Καλλιόπη Εξάρχου, Τόσο ήθελε το στήθος, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2020, σελ. 96.
Μια «σταγόνα θάλασσα» αποδεικνύεται κάποτε ικανή ώστε η ψυχή να επιβληθεί στο πνεύμα: «[…] έφτασε/ μια σταγόνα θάλασσα/ ανυπεράσπιστη/ να ξεγελάσει/ τη μνήμη// Τόσο ήθελε/ το στήθος». Η Καλλιόπη Εξάρχου, στην ποιητική της συλλογή Τόσο ήθελε το στήθος, προβαίνει στη θεώρηση της σχέσης ψυχής-πνεύματος ως σχέσης αντιπαράθεσης. Η ψυχή, υποδηλωνόμενη από το στήθος, επιβάλλεται στο πνεύμα, το οποίο εκπροσωπείται από τη μνήμη. Η αναμέτρηση ωστόσο δεν αναδεικνύει εύκολα νικητή. Η Εξάρχου μοιάζει να παρουσιάζει το ξεγέλασμα της μνήμης ως υπόθεση «μιας σταγόνας»: μόνο «Τόσο ήθελε/ το στήθος». Η εικόνα αυτή όμως συνιστά και η ίδια ένα πρόσθετο ξεγέλασμα, καθώς το μόλις «τόσο» δεν είναι απλώς «μια σταγόνα», αλλά «μια σταγόνα θάλασσα». Η ποιήτρια εντέχνως υπονομεύει τη φαινομενικά ξεκάθαρη δήλωση και καθιστά την αντιπαράθεση αμφίρροπη, καθώς διαστέλλει το ελάχιστο σε απέραντο, τη σταγόνα σε θάλασσα.
Η διερεύνηση του κεντρικού θέματος της συλλογής εκτείνεται σε έντεκα ενότητες, στις οποίες το σώμα και τα μέλη του αντιστοιχίζονται με «καταγωγικές» λειτουργίες ή καταστάσεις: η μήτρα με τη μητρίδα, δηλαδή την προέλευση, την καταγωγή, το βαθύ βίωμα· το σώμα με τον έρωτα· τα μάτια με την όραση· το στόμα με τη φωνή· τα χείλη με το φιλί· οι πνεύμονες με την ανάσα· το στήθος με το σθένος· τα άκρα με τους δεσμούς-δεσμά· το δέρμα με το δέρας. Η επιλογική επαναφορά στο προλογικό δίπολο μήτρα-μητρίδα ολοκληρώνει τη συλλογή με σχήμα κύκλου, διά του οποίου η ποιήτρια τονίζει εμφαντικά την πρόθεσή της να πορευτεί «με την καρδιά», παρά τα αγκάθια της διαδρομής και το αίμα που αυτά υπόσχονται. Η Εξάρχου δεν αρνείται στο πνεύμα την αξία του: «Εξαργυρώνουμε/ τους ηττημένους ώμους/ με μάτια ευρυμαθή». Το σώμα υποχωρεί στο πέρασμα του χρόνου, οι ώμοι ηττώνται και το στήθος μόλις που «συγκρατιέται», όντας «ετοιμόρροπο». Σε αντιστάθμισμα, το κέρδος είναι η ευρυμάθεια: το πνεύμα ενδυναμώνεται, η σοφία προελαύνει. Όμως η ποιήτρια διαπιστώνει με πίκρα τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Η κόπωση της ψυχής δεν επισημαίνεται εντέλει σαν στοιχείο μιας φυσικής πορείας, η οποία συνοδεύεται κι απ’ το αντίβαρο της προσαυξημένης σοφίας, αλλά σαν παρακμή. Γι’ αυτό και η διεκδίκηση του στήθους δεν επισυμβαίνει μόνο υπαινικτικά, παρά δηλώνεται ρητά στην πρόκριση της τρικυμιώδους «ενδοχώρας», του ψυχικού τσαλακώματος («Δεν είμαι εγώ για τ’ ατσαλάκωτα»), των θραυσμάτων («Στα θραύσματα/ στις αναγνώσεις τους/ στα κουράγια μας»). Ασυμβατότητες επιδιώκει η ποιητική ηρωίδα, ειλικρινή πάθη, ακόμη κι όταν αυτά προκαλούν ραγίσματα. Γιατί τα στρογγυλά τα λόγια είναι άγονα, ενώ η γονιμότητα καρπίζει στις ρωγμές.
Η διαδρομή για την ψυχική επικράτηση είναι ατελεύτητη, εξελίσσεται κι επαναλαμβάνεται, διερχόμενη από τις παιδικές αναμνήσεις με το ζύμωμα του γλυκού, αλλά και τις συνεχείς απόπειρες για τη μορφοποίηση σώματος και ήθους: «Να ζυμώσουμε/ πάλι και πάλι/ το πρόσωπο/ τον κορμό/ τα άκρα». Η δυνατή τούτη ψυχή ζυμώνεται με το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, τον έρωτα και την ποίηση, εντάσσοντας τρία ακόμη σημαίνοντα στοιχεία στις θεματικές της συλλογής. Μιλώντας για έρωτες, η Εξάρχου ανατινάζει τις «γραμμές/ που έφτιαχναν/ ορίζοντες». Τα πλαίσια διαλύονται, όμως η διαδικασία είναι επίπονη, γιατί η ερωτική απελευθέρωση έχει το τίμημά της: κορμιά διαμελισμένα και θάλασσες ξεκοιλιασμένες. Η ποιήτρια επιμένει τονίζοντας το ρίσκο του εγχειρήματος. Ο έρωτας προσωποποιείται και μεταμορφώνεται σε οικοδεσπότη σε δεξίωση, για να συζητηθεί, διά της ενδυματολογικής του επιλογής («Πορφύρα τη βυζαντινή/ ή ακάνθινη σινδόνη;»), η αντιμετώπιση που θα επιφύλασσε στους αυτόκλητους επισκέπτες του. Τούτη ωστόσο δεν θα αποσαφηνιστεί ποτέ σε όσους δεν ρισκάρουν τη «σιδερωμένη» τους εικόνα: «Δεν θα μάθουμε/ ποτέ/ αφού δεν παίξαμε/ κορόνα γράμματα/ το ανάστημά μας». Οι εικόνες της Εξάρχου είναι πυκνές κι αλλεπάλληλες. Ο υποψήφιος εραστής παραλληλίζεται με κομιστή αλληλογραφίας, ο οποίος καλείται, «Χωρίς συστάσεις», να πάρει το ρίσκο του, τη θέση στο ερωτικό κρεβάτι, να δυναμιτίσει την κόλαση της ποιητικής ηρωίδας και να εγκαθιδρύσει τον παράδεισο. Η αντίθεση παράδεισου-κόλασης δηλώνεται αλλού ως αντίθεση γονιμότητας-ξηρασίας: «Αν μπορούσες/ να με δεις/ ως επείγον περιστατικό/ θα με γονιμοποιούσες/ τώρα/ αυτή τη στιγμή/ πριν εξαπλωθεί/ έρημος». Σε ελάχιστους στίχους η Εξάρχου περιλαμβάνει όχι μόνο την αντίθεση γονιμότητας-ξηρασίας, όπως θα γινόταν αντιληπτή στα φυσικά περιβάλλοντα της όασης και της ερήμου, αλλά σημαίνει τη γονιμότητα, από τη μια, ως ιατρική υπόθεση, όπως υποδεικνύει ο όρος «επείγον περιστατικό», κι από την άλλη ως ερωτική πράξη, η οποία δεν αναπαράγει μονάχα τον άνθρωπο, παρά και καταλύει την ψυχική έρημο.
Με διαρκείς νοηματικές μετατοπίσεις η Εξάρχου καθιστά τον λόγο της πολύσημο. «δεν μπορώ να πάρω των ομματιών μου» όσο ο έρωτας με πολιορκεί, δηλώνει η ποιητική ηρωίδα, ενσωματώνοντας στον στίχο τόσο την κυριολεκτική όσο και τη μεταφορική του σημασία: το βλέμμα παραμένει μαγνητισμένο από το σώμα και προσκολλημένο πάνω του, συνάμα όμως δεν υπάρχει η δύναμη για απομάκρυνση από τον επώδυνο έρωτα. Αλλά ούτε και η βούληση: «Φιλί/ φιλί/ να ανέρχεστε/ την κλίμακα του μαρτυρίου». Η προτροπή είναι σαφής, ενώ και πάλι η ποιήτρια συμπυκνώνει, αξιοποιώντας το σκηνικό της προδοσίας του Χριστού από τον Ιούδα, τη θρησκευτική ορολογία («κλίμακα του μαρτυρίου») και τη μετατόπιση στο ερωτικό φιλί, στο οποίο, με τον τρόπο αυτό, προσδίδεται και διάσταση ιεροτελεστίας. Άλλοτε η ποιήτρια διοχετεύει τα σχόλιά της πλαγίως, δίχως καν να κατονομάζει το αντικείμενό της: «Σ’ αυτό το υπόλειμμα ζωής/ λέω να παραδοθώ/ ακυβέρνητη/ σε μια νύχτα/ όλη δική μου/ κόντρα στο φεγγάρι/ Κι αν χρειαστεί/ τη νύχτα αυτή/ να υπερασπιστώ/ θα το κάνω/ με έφιππη φωνή». Η παράδοση στον έρωτα συντελείται με πράξη πολεμική, με πράξη υπεράσπισης του ρομαντικά νυχτερινού περιβάλλοντός του, με «έφιππη φωνή», η οποία, παρά την «ακυβερνησία» της, αντηχεί το αυτεξούσιο, την άγρια ανεξαρτησία της αμαζόνας.
Οι πολυσημίες της Εξάρχου κατορθώνουν την ταυτόχρονη αναφορά στον έρωτα και τον συνάνθρωπο. «Διχασμένη/ αλλά άδολη/ έζησα/ κι ας μη με ανέχεστε/ ούτε στο βλέμμα/ εσείς/ που σημαιοστολίζετε/ το άσπιλο αίμα σας/ εσείς/ που ανταλλάσσετε/ συνταγές αριστείας/ εσείς/ που υψώνετε/ το δάχτυλο/ πριν κοιμηθείτε// Γι’ αυτό/ ξαναγυρίζω/ ξαναγυρίζω/ λιμοκτονώντας/ από άνθρωπο/ στον τόπο του/ εγκλήματος/ τον πρώτο»: η «λιμοκτονία από άνθρωπο» περιλαμβάνει τον ερωτικό σύντροφο, τον οποίο η ποιητική ηρωίδα διεκδικεί σε πείσμα των ενστάσεων του κοινωνικού περίγυρου, περιλαμβάνει όμως και τον αληθινό, άδολο άνθρωπο, αυτόν που τον κρεουργούν οι «άσπιλοι», οι «άριστοι», οι αήθεις τιμητές του γνήσιου ανθρώπου. «Τι ριζικό να ενδύεσαι/ δέρμα/ τον Άλλον», επιμένει η ποιητική ηρωίδα, με την επαφή να είναι, και πάλι, τόσο ερωτική όσο και ανθρώπινη, ενώ η ίδια ακριβώς λειτουργία ανακύπτει κι από τους στίχους «Αλλάζουμε χέρια;/ Τότε συμβαίνει Άνθρωπος». Το ειλικρινές ενδιαφέρον για τον άνθρωπο δηλώνεται και κατ’ αποκλειστικότητα: «Όσο μπορέσαμε/ –και πάει λέγοντας–/ παραδοθήκαμε/ σαν μεγάλη αναπνοή/ στο αδιαχώρητο/ Γι’ αυτό/ θα μας γράψει η Ιστορία/ Γιατί/ ζήσαμε στο ανάμεσα/ με χαμηλή ακρίβεια/ πίνοντας νερό/ στο όνομά μας». Το «νερό/ στο όνομά μας» σχολιάζει τον εγωισμό, τον ατομισμό, τις στάσεις που καθιστούν την ανθρώπινη επαφή ανειλικρινή. Η Εξάρχου πιάνει τον μίτο του Καβάφη (ποίημα «Όσο μπορείς») και με το σαφές σχόλιο «Όσο μπορέσαμε/ –και πάει λέγοντας–» διαπιστώνει τη μετάλλαξη του αιτήματος για αποχή από την έκθεση «στων σχέσεων και των συναναστροφών/ την καθημερινήν ανοησία», η οποία ευθύνεται για την πλήρη απομάκρυνση από τον συνάνθρωπο, την αντικοινωνικότητα, τον εγωισμό. Το παρενθετικό «–και πάει λέγοντας–» της ποιήτριας, με την ειρωνεία και την αμφισβήτησή του, είναι η πιο πικρή παραδοχή ενός πολύβουου, εν μέσω της επιφανειακής πολυκοσμίας, ατομικισμού.
Η ποιητική συνομιλία της Εξάρχου ήδη εισάγει στη θεώρησή της και το θέμα της ποίησης. Οι αναφορές ποιητικής δεν απουσιάζουν από τη συλλογή, κι όχι μόνο λόγω του διαλόγου με τον Καβάφη. Το κεντρικό ενδιαφέρον της συλλογής για τον άνθρωπο προσλαμβάνει και τη μορφή οδηγίας περί ποιητικής, μέσω αποστροφής προς κάθε ποιητή: «Ποιητή/ […] το βλέμμα/ πέραν του οίκου/ αν θέλεις/ ν’ αξιωθείς/ πτερωτό/ το άρμα». Η ποίηση λοιπόν δικαιώνεται και αποκτά τα φτερά που την απογειώνουν μόνο όταν ο ποιητής εγκαταλείπει την εσωστρέφειά του κι αγκαλιάζει την κοινότητα. Η Εξάρχου επιμένει στο βλέμμα. Η προτροπή «να σε βλέπω/ να με βλέπεις» επιζητά την κατάματη, ειλικρινή αναμέτρηση, που οδηγεί στη συνύπαρξη. Παράλληλα, τα «μάτια καταγής» καθρεφτίζουν την ταπεινοφροσύνη, το χαμήλωμα των τόνων, τη μετριοπάθεια που αποτρέπει τις εκρήξεις, τα «κομμάτια και θρύψαλα». Άλλωστε, οι ίδιες εκρήξεις ανατινάσσουν ακόμη και το ποίημα, αφήνοντας σκορπισμένες «κάτι λέξεις/ που ξέμειναν/ κι αυτές/ δεμένες χειροπόδαρα», αδύναμες να συγκροτήσουν ενότητα. Και, ασφαλώς, η συνύπαρξη δεν μπορεί να εδραιωθεί δίχως τον προσωπικό απολογισμό, την ειλικρινή αυτοκριτική «σε στάση προσοχής/ με στήθος προτεταμένο/ και ψηλά το κεφάλι/ ως εάν ενώπιον/ σημαίας σε έπαρση».
Η Εξάρχου αποπειράται το θαύμα, γνωρίζοντας καλά πως η πορεία προς αυτό διέρχεται απ’ το τραύμα: «Επωμίζομαι/ Σε επωμίζομαι/ Φωνή/ και πάλι/ Φωνή μου/ όταν σε φιμώνει/ το τραύμα/ το χωνεμένο/ σε βαθιές ρυτίδες». Η ίδια μήτρα που διαιωνίζει τη ζωή, γεννά και τέρατα. Κι η πατρίδα-μητρίδα κάποτε ελάχιστα απέχει από τη μητριά. Γι’ αυτό και τα λάβαρα καταλήγουν συχνά στη σιωπή, δίχως κανείς να γνωρίζει αν «Ημέρεψαν/ ή γίνανε λίπασμα πικρό;». Στην αναμέτρηση με την περιγραφείσα πραγματικότητα, η ποιήτρια «επωμίζεται» τη «Φωνή» της συνείδησης και των πλούσιων εκφραστικών της τρόπων, και πορεύεται τον δρόμο προς την έξοδο από την κόλαση του «προπατορικού τραύματος». Η επίγνωση για τη δυσκολία του εγχειρήματος δηλώνει παρούσα. Μα και η αγωνιστική απόφαση είναι μονόδρομος. Γι’ αυτό, έστω κι αν καταλήγει σε αδιέξοδα, επικυρώνεται από την ευχή της ευόδωσης με το επιλογικό, επιβεβαιωτικό της αποφασιστικότητας, «Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου