Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Ο χρόνος δεν παλεύεται, γνωστό αυτό, είτε τον δεις σαν μια συνέχεια στιγμών που διαδέχονται η μια την άλλη, καθώς σου διαφεύγει πάντα η ουσία τους, είτε σαν μια συνολική θεώρηση της ζωής σου, που αυτή κι αν σου ξεφεύγει από το στόχαστρο διαρκώς· έτσι κι αλλιώς το ερώτημα είναι αν μπορείς μονάχα να σταθείς απέναντί του (ποτέ συνειδητά μέσα του) και μακάρι ποιητικά να τον αποδώσεις. Και λέω ποιητικά, γιατί (σε πείσμα της δικής του διάρκειας) εσύ παλεύεις να μιλήσεις με το ευσύνοπτο και υπαινικτικό, το ελάχιστο σώμα των λέξεων, που όσο μικρότερες τόσο περισσότερο φωνάζουν την ουσία τους.
Στην πρόσφατη ποιητική του συλλογή ο Σωτήρης Κακίσης εκεί «στη μέση του δρόμου» να βρέχεται, όπως οι μνήμες σαν εικόνες τρέχουν μπροστά του διατρέχοντας την πρότερη ζωή και αποτυπώνοντας στίχους σε μια ιδιότυπη μείξη, αυτήν που χαρακτηρίζει την ποίησή του και την κάνει αναγνωρίσιμη. Σκέφτομαι αν μπορεί να γραφεί η ποίηση με αυτό τον τρόπο από κάποιον που δεν βρίσκεται καταμεσής (του δρόμου ή της ζωής) και δεν έχει πίσω του έναν ποταμό από πρόσωπα και καταστάσεις να τον προκαλούν σε μιαν αδιάκοπη μάχη με τις λέξεις – είναι και αυτός ένα τρόπος να αντισταθείς (ή απλώς να αντιμετωπίσεις σθεναρά) τον μέγιστο παραλογισμό: να θέλεις να εννοήσεις το χρονικό πλέγμα που μέσα του κυλούν τα πάντα, ενώ αποτελείς κομμάτι του και δεν μπορείς να εποπτεύσεις από τα έξω το όλον. Ο χρόνος και ο καιρός, για τον ποιητή σε μια σοφή διάκριση όσο γίνεται να εννοηθούν, αποδίδονται σε μια εναγώνια προσπάθεια να ελεγχθεί, με την πεπερασμένης δύναμης ανθρώπινη λογική, έστω το περίγραμμά τους:
ενώ ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα, ο καιρός γιατί δεν τον / ακολουθεί και μένει έτσι σκληρά σταματημένος, γιατί ο καιρός / δεν είναι τοπίο μόνο και θάλασσα πότε ήρεμη και πότε αγριεμένη, / ουρανός ν’ αλλάζει συνέχεια, να μην ησυχάζει; ο καιρός είναι ο / άλλος χρόνος, ένας δίδυμος νομίζω εαυτός του μέσα μου […] εγώ είμαι δηλαδή στον Χρόνο / μέσα προβληματισμένος μα και μια χαρά, ο καιρός για όλα ως / τώρα, ο καιρός για όλα πάλι τα ως τώρα με την καρδιά μου, με / την ψυχή μου, με το μυαλό μου πάλι, ξανά και ξανά.
Ο Χρόνος (και όχι ο χρόνος) πλέον, με τη λέξη που τον κωδικοποιεί να είναι ανίκανη να τον εκφράσει (απλός κώδικας συνεννόησης, τι άλλο;), κι όμως για την ποιητική γραφή εκείνο το ρω τα έχει όλα, γιατί έχει τον ήχο, τη ροή, την πανάρχαια σύλληψη του «σκοτεινού Εφέσιου (πόσο πιο κατανοητός τώρα!):
ο Χρόνος! κι η λέξη ακόμα που τον λέει χωρίς αξία, το ρω, βέβαια, / μέσα του πάντα σαν Ηράκλειτος, σαν ρεύμα, σαν ερώτηση.
Σκέφτομαι αν όλο αυτό δηλώνει μια ήττα της ευτελούς θνητότητας ή μια ανάκαμψη από το ζοφερό του κόσμου όλου:
πιέζει ο Χρόνος από / τη μία, εγώ από την άλλη, και στη μέση πάλι εγώ, ανίκανος / να διαλέξω πλευρά, παράταξη. αν μείνω μ’ εμένα, ο Χρόνος ο / άγριος πόσο περισσότερο μπορεί να περιοριστεί, ν’ αγριέψει; αν / πάλι υποχωρήσω και υποταχτώ, ακόμα χειρότερα.
Στην ωριμότερη και πληρέστερη ως τώρα ποιητική του κατάθεση ο Κακίσης μοιάζει όλα να τα εμπεριέχει, το τότε, το τώρα μα και το αύριο, αν όχι με τη μορφή ελπίδας και προοπτικής τουλάχιστον με τη συνειδητοποίηση πως όλα τελικά χρόνος είναι αλλά και καιρός. Κι αν είναι κάτι που τον διασώζει ακόμη πάνω στο καράβι και όχι σαν σκυλί που κολυμπάει πίσω εναγωνίως να το φτάσει, είναι που μπορεί μέσα σε λίγους στίχους να βάζει πρόσωπα/ονόματα/σύμβολα και να προχωράει μαζί τους:
αλλά προπαντός θυμάμαι τη / ζωή μου αυτή ολόκληρη σαν σινεμά κι εγώ στην οθόνη και μέσα / κι απέξω σαν Γούντυ Άλλεν, αλλά και σαν Μπάστερ Κήτον, σαν / Σέρλοκ Τζούνιορ καλύτερα. προτιμώ σαν Σέρλοκ Τζούνιορ, / σαν Μπάστερ Κήτον εγώ.
Μαύρη φιγούρα σε κόκκινο φόντο στο εξώφυλλο, δρομέας μέσα στον χρόνο, στον Χρόνο καλύτερα.
https://www.fractalart.gr/machi-me-ton-chrono/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου