4.9.19

Θεόδωρος Γρηγοριάδης-Ο ναύτης

"Η θάλασσα είναι ακόμη ανήσυχη. Χθες το βράδυ άκουγα τα κύματα να φθάνουν μέχρι την εξώ­πορτα και να μουσκεύουν την άμμο. Μου αρέσει να πατάω πάνω της και να δροσίζονται τα πόδια μου. Ακόμη περισσότερο μου αρέσει που τέλειωσε το καλοκαί­ρι και έφυγε ο περαστικός κόσμος μαζί με τις φωνές και τα σκουπίδια τους. Τώρα αρχίζει η δική μου εποχή, το ταξίδι που πρέπει να βάλω μπροστά και όλες οι απαραί­τητες προετοιμασίες του. Τίποτε δε θα είναι εύκολο, αφού θα είμαι εντελώς μόνος σ' αυτή την προσπάθεια. Ο Γρη­γόρης έχει να φανεί μέρες και εγκατέλειψε οριστικά το ψάρεμα. Την προτελευταία βραδιά δήλωσε ότι δεν μπο­ρεί να ακολουθήσει πια τη σκέψη μου, πόσο μάλιστα το επικείμενο ταξίδι.
Δεν απομένει παρά να ταξινομήσω αυτές τις σημειώ­σεις και να τις βάλω κάπου ώστε να μην
παρασυρθούν α­πό τους αέρηδες και τα ψηλά κύματα που θα έρθουν με­τά την αναχώρησή μου.
Ύστερα θα καθίσω να σκεφτώ για την αλήθεια και το ψέμα των ανθρώπων, τα λόγια και τα παραμύθια που ά­κουσα και αυτά που εγώ ο ίδιος προξένησα, και δεν ήταν λίγα. Ίσως η πιο πειστική απόδειξη από όλη την ιστορία μου είναι ο ρημαγμένος κάμπος των Φιλίππων και το αγέρωχο βουνό πίσω του.
Με ξαναπιάνει η διάθεση να πω και να μιλήσω κάπως λυρικά και ίσως είναι αυτή η μοναδική διέξοδος στην α­φήγησή μου. Είναι σαν έκκληση που λέει, αφήστε με να σας εξομολογηθώ, να σας κάνω να πιστέψετε, γιατί, πρώτον απ' όλους, πρέπει να πείσω τον ίδιο μου τον ε­αυτό για όσα διαδραματίστηκαν μέχρι να εγκαταλείψω τα βουνά και τους κάμπους όπου γεννήθηκα και να φθά­σω ως εδώ, στην ερημιά μιας παραλίας γεμάτης αμπέλια και αμμόλοφους.
Κι αν έχω ήδη αγγίξει τα τριάντα από καιρό, θα σας πάρω μαζί μου λίγα χρόνια πιο πίσω, όταν ακόμη δεν είχα δει μια αληθινή θάλασσα και όμως νόμιζα ότι ζούσα απέναντί της. Στη θάλασσα της νύχτας και της φαντα­σίας μου.
Την ονομάζω της νύχτας γιατί έβγαινε μόνο τα βρά­δια και κάλυπτε με τα σκοτεινά της νερά μια τεράστια έ­κταση, όση έφθαναν να καλύψουν τα μάτια μου από το τετράγωνο παράθυρο ενός ορεινού χωριού. Και δεν ήταν παρά ο ατέλειωτος κάμπος με τα τεμαχισμένα πράσινα και καφεδί κτήματα που τη μέρα καίγονταν από τον ή­λιο ενώ το ξημέρωμα άχνιζαν από την υγρασία.
Τότε δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα βρισκόμουν μέσα της μια μέρα, να πλέω μαζί με τα κύματα, που εί­χαν γίνει υπόγεια και θα ξανάβγαιναν για να βουλιάξουν πάλι από τη μανία των ανθρώπων και της τεχνολογίας.
Χάνοντας τη θάλασσα του κάμπου, κέρδιζα την αληθι­νή. Ταυτόχρονα όμως έχανα μαζί της όσους ανθρώπους είχαν δουλέψει πάνω στην αποξηραμένη γη του βάλτου, τα στοιχειά και τα παράξενα πλάσματα που θαμμένα γύ­ρευαν εκδίκηση από τα έγκατα των τενάγων. Γιατί θα έ­πρεπε να με πιστέψει κανείς σε όσα θα αφηγηθώ όταν το βασικό μου επιχείρημα είναι οι γοργόνες του κάμπου;
Η θεία Έλλη τόνιζε ότι, αφού είμαι στο ζώδιο του Καρκίνου, η μοίρα μου το είχε να μπλεχτώ με νερά. Ήταν ακόμη μικρή και ελεύθερη όταν τα έλεγε αυτά, και δεν μπορούσε να μαντέψει την αλήθεια των λόγων της. Μόνο που μερικοί άνθρωποι που μαζί γνωρίσαμε πνίγηκαν μέσα σε αυτά τα νερά, άλλοι τη γλίτωσαν και όσοι απομείναμε ελπίζουμε να επιπλεύσουμε.
Κανείς μας δεν μπορούσε να προδικάσει τα γεγονότα που επακολούθησαν με την καταστροφή του κάμπου, τό­τε, ένα απόγευμα, καθισμένοι στην αυλή του σπιτιού μας, κάτω από την κληματαριά, οι θείες μου, νέες και χαρούμενες, ο παππούς να κοιμάται και η μάνα μου να πηγαινοέρχεται σιγοτραγουδώντας στην ησυχία ενός ζε­στού καλοκαιρινού απογεύματος. Σε μια στιγμή εμφανί­στηκε η γιαγιά η Ανδρονίκη και είπε ότι ήταν έτοιμο κάτι που είχε ετοιμάσει για φαγητό. Από την εικόνα αυ­τή λείπουν ο πατέρας μου, μια ζωή απών, και ο θείος μου ο Παναγιώτης, που ψάρευε στο κανάλι. Ήταν ένα α­κίνητο απόγευμα, απαραίτητο για να αρχίσει να απλώνε­ται η αφήγηση".

Δεν υπάρχουν σχόλια: