Στην λογοτεχνία «η δική της ιστορία» άρχισε να αποκτά βήμα στο λονδρέζικο εκδοτικό εγχείρημα Virago Press το 1973. Εκτός από τις Maya Angelou, Andrienne Rich και Margaret Atwood, η Virago Press εξέδωσε και τα τρία πρώτα βιβλία της μετέπειτα βραβευμένης με το Man Booker Prize, Pat Barker. Στην πορεία η συγγραφέας ένιωσε να περιορίζεται σ’ ένα εκδοτικό σχήμα αφοσιωμένο στη γυναικεία υπόθεση και αποχώρησε.
Σήμερα, η Barker είναι η 76χρονη και πολύπειρη συγγραφέας του μυθιστορήματος «Η σιωπή των κοριτσιών» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αιώρα σε εξαιρετική μετάφραση της Δέσποινας Καννελοπούλου. Το τελευταίο και δέκατο τέταρτό της βιβλίο είναι μία παραλλαγή της Ιλιάδας. Η κεντρική αφηγήτρια είναι η νεαρή Βρισηίδα, η Βασίλισσα μιας γειτονικής πόλης της Τροίας. Με τη φωνή της Βρισηίδας η Barker χαρίζει ένα αυθεντικό HerStory, την Ιλιάδα αλλιώς.
Προγραμματική συγγραφέας η Barker, συνεπής δηλαδή στα θέματα που την απασχολούν, κινείται στο τερραίν της συλλογικής μνήμης, του τραύματος, της βίας κατά των γυναικών, του πολέμου και των συνεπειών του. Με το μισό συγγραφικό της έργο να αφορά τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καταρρίπτει τον μύθο που θέλει τις γυναίκες συγγραφείς να καταπιάνονται με θέματα μικρής κλίμακας.
Η δική της Ιλιάδα είναι πολλά περισσότερα από μία απλουστευμένη μάχη των φύλων. Είναι ο ενδιάμεσος χρόνος ανάμεσα στον εκκωφαντικό ορυμαγδό της μάχης και το κροτάλισμα των αργαλειών. Με συγκαιρινούς όρους είναι η τοξική αρρενωπότητα του παρωχημένου ανδρισμού απέναντι στη φίμωση και τελικά τη σιωπή.
Στον Όμηρο η μῆνις, η οργή του Αχιλλέα, ανοίγει την Ραψωδία Α της Ιλιάδας και μαζί με τον θάνατο του Πάτροκλου ορίζουν το ηθικό κέντρο του επικού ποιήματος. Η Barker αυτό το ηθικό κέντρο το μετατοπίζει. Επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο την άπειρη γενετική δυνατότητα των κλασσικών κειμένων να αναπαράγουν συνεχώς εξελισσόμενα τον εαυτό τους.
Το ηθικό κέντρο της Barker αγωνιά για τους αμάχους, για όσους προσπάθησαν να επιβιώσουν ενός πολέμου που δεν ήταν ποτέ δικός τους. «Ο μέγας, τρανός Αχιλλέας. Ο ασύγκριτος Αχιλλέας, ο λαμπρός Αχιλλέας, ο ισόθεος Αχιλλέας…Ένα σωρό επίθετα. Εμείς, βέβαια, ποτέ δεν τον αποκαλούσαμε έτσι ∙ εμείς τον λέγαμε ο χασάπης», λέει η Βρισηίδα και αυτά είναι τα πρώτα της λόγια με ένα «Εμείς» δηλωτικό για τη συνέχεια.
Όταν η πόλη της Λυρνησσού κατακτηθεί, η Βρισηίδα θα δει τον άνδρα και τα αδέρφια της να σφαγιάζονται από τον Αχιλλέα. Το ίδιο βράδυ μαζί με όλες τις γυναίκες θα οδηγηθεί στο στρατόπεδο των Αχαιών. Από Βασίλισσα γίνεται η σκλάβα του Αχιλλέα. Το πολύτιμο λάφυρο που ζει σε άθλιες συνθήκες για να τον υπηρετεί με κάθε τρόπο και το οποίο θα κληθεί αργότερα να παραχωρήσει στον Αγαμέμνονα. Αυτή η προσβολή φέρνει την ρήξη ανάμεσα στους δύο άνδρες και ο Αχιλλέας απέχει πια από την μάχη. Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά. Η τύχη της Βρισηίδας άγνωστη.
Η γραφή της Barker είναι ακριβείας και είναι ωμή. Η γεύση του αίματος και τα βιώματα των γυναικείων σωμάτων δίνουν περιγραφές τόσο ρεαλιστικές που θα μπορούσαν να αναφέρονται σε οποιονδήποτε πόλεμο του 20ου αιώνα, στην σφαγή 8.000 αμάχων ανδρών στην Σρεμπρένιτσα του 1995 ή και στην νοτιοανατολική Νιγηρία του σήμερα με τους 30.000 νεκρούς, τα 2.000.000 εκτοπισμένους και τους γυναικείους καταυλισμούς της εξαθλίωσης και των μαζικών βιασμών.
«Ξέρεις τι παθαίνουν οι γυναίκες όταν πέφτει μία πόλη» υπενθυμίζει η Barker. Η επόμενη μέρα για γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους υπήρξε πάντοτε η ίδια. Η προσήλωση στην ανάδειξη αυτής της απαράλλαχτης κοινής μοίρας, όμως, οδηγεί την Barker σε μία πληθώρα αναχρονισμών και σε μία γλώσσα που ειδικά στα διαλογικά μέρη είναι σημερινή αργκό, κατά περιπτώσεις αγοραία. Σε μία συγγραφέα αυτού του διαμετρήματος η πρόθεση αναγνωρίζεται, αλλά ο τόνος του μυθιστορήματος παροδικά χάνεται.
Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι το διακριτικό ταξικό σχόλιο. Η Barker δίνει φωνή σε μία σκλάβα, αλλά αυτή η σκλάβα υπήρξε Βασίλισσα. Μία σκλάβα που αλλάζει αφέντες θα είχε να αφηγηθεί μία διαφορετική ιστορία. Θυμίζω τον Ευριπίδη, πέρα από τις «Τρωάδες» που αποτελούν τον κατ’ εξοχήν συνειρμό. Στην τραγωδία «Ανδρομάχη» η ομώνυμη ηρωίδα λέει: «Σα σκλάβα εγώ ποιας σκλάβας ν’ αγκαλιάσω τα γόνατα;».
Στις δυνατές σελίδες του βιβλίου ο Βασιλιάς Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα να του παραδώσει τη βεβηλωμένη και άταφη σορό του γιού του Έκτορα. Πιστή στον Όμηρο η Barker παραθέτει τα λόγια του απεγνωσμένου πατέρα, μόνο που σ΄ αυτά προσθέτει και τις σκέψεις της Βρισηίδας: «Κάνω αυτό που κανένας άντρας δεν έχει ξανακάνει, φιλώ τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τον γιό μου. Τα λόγια αντήχησαν γύρω μου, καθώς στεκόμουν μέσα στην αποθήκη, ανάμεσα στα λεηλατημένα πλούτη από τις πόλεις που ο Αχιλλέας είχε παραδώσει στις φλόγες. Σκέφτηκα: Κι εγώ κάνω αυτό που έχουν αναγκαστεί να κάνουν αμέτρητες γυναίκες πριν από μένα. Ανοίγω τα πόδια μου στον άντρα που σκότωσε τον άντρα μου και τους αδελφούς μου».
Έμφυλο και αντιπολεμικό μήνυμα συναντάται τα τελευταία χρόνια σε αρκετές ομηρικές διασκευές. Ο κατάλογος είναι εξαντλητικός προσφέροντας την ευκαιρία της παράλληλης ανάγνωσης. Άλλωστε, το ουσιαστικά κρίσιμο δεν είναι τόσο η σχέση Barker – Ομήρου, όσο μια συγκριτική προσέγγιση της Ιλιάδας της Barker στο πλαίσιο της σύγχρονης εργογραφίας.
Όπως το “Memorial: An Excavation of the Iliad” της πολυβραβευμένης βρετανίδας ποιήτριας Alice Oswald (στα ελληνικά ως «Μνημείο Πεσόντων», εκδ. Μελάνι σε μτφρ. Μ. Γκανά). Mε κοινό τόπο την Ιλιάδα, τόσο η Oswald, Oxford Professor of Poetry από τον προσεχή Οκτώβρη, όσο και η Barker φωτίζουν το έμφυλο στοιχείο στο έργο τους. Η Ιλιάδα παραμένει μία ανδρική υπόθεση αλλά όχι με τον προφανή τρόπο.
Στο μυθιστόρημα της Barker η ομηρική πλοκή διατηρείται παρά την υποκειμενική αφήγηση της Βρισηίδας. Στο ποίημα της Oswald όμως, αφαιρείται. Δεν πρόκειται για μία επαναφήγηση των γεγονότων, αλλά για ένα προσκλητήριο νεκρών με σύντομες βιογραφίες πολεμιστών και λυρικές παρομοιώσεις. Ένα «προφορικό κοιμητήριο» αφανών και ατραγούδιστων νεκρών της Ιλιάδας, όπως επισημαίνει η Oswald στο προλογικό της σημείωμα.
«Και ο Έκτορας πέθανε όπως όλοι οι άλλοι», γράφει η ποιήτρια χωρίς να διαταράσσει την ελεγειακή ατμόσφαιρα του έργου της. Ο Έκτορας σκοτώθηκε και έγινε ένα ακόμα όνομα ανάμεσα σε τόσα άλλα, αποκλειστικά ανδρικά ονόματα, που είναι αδύνατον οι αναγνώστες/ακροατές να κατατάξουν σε στρατόπεδα. Όταν όμως Τρώες και Αχαιοί είναι πια νεκροί, ποιοι μένουν πίσω να τους μνημονεύουν; Ποιοι διασώζουν την ιστορία τους; Η Oswald εξηγεί στην έκδοση πως στον θρήνο που ξεκινούσε ένας ποιητής απαντούσαν αντιφωνικά γυναίκες.
Ενώ το φως της Barker προσπίπτει ευθύ και κάθετο στις γυναίκες της Ιλιάδας, η Oswald φρόντισε για μία διαθλαστική ανάδειξη της καθοριστικής γυναικείας υπόστασης. Ενδεικτικά, γράφει: «Όπως εκείνη τη στιγμή κίνησης αργής/ Όπου η γυναίκα ζυγίζει το μαλλί/ Τα καημένα τα χέρια της αράχνες/ Δουλεύουν όλη νύχτα κλώθοντας για τα παιδιά της μέλλον/ Κι έπειτα σταματά/ Χαϊδεύει τη ζυγαριά να ισορροπήσει». Η γυναίκα της Oswald δεν είναι αμέτοχη. Για την ακρίβεια εξυψώνεται τόσο που ο καθημερινός της μόχθος γίνεται υπόρρητα μοχλός της ιστορίας.
Τόσο η Barker όσο και η Oswald, με τα λογοτεχνικά μέσα της πεζογραφίας και της ποίησης αντιστοίχως, επικυρώνουν πως τα κλασσικά κείμενα αποκτούν με τη διεργασία των διασκευών εκείνη την πληθυντικότητα που αποζητούν οι σύγχρονες θεματικές. Το αποσιωπημένο «Εμείς» που αναδεικνύεται στο βιβλίο της Barker είναι η άλλη όψη της γυναίκας – αντιφωνήτριας στο εκτενές και καταγωγικά προφορικό ποίημα της Oswald. Το ζήτημα της γυναικείας φωνής, άλλωστε, δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί. «Στην γυναίκα αρμόζει η σιωπή» υποστηρίζει ο Αίαντας στο βιβλίο της Barker, θυμίζοντας το ρητό του Σοφοκλή «γυναιξί κόσμον η σιγή φέρει».
Ένα αποκαλυπτικό κείμενο για την πολιτισμική πρόσληψη της γυναικείας φωνής είναι το δοκίμιο “The Gender of Sound” της καναδής ποιήτριας Anne Carson. Στο «Φύλο του Ήχου» (τεύχος 5 του περιοδικού Ποιητική σε μτφρ Ν. Μπούρη) η Carson παρατηρεί πως «Από την αρχαιότητα ως σήμερα, το κλείσιμο του γυναικείου στόματος αποτελεί πολύ σημαντικό έργο για την πατριαρχική κοινωνία. Η βασική στρατηγική της είναι η ιδεολογική συσχέτιση της γυναικείας φωνής με την τερατωδία, την αταξία και τον θάνατο». Στα παραδείγματα που παραθέτει είναι οι Ερινύες, οι Σειρήνες, η εγγαστρίμυθη Ελένη, η παραληρηματική Κασσάνδρα, η φοβερή ιαχή της Άρτεμης, η χυδαία Ιάμβη αλλά και η φλύαρη νύμφη Ηχώ που περιγράφεται από τον Σοφοκλή ως «αθυρόστομη» (girl with no door on her mouth στο πρωτότυπο της Carson).
Πολλές σιωπηλές γυναίκες με την ευφυΐα της υποταγής βρίσκουν στο μυθιστόρημα της Barker την ευκαιρία να μοιραστούν την ιστορία τους ανακτώντας την φωνή που αποστερήθηκαν. Αυτό είναι μία από τις αρετές του βιβλίου. Πέρα από την Ελένη, την Ανδρομάχη, την Εκάβη, υπάρχουν μεταξύ άλλων η Ρητία, η Χρυσηίδα, η Εκαμήδη, η Τέκμησσα, η Κασσάνδρα και η δεκαπεντάχρονη Πολυξένη. Το βιβλίο της Barker δεν κλείνει με σφραγισμένα χείλη, αλλά με θύρες ανοιχτές, τον Αχιλλέα νεκρό και την Βρισηίδα να λέει: «Κάποτε προσπάθησα να δραπετεύσω από την ιστορία του Αχιλλέα – και απέτυχα. Τώρα μπορεί να αρχίσει η δική μου ιστορία».
Η συγγραφέας σε πρόσφατη συνέντευξη της παρουσιάστηκε το ίδιο αισιόδοξη με την ηρωίδα της, δηλώνοντας πως βιώνουμε το τέλος της πατριαρχίας. Οπωσδήποτε μία άποψη που προκαλεί αίσθηση. Μιλώντας, μάλιστα, για ένα καινούργιο διήγημά της που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Yorker με τίτλο “Medusa” και θέμα το βιασμό μιας νέας γυναίκας η Barker δεν επέτρεψε παρανοήσεις. Την ενδιαφέρει το τραύμα, αλλά κυρίως την ενδιαφέρει η επούλωση του.
Ενδιαφέρουν επίσης η μνήμη και η μαρτυρία, θα πρόσθετα. Σκέφτομαι πως ακόμα κι αν δεν υπάρχει άλλη Τροία για να κάψει η κάθε επόμενη Ωραία Ελένη ή στην περίπτωση του καταρρακωμένου ποιητή η ιρλανδή επαναστάτρια Maud Gonne, για να θυμηθούμε το ποίημα “No Second Troy” και τους στίχους του W. B. Yeats “Why, what could she have done, being what she is?/ Was there another Troy for her to burn?”, πάντα θα υπάρχει μία δεύτερη ιστορία για να ειπωθεί – η δική της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου