Γράφει η Χρύσα Φάντη //
Χρίστος Κυθρεώτης «Εκεί που ζούμε» Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2019, σελ. 440
Ο Χρίστος Κυθρεώτης, μετά τη συλλογή διηγημάτων που του χάρισε πολλές διακρίσεις και ένα κρατικό βραβείο (Μια Χαρά, Πατάκη, 2014), επανέρχεται με το εκεί που ζούμε, ένα πυκνό μυθιστόρημα τετρακοσίων σαράντα σελίδων, από τις ίδιες εκδόσεις. Η ιστορία του, μέσα από έναν μακρύ εσωτερικό μονόλογο, αναδεικνύει το τραγικό και συχνά κωμικό στοιχείο που κρύβεται στο φαινομενικά κοινότοπο εικοσιτετράωρο ενός πολίτη, συγγενεύοντας αλλά και με πολλές διαφοροποιήσεις (φόρμα και γλώσσα απλούστερη) με εμβληματικά έργα του μοντερνισμού ─ Τζόις- Οδυσσέας, Βιρτζίνια Γουλφ – Ντάλαγουεη, Χάινριχ Μπελ- Μπιλιάρδο στις εννιάμισι─ που κι αυτά διαδραματίζονται στο ίδιο χρονικό πλαίσιο.
Στο εκεί που ζούμε, ο τριανταπεντάχρονος δικηγόρος Αντώνης Σπετσιώτης, χαρακτήρας μάλλον ενοχικός αλλά και ιδιαίτερα οξυδερκής, ενώ προσπαθεί να φέρει σε πέρας μία μέρα με πολλές και ποικίλες υποχρεώσεις, δεν παύει ούτε στιγμή να παρατηρεί, να καταγράφει και να αναλύει πυρετωδώς και με ακρίβεια φυσικού ανατόμου, περιβάλλοντα, συναισθήματα, ακόμη και τις απειροελάχιστες κινήσεις των προσώπων και των πραγμάτων που τον πλαισιώνουν. Ωστόσο, παρά την προσπάθειά του να τα καταλάβει και κατ’ επέκταση να τα ισοσταθμίσει μέσα στο χρόνο του διεκπεραιώνοντάς τα όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και αποτελεσματικά, αυτά παραμένουν σκοτεινά και ατιθάσευτα.
«Με καλεί ο Δημητριάδης, και παρότι είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα ’θελα να ακούσω αυτή τη στιγμή, ξέρω πως δεν έχω επιλογή».
«Κουνάω το κεφάλι γιατί βαριέμαι να διαφωνήσω, ενώ δεν είμαι καν σίγουρος ότι διαφωνώ».
Ο νεαρός δικηγόρος, αγχώδης, αισθαντικός, και την ίδια στιγμή νηφάλιος, σκεπτικιστής και αποστασιοποιημένος, αν και δε χάνει ούτε λεπτό την εικόνα τους, θολώνει, μπερδεύεται και τελικά εγκλωβίζεται, τις περισσότερες φορές με τρόπο σχεδόν φαρσικό, σε ένα κενό που τον ξεπερνά. Μια αλυσίδα από στοχασμούς και αναστοχασμούς, δράσεις και αντιδράσεις που ενώ με έναν τρόπο εξαρτώνται πρωτίστως από τη δική του αντίληψη και παρεμβολή, στην πορεία αποδεικνύεται ότι με έναν άλλο τρόπο, υπόγειο και συχνά ανεξέλεγκτο, διαμορφώνονται έξω από αυτόν, από δυνάμεις αδιευκρίνιστες. Καταστάσεις που δυναμιτίζουν τη ζωή, τη δική του αλλά και όσων τον περιστοιχίζουν, έναν κλοιό από γεγονότα χωρίς μεταξύ τους καμιά, ούτε φανερή ούτε και λογική ή απαραίτητη σύνδεση, παρά μόνον αυτήν του μετρήσιμου χρόνου.
«Ίσως τελικά τα σώματά μας να μη μοιάζουν ποτέ πιο αιώνια, παρά τη στιγμή ακριβώς που έχουν διαψεύσει την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας».
«Ποιος μπορεί να αποφασίσει οτιδήποτε ή να είναι σίγουρος για την απόφασή του, ποιος μπορεί να βάλει στην άκρη τις αντιρρήσεις που θα προβάλει ο στρατός των εναλλακτικών εαυτών του; […] Το θέμα είναι πως όταν αποφασίζεις κάτι, δεν υπάρχει απαρτία, δεν είσαι ποτέ ολόκληρος».
«Κάθε μέρα περιέχει ολόκληρο το παρελθόν κι αυτό είναι τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο που δεν μας αφήνει να πούμε την ιστορία, και κυρίως να την πούμε ειλικρινά: το γεγονός πως αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς δεν υπάρχουν ιστορίες – υπάρχει μόνο ο χρόνος».
Στο εκεί που ζούμε, πρώτο μυθιστόρημα του Κυθρεώτη, ο πρωταγωνιστής και κεντρικός αφηγητής Σπετσιώτης, λίγο πριν εγκαταλείψει το πόστο του για μία θέση μεταφραστή στο Λουξεμβούργο, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια κατανόησης του κόσμου και του εαυτού του, ψάχνει έναν προορισμό, μία ουσία, ένα νόημα σε όσα και όσους, θέλοντας και μη, φαίνεται να τον καθορίζουν. Περικυκλωμένος από επεισόδια που διαδέχονται το ένα το άλλο με ρυθμό γρήγορο και απερίγραπτη ένταση, παραπαίει μέσα σε μια πραγματικότητα που ενώ εμφανίζεται πάγια και συνηθισμένη (εν μέρει θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και προγραμμένη) παραμένει ταυτόχρονα εξαιρετικά πολύπτυχη και ρευστή. Οικογένεια, φίλοι, παλιές ερωτικές σχέσεις, γνωστοί, συνάδελφοι, γείτονες, και γενικότερα, πρόσωπα με τα οποία είναι αναγκασμένος να συναλλάσσεται στη δουλειά του ή στα πλαίσια μιας στοιχειώδους κοινωνικής επαφής ∙ ένας συνταξιούχος πατέρας που τον καλεί να μεταφέρουν ένα αυτοκινούμενο γεωτρύπανο από την Αυλίδα στον Ορχομενό, η αμφίβολη στην ουσία αλλά και την κατάληξή της συνάντηση με μια φίλη και πρώην αγαπημένη, τα δικαστήρια και η παρουσία του ως χαμηλόμισθου νέου δικηγόρου σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο, μια δίκη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρωδία αν δεν κατέληγε σε έναν θάνατο, οι κωμικές και ταυτόχρονα εμβριθείς εξομολογήσεις του σκακιστή γιού της θανούσης και ενός μισοτρελαμένου γείτονα με σκυλάκι, σκηνές απείρου κάλους από τη ζωή στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή, και κάμποσα ακόμη, συγκροτούν μια πραγματικότητα στην οποία ενώ φαινομενικά οικειοθελώς συμμετέχει, στην ουσία, ελάχιστα αποδέχεται ή προκαλεί. Μια αποσπασματική, θρυμματισμένη και ακατανόητη πραγματικότητα, η οποία, όχι μόνο συγκροτεί το παρόν του αλλά μπλέκεται ακατάλυτα και με ένα παρελθόν όχι λιγότερο θρυμματισμένο και ακατανόητο.
«Δεν είναι μόνο τη στιγμή του θανάτου μας – σχεδόν κάθε στιγμή όλη η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια μας, αφού μάλλον δεν υπάρχει ούτε μια μέρα στη διάρκεια της οποίας να μη σκεφτόμαστε, έστω στιγμιαία, όλα τα πράγματα που έχουμε κάνει ή όλους τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει – όσους έχουν χαθεί για πάντα και όσους με κάποιον τρόπο μπλέκονται ακόμα στα πόδια μας».
Ο Σπετσιώτης, στο ασθματικό εικοσιτετράωρο οδοιπορικό του, αποτύπωμα αυτού που θα μπορούσε με μία φράση να περιγραφεί ως το στίγμα της καθημερινότητας ενός άσημου (αν και όχι ασήμαντου) πολίτη στην Ελλάδα της κρίσης, πολιορκημένος από αυτή τη σύνθετη ψευδοπραγματικότητα εκκολάπτει μέσα του μια συρροή από αναπάντητες ερωτήσεις. Οι σκέψεις του, ενώ μοιάζουν τακτοποιημένες και ηχούν χαμηλόφωνες, στην πραγματικότητα ακολουθούν τα πυρετώδη ζικ ζακ μιας δαιδαλώδους και συνεχώς αυτοαναιρούμενης ενδοσκόπησης, αντικαθρέφτισμα του εξωτερικού και εσωτερικού χάους μες στο οποίο βυθίζεται όλο και πιο τραγικά.
«[…] περίπου το ενενήντα τοις εκατό των διαφωνιών στην καθημερινή ζωή είναι εντελώς άχρηστες»
«Μερικές φορές η ηλιθιότητα είναι η μόνη επιλογή που μας αφήνουν οι άλλοι».
Γεμάτος περιέργεια και βαθιά παρατηρητικός, τη στιγμή που πάει να αρθρώσει μία πρόταση ή να καταλήξει σε ένα απτό συμπέρασμα, την ίδια στιγμή κατακρημνίζεται ηττημένος. Ο λόγος του, προσπαθώντας να λύσει τους γρίφους του, αναδεικνύει ταυτόχρονα το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Ο τύπος φωνάζει στην ντουντούκα Ο ΠΟΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟΣ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΛΙΑ, κι οι υπόλοιποι το επαναλαμβάνουν σε ξεψυχισμένο τόνο, ελαφρώς δύσπιστο ─ περισσότερο σαν να ρωτάνε μοιάζουν».
Στο εκεί που ζούμε, ο Κυθρεώτης μας παραδίδει μία ολοκληρωμένη και μοντέρνα μυθιστορία. Ένα έργο με καλοστημένη δομή, συγκροτημένο συντακτικό λόγο, γλώσσα ώριμη. Με όλα τα παραπάνω, και σήμα κατατεθέν το σπαρταριστό χιούμορ, κατορθώνει να περνάει αβίαστα από το τετριμμένο στο ασυνήθιστο και από την τρυφερότητα στον σκεπτικισμό και τον κυνισμό (ή το αντίστροφο), ικανοποιώντας συνολικά και επαληθεύοντας με τον καλύτερο τρόπο τις προσδοκίες τόσο των κριτικών όσο και του απλού αναγνώστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου