικού βλέμματος πάνω στις μορφές και τα περιεχόμενα της κληρονομημένης αισθητικής μας παιδείας. Η συνάντησή του με τον Τσαρούχη, τον Βελάσκεθ, τον Θεόφιλο, τον Πικάσο, τον ρεαλισμό της γενιάς του ’30, τις σύγχρονες πρωτοπορίες απέδιδε πάντα τους γόνιμους καρπούς μιας ανήσυχης γνώσης που ζητούσε αποδομώντας να αναδομήσει την εικαστική παράδοση σε νέες συνθετικές εικόνες, στα μέτρα όμως του δικού του εικαστικού φάσματος. Ζητούσε να συμπεριλάβει συμφιλιωτικά στις εικόνες του, μέσα από ένα πολυμορφικό σύστημα αναφορών, όλες τις μνήμες της ιδιωτικής του αλλά και της δημόσιας Ιστορίας. Να χρωματίσει τους λευκούς καμβάδες με τις αγάπες, τις αγωνίες, τις παραδοχές, τους κρυμμένους πόθους, τις αδυναμίες, τις εμμονές γύρω από την τέχνη και τη ζωή του, ψάχνοντας για την αλήθεια ενός κόσμου σύγχρονου, φορτωμένου με τα βαρίδια και τα τραύματα του ιστορικού παρόντος, αλλά και του ιστορικού παρελθόντος του. Η τέχνη του Κυριάκου Κατζουράκη, ζυγίζοντας την κριτική με την κατάφαση, τα τρυφερά ή βίαια όνειρα με τον αδρό ρεαλισμό, τις υπερρεαλιστικές μνήμες με τον πεζό και καθημερινό λόγο, την ωμότητα με τον λυρισμό, την ποιητικότητα με την πολιτική στράτευση, αποτελεί μια εικαστική μαρτυρία ενός πολυ-διασπασμένου, αλλά εν τούτοις στιβαρού, δομημένου εσωτερικά, αισθαντικού κόσμου βαθιά ανθρώπινου. Αυτή η ανθρωπιά, η αυθεντική συγκίνηση που ήταν ικανός να δεχτεί από τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω του, το ευαίσθητο και βαθύ βλέμμα κατανόησης, συμπόνιας και συμπαράστασης, αλλά και η άμεση, από καρδιάς σχέση με τον αισθητό κόσμο γύρω του, χαρακτηρίζουν την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Κυριάκου Κατζουράκη και τα βήματά του στα μονοπάτια των μεγάλων ζωγραφικών και ανθρώπινων αισθημάτων. Οι τόνοι της ώχρας, του καφέ, του θερμού κόκκινου, του βαθύ κίτρινου, του πικρού γαλάζιου, οι γήινες αποχρώσεις της χρωματικής του γκάμας έκαναν ακόμη και τα πιο υπερρεαλιστικά ποιητικά συμβάντα στη ζωγραφική του να αποκτούν την τρυφερή, στέρεη γείωση με την πραγματική ζωή. Μια ζωή που αποκτά ουσία και νόημα κυρίως μέσα από την ανθρώπινη οδύνη, τον ανθρώπινο μόχθο, τις χαρές και τις πληγές, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη μάχη για μια σκληρή επιβίωση, για έναν κόσμο πιο υποφερτό, πιο ελεύθερο και πιο δίκαιο. Στέκομαι μπροστά σ’ αυτό το νεανικό πορτρέτο του Κυριάκου, ζωγραφισμένο πριν από 57 χρόνια, και ξαναβλέπω τη μέχρι δακρύων θαυμαστή νεότητα του προσώπου. Πού κοιτάει; Τι να σκέφτεται άραγε; Μοιάζει να κοιτάει προς τα μέσα του αλλά και προς το άπειρο. Το βλέμμα διαπερνά τον χώρο και χάνεται με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο ενός κούρου, διασχίζοντας τον χρόνο, αποφασισμένος, σοβαρός, λίγο μελαγχολικός, τρωτός αλλά και ισχυρός μαζί. Στέκεται αντιμέτωπος μπροστά σ’ ένα μέλλον, μπροστά σ’ ένα αίνιγμα που δεν μπορεί να απαντηθεί. Τι βρίσκεται μπρος του; Τι τον περιμένει; Ομως το νεανικό πρόσωπο φαίνεται να δείχνει περισσότερα από όσα ξέρει, αλλά μέσα του ξέρει περισσότερα από όσα δείχνει. Δεν έχει έτοιμες απαντήσεις, όμως μοιάζει να έχει καλά προετοιμασμένες ερωτήσεις. Η φωτεινή φύση αυτού του νεαρού ανθρώπου θα τον οδηγήσει σ’ αυτά που αυτός πιστεύει, και αυτά είναι τα καλά, τα ωραία και τα σημαντικά στη ζωή και την τέχνη του. Και γι’ αυτόν και για όλους εμάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: