ΠΟΙΗΜΑ
Σʼ αγαπώ απ΄ το φρύδι, απʼ τα μαλλιά, σε διαφιλονικώ σε διαδρόμους
λευκότατους όπου παίζονται οι πηγές του φωτός
σε αμφισβητώ σε κάθε όνομα, σε πιάνω με λεπτότητα ουλής
σου βάζω στα μαλλιά στάχτες από κεραυνό
και κορδέλες που κοιμούνταν στη βροχή.
Δεν θέλω να έχεις μια μορφή, να είσαι,
ακριβώς ότι έρχεται πίσω από το χέρι σου,
γιατί το νερό, υπολόγισε το νερό, και οι λέοντες
λευκότατους όπου παίζονται οι πηγές του φωτός
σε αμφισβητώ σε κάθε όνομα, σε πιάνω με λεπτότητα ουλής
σου βάζω στα μαλλιά στάχτες από κεραυνό
και κορδέλες που κοιμούνταν στη βροχή.
Δεν θέλω να έχεις μια μορφή, να είσαι,
ακριβώς ότι έρχεται πίσω από το χέρι σου,
γιατί το νερό, υπολόγισε το νερό, και οι λέοντες
όταν διαλύονται στη ζάχαρη του μύθου,
και οι χειρονομίες, αυτή η αρχιτεκτονική του τίποτα,
ανάβοντας τις λάμπες της στη μέση της συνάντησης.
Όλο το αύριο είναι ο πίνακας όπου σε εφευρίσκω και σε σχεδιάζω
για να σε σβήσω σύντομα, έτσι δεν είσαι, ούτε καν
μ ʽ αυτά τα ίσια μαλλιά, αυτό το χαμόγελο.
Ψάχνω το άθροισμά σου, στην άκρη της κούπας όπου το κρασί
είναι επίσης η σελήνη κι ο καθρέφτης,
ψάχνω αυτή τη γραμμή που κάνει να τρέμει ένας άνθρωπος
σε μια στοά του μουσείου.
Επίσης σʼ αγαπώ, και έχει καιρό και κρύο.
`
*
ΜΙΛΗΣΤΕ, ΕΧΕΤΕ ΤΡΙΑ ΛΕΠΤΑ
Μιλήστε, έχετε τρία λεπτά
Σε επιστροφή από περίπατο
όπου μάζεψα ένα λουλουδάκι για να σʼ έχω
ανάμεσα στα δάχτυλά μου μια στιγμή,
και ήπια μερικά μπουκάλια Μποζολέ, για να κατέβω στο πηγάδι
όπου χόρευε μια αρκούδα σελήνη,
στο χρυσό ημίφως της λάμπας κρεμάω τη γούνα μου
και ξέρω πως θα είμαι μόνος στην πόλη
την πιο πολυάνθρωπη του κόσμου.
Θα δικαιολογήσεις αυτό το υστερικό ζύγισμα,
ανάμεσα σε φυγή α λα ποντικού και παράπονο μορφίνης
έχοντας υπʼ όψιν σου ότι κάνει κρύο, βρέχει πάνω στο φλιτζάνι του καφέ,
και σε κάθε μισοφέγγαρο η υγρασία ισιώνει τις πατουσίτσες της από σπόγγο.
Ιδίως γνωρίζοντας πως σε σκέφτομαι επίμονα, σαν μια τυφλή μηχανή,
σαν τον αριθμό που επαναλαμβάνει ατέλειωτα το γκονγκ του πυρετού,
ο τρελός που σκεπάζει το περιστέρι του στο χέρι
χαϊδεύοντάς το ώρα την ώρα, μέχρι να αναμίξει τα φτερά και τα δάχτυλα
σε μια μονάχα ουσία τρυφερότητας.
Πιστεύω πως θα υποπτευθείς αυτό που τρέχει,
όπως εγώ σε προαισθάνομαι στην απόσταση της πόλης σου,
γυρίζοντας από περίπατο, όπου ίσως να μάζεψες
το ίδιο λουλουδάκι, λίγο για λόγους βοτανικής
λίγο γιατί εδώ, γιατί είναι ανάγκη
να μην είμαστε τόσο μόνοι, να δώσουμε ένας στον άλλο ένα πέταλο.
ας είναι κι ένα βηματάκι, ένα χνούδι.
`
Σε επιστροφή από περίπατο
όπου μάζεψα ένα λουλουδάκι για να σʼ έχω
ανάμεσα στα δάχτυλά μου μια στιγμή,
και ήπια μερικά μπουκάλια Μποζολέ, για να κατέβω στο πηγάδι
όπου χόρευε μια αρκούδα σελήνη,
στο χρυσό ημίφως της λάμπας κρεμάω τη γούνα μου
και ξέρω πως θα είμαι μόνος στην πόλη
την πιο πολυάνθρωπη του κόσμου.
Θα δικαιολογήσεις αυτό το υστερικό ζύγισμα,
ανάμεσα σε φυγή α λα ποντικού και παράπονο μορφίνης
έχοντας υπʼ όψιν σου ότι κάνει κρύο, βρέχει πάνω στο φλιτζάνι του καφέ,
και σε κάθε μισοφέγγαρο η υγρασία ισιώνει τις πατουσίτσες της από σπόγγο.
Ιδίως γνωρίζοντας πως σε σκέφτομαι επίμονα, σαν μια τυφλή μηχανή,
σαν τον αριθμό που επαναλαμβάνει ατέλειωτα το γκονγκ του πυρετού,
ο τρελός που σκεπάζει το περιστέρι του στο χέρι
χαϊδεύοντάς το ώρα την ώρα, μέχρι να αναμίξει τα φτερά και τα δάχτυλα
σε μια μονάχα ουσία τρυφερότητας.
Πιστεύω πως θα υποπτευθείς αυτό που τρέχει,
όπως εγώ σε προαισθάνομαι στην απόσταση της πόλης σου,
γυρίζοντας από περίπατο, όπου ίσως να μάζεψες
το ίδιο λουλουδάκι, λίγο για λόγους βοτανικής
λίγο γιατί εδώ, γιατί είναι ανάγκη
να μην είμαστε τόσο μόνοι, να δώσουμε ένας στον άλλο ένα πέταλο.
ας είναι κι ένα βηματάκι, ένα χνούδι.
`
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου