Μια πόρνη, η Τεκίλα Λεϊλά, βρίσκεται δολοφονημένη σε ένα κάδο σκουπιδιών σε μια σκοτεινή μεριά της Κωνσταντινούπολης, έτσι, πολύ σωστά το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Το Τέλος». Όπως αυτό το τέλος δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός της αρχής, ίσως η ηρωίδα, η Λεϊλά, να είναι το σκοτεινό alter ego της συγγραφέως: Λεϊλά στα αραβικά σημαίνει «νύχτα» , ενώ η Σαφάκ χρησιμοποιεί εδώ και χρόνια, ως αντίρρηση στην πατριαρχία, το μικρό όνομα της μητέρας της για λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Σαφάκ» σημαίνει «ανατολή» ή «ενδιάμεσα». Το πρώτο μέρος του βιβλίου, που αναφέρεται στο πνεύμα της εκλιπούσης, είναι χωρισμένο σε κεφάλαια- λεπτά: 10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα, όσο δηλαδή λέγεται πως ο νους συνεχίζει να δουλεύει αφού η καρδιά πάψει να χτυπά. Κάθε λεπτό και μια άλλη μυρωδιά, φέρνει στο μυαλό της Λεϊλά, με την σφοδρότητα που μόνο η όσφρηση/γεύση, ως η πλέον πρωτόγονη αίσθηση, μπορεί να διασφαλίσει, (πολυδουλεμένη στη λογοτεχνία από την περιγραφή του Προύστ για τις αναμνήσεις μιας μαντλέν (Απο τη Μεριά του Σουάν/Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο), και μια άλλη φάση της ζωής της: τη γέννηση της ( αλάτι), την διόλου ιδανική παιδική της ηλικία στην επαρχιακή πόλη Βαν με τον αυταρχικό πατέρα με τις δυο συζύγους, το μεγάλο ψέμα της οικογένειας της και τον διεστραμμένο θείο(λεμόνι- ζάχαρη,καφές, καρικεύματα στη σούπα, χώμα), το φευγιό της στην Κωνσταντινούπολη και τη νέα της ζωή στο δρόμο με τους οίκους ανοχής, την κακοποίηση της από τους πελάτες, τις φιλίες και τον έρωτα (σουλφαμικό οξύ,σοκολάτα, τηγανητά μύδια), την απέλπιδη προσπάθεια για μια φυσιολογική ζωή (γαμήλια τούρτα) μέχρι το βίαιο θάνατο της (ουίσκι). Εμβόλιμα παρεμβάλλονται οι ιστορίες των πέντε φιλενάδων και φίλων της που, εκτός από τη Λεϊλά, δεν έχουν κανένα κοινό παρά μόνο το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν και από μια άλλη κατηγορία περιθωριακών μεταναστών που βρήκαν καταφύγιο στην Πόλη: μια τραβεστί, μια νάνος καθαρίστρια στον οίκο ανοχής της Λεϊλά, μια μαύρη πόρνη, ένας παιδικός φίλος που ζει διπλή ζωή, μια τραγουδίστρια που εγκατέλειψε έναν δυστυχισμένο γάμο. Στο φόντο, η πραγματική πρωταγωνίστρια, η Κωνσταντινούπολη, ξεδιπλώνεται και εξελίσσεται ανατριχιαστικά παράλληλα με την ελληνική εμπειρία: μέσω της Λεϊλα συμμετέχουμε στην προσμονή των εξαθλιωμένων οίκων ανοχής για τον 6ο στόλο των Αμερικανών, τις εθνικιστικές εξάρσεις στα εγκαίνια της γέφυρας του Βόσπορου, τη ματωμένη πρωτομαγιά του ’77 με τη σφαγή στην πλατεία Ταξιμ. Το εύρημα με την αντίστροφη μέτρηση που μας καθιστά μετόχους στη ζωή της ηρωίδας μέσω των ήδη γνώριμων σε εμάς γεύσεων και μυρωδιών είναι τρομερά ενδιαφέρον, δυστυχώς όμως εγκαταλείπεται εξ’ορισμού στο δεύτερο μισό του βιβλίου που αναφέρεται στο νεκρό της σώμα. Οι 5 πέντε φίλοι της, αναλαμβάνουν τώρα δράση: πρέπει να προλάβουν να περισώσουν το σώμα της από το υπαρκτό Κοιμητήριο των Ασυντρόφευτων, ένα αχανές νεκροταφείο όπου θάβονται σωρηδόν, χωρίς ταφόπλακα να αναφέρει το όνομά τους παρά μόνο ένα νούμερο, όσοι δεν έχουν κανέναν να τους πενθήσει. Η πρόθεση της Σαφάκ, να κάνει κάτι αντίστοιχο, να περισώσει από την ανωνυμία και να επιστρέψει την αξιοπρέπεια στις περιθωριακές υπάρξεις της Κωνσταντινούπολης, είναι μεν αξιοσέβαστη, από την άλλη όμως αφήνει να διαφανεί ένας δονκιχωτισμός που, στην καλύτερη περίπτωση, είναι ματαιοπονία και στη χειρότερη ναρκισσισμός. Αν και η ίδια σε ομιλία της έχει επισημάνει τη φοβερή δύναμη της λογοτεχνίας να μας συστήνει χαρακτήρες και ζωές που δεν θα συναντούσαμε με άλλο τρόπο, το μέσο που έχει επιλέξει ξεχνάει την ικανότητα του αναγνωστικού να κωφεύει- δε νομίζω πως υπάρχει κανένας δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του και θεωρεί ειλικρινά πως το πρόβλημα της μεσαίας τάξης είναι η άγνοια. Η δε εστίαση σε χαρακτήρες γένους θηλυκού ως εκστρατεία είναι μεν κατανοητή με πλαίσιο τις ιστορικές στρεβλότητες, μπορεί όμως εύκολα να εκτροχιαστεί: ο πιο δυναμικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι η τραβεστί, η Νάλαν, και το βιβλίο ίσως να ήταν πιο ενδιαφέρον αν είχε γραφτεί για εκείνη, αν και υπάρχει κάτι παρόμοιο, το «Υπουργείο Της Υπέρτατης Ευτυχίας» της Anundhati Roy που πραγματεύεται τη ζωή μιας εκδιδόμενης τραβεστί σε μια περίοδο αναταραχών στην Ινδία. Το «10 Λεπτά, 38 Δευτερόλεπτα σε Αυτόν τον Περίεργο Κόσμο» αφιερώνεται στις «γυναίκες του Ισταμπούλ και στην ίδια την πόλη που πάντα ήταν γένους θηλυκού». Θα μπορούσε να συγκριθεί με το «αρσενικό» αντίστοιχό του «Κάτι Παράξενο στο Νου μου», το νομπελίστα συμπατριώτη της Σαφάκ, Ορχάν Παμούκ, που διηγείται τη ζωή ενός υπαίθριου πωλητή μποζά, γραφικά ενσωματωμένου στην καθημερινότητα αλλά αιώνιου παρία, ενώ οργώνει τα στενά της Πόλης και τις δεκαετίας της μετάλλαξής της σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη. Χωρίς τις προθέσεις κοινωνικής πολεμικής της Σαφάκ, πετυχαίνει ακριβώς το ίδιο: μια λογοτεχνία που δε μας χωρίζει, αλλά μας ενώνει υποδεικνύοντας μας τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή μας με άτομα εξωφρενικά ξένα από εμάς.
Safak Elif, 10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα σ΄αυτόν τον παράξενο κόσμο, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Ψυχογιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου