Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //
Γιώργος Μολέσκης «Κάθε Ιούλιο επιστρέφω», εκδόσεις Βακχικόν
Σκέφτομαι: Τι είναι η μνήμη; Για κάποιους είναι μια σκονισμένη σοφίτα με ξεχασμένα αντικείμενα, για άλλους ένα κομπολόι που ψηλαφούν συνέχεια τις χάντρες του, για μένα είναι ένας δρόμος που πάει παράλληλα με τον δρόμο της καθημερινής μου πορείας. Γι’ αυτό και τόσο συχνά επιλέγω να τον περπατώ.
Η μνήμη που συμβαδίζει με την καθημερινότητα της ζωής, όπως την εννοεί ο Γιώργος Μολέσκης, έχει μια υπόσταση ζωντανή· δεν λειτουργεί σαν τα μουσειακά εκθέματα που καταλήγουν συχνά βαρετά ή θλιβερά απομεινάρια. Η μνήμη δεν αναβιώνεται σε εκδηλώσεις επετειακές, σε ευκαιριακούς λόγους και σε παραστάσεις επισήμων. Είναι μια ζώσα πραγματικότητα, που επιβιώνει και επιμένει να δηλώνει την παρουσία της σε ό,τι κάνουμε και σε ό,τι σκεφτόμαστε. Η μνήμη μας είναι εμείς.
Στο πρόσφατο βιβλίο του, ο επανειλημμένα βραβευμένος για τις γραφές του συγγραφέας, παίρνει αφορμή από το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στην Κύπρο το 2003 (κλειστά ήδη τότε για 29 χρόνια) για να κάνει το ταξίδι του. Επειδή συχνά το διανοητικό ταξίδι που αποτυπώνεται σε λογοτεχνικό λόγο δεν αρκεί –κυρίως όταν τα γεγονότα του παρελθόντος έχουν γράψει βαθιά μέσα στη συνείδηση με πολύ αποθηκευμένο πόνο– ισχυρή αποβαίνει η απαίτηση για ένα αληθινό ταξίδι. Τότε είναι που η γραφή ξεπερνά το πλαίσιο μιας λογοτεχνικής κατάθεσης και καταλήγει να έχει ζώσα φωνή και ψυχή που πάλλεται και φωνάζει.
Αυτό νιώθει ο αναγνώστης, καθώς διαβάζει το «Κάθε Ιούλιο επιστρέφω» του Μολέσκη. Ο συγγραφέας γυρνά πίσω στον χρόνο για να συναντήσει τον εαυτό του τότε παλιά, στα χρόνια του αγώνα 1955-1959, πριν το πραξικόπημα του 1974 που οδήγησε στην εισβολή, στον πόλεμο, την καταστροφή και τον όλεθρο, στα γεγονότα που βύθισαν σε ένα διαρκές πένθος το νησί. Απαραίτητη η επιστροφή αυτή για να φανεί ο χρόνος πριν τα τραγικά γεγονότα, ο τρόπος που ζούσαν οι άνθρωποι ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον για τον τόπο τους μέσα από αγώνες για το δίκιο τους. Να φανεί η συνύπαρξη του ελληνικού με το τουρκοκυπριακό στοιχείο του νησιού, η αμόλευτη ακόμα από τα σχέδια των μεγάλων και την προδοσία των αφρόνων πολιτικών με τις καταστροφικές τους ιδεοληψίες. Κατόπιν θα αφηγηθεί τα γεγονότα του τραγικού Ιουλίου του 1974 και τη τουρκική κατοχή πλέον της μισής Κύπρου.
Ο Μολέσκης επιστρέφει πίσω στον τόπο του για να συναντήσει την τωρινή του μορφή, μετά τον εποικισμό, να συγκρίνει το τότε με το τώρα, να καταγράψει το τοπίο και να προκαλέσει με τη σειρά του τη σύμπλευση αυτού που τον διαβάζει, στο μερίδιο φυσικά της συγκίνησης που αναλογεί στην αναγνωστική απόσταση. Το κατορθώνει αυτό, έτσι όπως τα αυτοβιογραφικά στοιχεία δένουν ομαλά με τη μυθοπλασία. Αυτή η σύζευξη κρίνεται απαραίτητη, καθώς χρειάζεται η λογοτεχνική γραφή και η φαντασία, προκειμένου αφενός να καλυφθούν κάποια αναπόφευκτα κενά της μνήμης (η χρονική απόσταση τα δικαιολογεί) και να δεθούν μεταξύ τους τα γεγονότα. Αφετέρου έτσι γίνεται δυνατή στον συγγραφέα η αποτύπωση μιας περασμένης ζωής που ακόμη πονά μέσα στην αλλοίωσή της ή την οριστική της απώλεια – ο συγγραφέας παίρνει αναγκαστικά τον ρόλο του μυθοπλάστη και λειτουργεί με τη φαντασία του για να απαλύνεται έτσι ο πόνος της γραφής, όσο γίνεται. Σαν όλα αυτά να έχουν συμβεί με τη λογοτεχνική άδεια της μυθιστορηματικής απόδοσης σε κάποιους άλλους, σε άλλο τόπο και χρόνο. Λογοτεχνική η συνθήκη αυτή και απολύτως αποδεκτή και κατανοητή.
Το βιβλίο διαβάζεται σαν ένα οδοιπορικό στη σημερινή Κύπρο, τη διχοτομημένη βίαια, αλλά και σαν ένα ταξίδι προς το τότε της Ιστορίας που καθόρισε ανεξίτηλα το σήμερα του νησιού. Διαβάζεται, ωστόσο, και σαν ένα συναρπαστικό στη γραφή του αφήγημα με την τέχνη του Μολέσκη που ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στη συγκίνηση και στη ρεαλιστική εκτίμηση των πραγμάτων. Έτσι καταγράφει και τις σκέψεις του, μια αφορμή για τις συνακόλουθες του αναγνώστη του:
Στα επόμενα ταξίδια και στους επόμενους Ιούληδες όλα θα ήταν διαφορετικά, ακόμη κι εγώ ο ίδιος θα ήμουν διαφορετικός. Μόνο η ζέστη θα ήταν πάντα η ίδια. Για ν’ αλλάξει, θα πρέπει να μετακινηθεί ολόκληρο το νησί από τη γεωγραφική του θέση, πράγμα το οποίο θα έλυνε όχι μόνο το πρόβλημα της καλοκαιρινής ζέστης και της συχνής λειψυδρίας αλλά και το πολιτικό πρόβλημα του τόπου. Γιατί όσο και να κατευθύνει τις σκέψεις, τις πράξεις και τις επιθυμίες μας η ιστορία, η γεωγραφία είναι αυτή που μας κάρφωσε εδώ, στον τόπο των πυρωμένων Ιούληδων και στο διαχρονικά ταραγμένο τούτο σταυροδρόμι της Μεσογείου.
Ο Μολέσκης κάθε Ιούλιο επιστρέφει στο τότε της πατρίδας του. όπως ο σκύλος του ο Μίσια, που κάθε χρόνο, στις 15 και στις 20 Ιουλίου, αναπαράγει με σπαρακτικό τρόπο τον ήχο των σειρήνων, που έρχονται να μας θυμίσουν τα όσα τραγικά ζήσαμε την περίοδο εκείνη του 1974, θα πει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Vakxikon.gr (18-7-2019).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου