"Η θάλασσα είναι ακόμη ανήσυχη. Χθες το βράδυ άκουγα τα κύματα να φθάνουν μέχρι την εξώπορτα και να μουσκεύουν την άμμο. Μου αρέσει να πατάω πάνω της και να δροσίζονται τα πόδια μου. Ακόμη περισσότερο μου αρέσει που τέλειωσε το καλοκαίρι και έφυγε ο περαστικός κόσμος μαζί με τις φωνές και τα σκουπίδια τους. Τώρα αρχίζει η δική μου εποχή, το ταξίδι που πρέπει να βάλω μπροστά και όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες του. Τίποτε δε θα είναι εύκολο, αφού θα είμαι εντελώς μόνος σ' αυτή την προσπάθεια. Ο Γρηγόρης έχει να φανεί μέρες και εγκατέλειψε οριστικά το ψάρεμα. Την προτελευταία βραδιά δήλωσε ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει πια τη σκέψη μου, πόσο μάλιστα το επικείμενο ταξίδι.
Δεν απομένει παρά να ταξινομήσω αυτές τις σημειώσεις και να τις βάλω κάπου ώστε να μην
παρασυρθούν από τους αέρηδες και τα ψηλά κύματα που θα έρθουν μετά την αναχώρησή μου.
Ύστερα θα καθίσω να σκεφτώ για την αλήθεια και το ψέμα των ανθρώπων, τα λόγια και τα παραμύθια που άκουσα και αυτά που εγώ ο ίδιος προξένησα, και δεν ήταν λίγα. Ίσως η πιο πειστική απόδειξη από όλη την ιστορία μου είναι ο ρημαγμένος κάμπος των Φιλίππων και το αγέρωχο βουνό πίσω του.
Με ξαναπιάνει η διάθεση να πω και να μιλήσω κάπως λυρικά και ίσως είναι αυτή η μοναδική διέξοδος στην αφήγησή μου. Είναι σαν έκκληση που λέει, αφήστε με να σας εξομολογηθώ, να σας κάνω να πιστέψετε, γιατί, πρώτον απ' όλους, πρέπει να πείσω τον ίδιο μου τον εαυτό για όσα διαδραματίστηκαν μέχρι να εγκαταλείψω τα βουνά και τους κάμπους όπου γεννήθηκα και να φθάσω ως εδώ, στην ερημιά μιας παραλίας γεμάτης αμπέλια και αμμόλοφους.
Κι αν έχω ήδη αγγίξει τα τριάντα από καιρό, θα σας πάρω μαζί μου λίγα χρόνια πιο πίσω, όταν ακόμη δεν είχα δει μια αληθινή θάλασσα και όμως νόμιζα ότι ζούσα απέναντί της. Στη θάλασσα της νύχτας και της φαντασίας μου.
Την ονομάζω της νύχτας γιατί έβγαινε μόνο τα βράδια και κάλυπτε με τα σκοτεινά της νερά μια τεράστια έκταση, όση έφθαναν να καλύψουν τα μάτια μου από το τετράγωνο παράθυρο ενός ορεινού χωριού. Και δεν ήταν παρά ο ατέλειωτος κάμπος με τα τεμαχισμένα πράσινα και καφεδί κτήματα που τη μέρα καίγονταν από τον ήλιο ενώ το ξημέρωμα άχνιζαν από την υγρασία.
Τότε δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα βρισκόμουν μέσα της μια μέρα, να πλέω μαζί με τα κύματα, που είχαν γίνει υπόγεια και θα ξανάβγαιναν για να βουλιάξουν πάλι από τη μανία των ανθρώπων και της τεχνολογίας.
Χάνοντας τη θάλασσα του κάμπου, κέρδιζα την αληθινή. Ταυτόχρονα όμως έχανα μαζί της όσους ανθρώπους είχαν δουλέψει πάνω στην αποξηραμένη γη του βάλτου, τα στοιχειά και τα παράξενα πλάσματα που θαμμένα γύρευαν εκδίκηση από τα έγκατα των τενάγων. Γιατί θα έπρεπε να με πιστέψει κανείς σε όσα θα αφηγηθώ όταν το βασικό μου επιχείρημα είναι οι γοργόνες του κάμπου;
Η θεία Έλλη τόνιζε ότι, αφού είμαι στο ζώδιο του Καρκίνου, η μοίρα μου το είχε να μπλεχτώ με νερά. Ήταν ακόμη μικρή και ελεύθερη όταν τα έλεγε αυτά, και δεν μπορούσε να μαντέψει την αλήθεια των λόγων της. Μόνο που μερικοί άνθρωποι που μαζί γνωρίσαμε πνίγηκαν μέσα σε αυτά τα νερά, άλλοι τη γλίτωσαν και όσοι απομείναμε ελπίζουμε να επιπλεύσουμε.
Κανείς μας δεν μπορούσε να προδικάσει τα γεγονότα που επακολούθησαν με την καταστροφή του κάμπου, τότε, ένα απόγευμα, καθισμένοι στην αυλή του σπιτιού μας, κάτω από την κληματαριά, οι θείες μου, νέες και χαρούμενες, ο παππούς να κοιμάται και η μάνα μου να πηγαινοέρχεται σιγοτραγουδώντας στην ησυχία ενός ζεστού καλοκαιρινού απογεύματος. Σε μια στιγμή εμφανίστηκε η γιαγιά η Ανδρονίκη και είπε ότι ήταν έτοιμο κάτι που είχε ετοιμάσει για φαγητό. Από την εικόνα αυτή λείπουν ο πατέρας μου, μια ζωή απών, και ο θείος μου ο Παναγιώτης, που ψάρευε στο κανάλι. Ήταν ένα ακίνητο απόγευμα, απαραίτητο για να αρχίσει να απλώνεται η αφήγηση".
Δεν απομένει παρά να ταξινομήσω αυτές τις σημειώσεις και να τις βάλω κάπου ώστε να μην
παρασυρθούν από τους αέρηδες και τα ψηλά κύματα που θα έρθουν μετά την αναχώρησή μου.
Ύστερα θα καθίσω να σκεφτώ για την αλήθεια και το ψέμα των ανθρώπων, τα λόγια και τα παραμύθια που άκουσα και αυτά που εγώ ο ίδιος προξένησα, και δεν ήταν λίγα. Ίσως η πιο πειστική απόδειξη από όλη την ιστορία μου είναι ο ρημαγμένος κάμπος των Φιλίππων και το αγέρωχο βουνό πίσω του.
Με ξαναπιάνει η διάθεση να πω και να μιλήσω κάπως λυρικά και ίσως είναι αυτή η μοναδική διέξοδος στην αφήγησή μου. Είναι σαν έκκληση που λέει, αφήστε με να σας εξομολογηθώ, να σας κάνω να πιστέψετε, γιατί, πρώτον απ' όλους, πρέπει να πείσω τον ίδιο μου τον εαυτό για όσα διαδραματίστηκαν μέχρι να εγκαταλείψω τα βουνά και τους κάμπους όπου γεννήθηκα και να φθάσω ως εδώ, στην ερημιά μιας παραλίας γεμάτης αμπέλια και αμμόλοφους.
Κι αν έχω ήδη αγγίξει τα τριάντα από καιρό, θα σας πάρω μαζί μου λίγα χρόνια πιο πίσω, όταν ακόμη δεν είχα δει μια αληθινή θάλασσα και όμως νόμιζα ότι ζούσα απέναντί της. Στη θάλασσα της νύχτας και της φαντασίας μου.
Την ονομάζω της νύχτας γιατί έβγαινε μόνο τα βράδια και κάλυπτε με τα σκοτεινά της νερά μια τεράστια έκταση, όση έφθαναν να καλύψουν τα μάτια μου από το τετράγωνο παράθυρο ενός ορεινού χωριού. Και δεν ήταν παρά ο ατέλειωτος κάμπος με τα τεμαχισμένα πράσινα και καφεδί κτήματα που τη μέρα καίγονταν από τον ήλιο ενώ το ξημέρωμα άχνιζαν από την υγρασία.
Τότε δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα βρισκόμουν μέσα της μια μέρα, να πλέω μαζί με τα κύματα, που είχαν γίνει υπόγεια και θα ξανάβγαιναν για να βουλιάξουν πάλι από τη μανία των ανθρώπων και της τεχνολογίας.
Χάνοντας τη θάλασσα του κάμπου, κέρδιζα την αληθινή. Ταυτόχρονα όμως έχανα μαζί της όσους ανθρώπους είχαν δουλέψει πάνω στην αποξηραμένη γη του βάλτου, τα στοιχειά και τα παράξενα πλάσματα που θαμμένα γύρευαν εκδίκηση από τα έγκατα των τενάγων. Γιατί θα έπρεπε να με πιστέψει κανείς σε όσα θα αφηγηθώ όταν το βασικό μου επιχείρημα είναι οι γοργόνες του κάμπου;
Η θεία Έλλη τόνιζε ότι, αφού είμαι στο ζώδιο του Καρκίνου, η μοίρα μου το είχε να μπλεχτώ με νερά. Ήταν ακόμη μικρή και ελεύθερη όταν τα έλεγε αυτά, και δεν μπορούσε να μαντέψει την αλήθεια των λόγων της. Μόνο που μερικοί άνθρωποι που μαζί γνωρίσαμε πνίγηκαν μέσα σε αυτά τα νερά, άλλοι τη γλίτωσαν και όσοι απομείναμε ελπίζουμε να επιπλεύσουμε.
Κανείς μας δεν μπορούσε να προδικάσει τα γεγονότα που επακολούθησαν με την καταστροφή του κάμπου, τότε, ένα απόγευμα, καθισμένοι στην αυλή του σπιτιού μας, κάτω από την κληματαριά, οι θείες μου, νέες και χαρούμενες, ο παππούς να κοιμάται και η μάνα μου να πηγαινοέρχεται σιγοτραγουδώντας στην ησυχία ενός ζεστού καλοκαιρινού απογεύματος. Σε μια στιγμή εμφανίστηκε η γιαγιά η Ανδρονίκη και είπε ότι ήταν έτοιμο κάτι που είχε ετοιμάσει για φαγητό. Από την εικόνα αυτή λείπουν ο πατέρας μου, μια ζωή απών, και ο θείος μου ο Παναγιώτης, που ψάρευε στο κανάλι. Ήταν ένα ακίνητο απόγευμα, απαραίτητο για να αρχίσει να απλώνεται η αφήγηση".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου