ΠΗΓΗ:https://www.fractalart.gr/tsai-me-ton-kavafi/
Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου //
Κατερίνα Καριζώνη, «Τσάι με τον Καβάφη», Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 269
Ένα βιβλίο-ωδή στην πολυεθνική Αλεξάνδρεια, τη χιλιοτραγουδισμένη πόλη του Καβάφη, του Τσίρκα, και τόσων άλλων επώνυμων και ανώνυμων Αιγυπτιωτών Ελλήνων της άλλοτε ακμάζουσας, στη συνέχεια διωγμένης και πλέον αποδεκατισμένης, ισχνής, ελληνικής παροικίας. Αλλά κι ένας δυνατός έρωτας με τραγικό τέλος, το πυκνό μυστήριο γύρω από το θάνατο του εφευρέτη μιας νέας ποικιλίας βάμβακος που θα ανακούφιζε τους φτωχούς φελάχους, η κυριαρχία των Άγγλων, η ολοένα αυξανόμενη αντίδραση των ντόπιων στην καταπίεση και την εκμετάλλευση των ξένων, και τέλος, η αριστοκρατική, γηραιά φιγούρα του Καβάφη.
Το μυθιστόρημα της Κ. Καριζώνη μας ταξιδεύει σε τοπόσημα της Αλεξάνδρειας και των περιχώρων, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τη μυστηριακή φυσιογνωμία τους. Ανάμεσα σ΄ αυτά το περίφημο Quartier grec, τη λεωφόρο Corniche, την πλατεία Μωχάμεντ Άλι, το ξενοδοχείο Memphis, τα πολυτελή εστιατόρια με την πλούσια τοπική κουζίνα, τις ποικιλίες γλυκών και τα αρωματικά τσάγια, τον ιππόδρομο, το καζίνο στο Ράμλι, τα διάφορα κλαμπ της υψηλής κοινωνίας, το νεοκλασικό κτήριο της Εθνικής Τράπεζας, το χρηματιστήριο βάμβακος, την οδό Λείψιους (οικία Καβάφη) στη συνοικία Μασσαλία, το ελληνικό νοσοκομείο, τον πατριαρχικό ναό του Αγίου Σάββα. Όλες οι αισθήσεις μας είναι σε εγρήγορση. Την όσφρησή μας πολιορκούν οι εξωτικές μυρουδιές των μπαχαριών, οι ευωδιές τροπικών λουλουδιών και θάμνων, τα αρώματα μοιραίων γυναικών, οι πνιγηρές οσμές του καπνού, του οπίου, του κιφ. Το βλέμμα μας ξεχνιέται στα πολύχρωμα παζάρια των ντόπιων, στις γυάλινες αποχρώσεις της θάλασσας, στο πράσινο των κήπων και των οάσεων. Στα αυτιά μας ηχεί το θρόισμα των φοινικόδεντρων, η φωνή του μουεζίνη, η οργή του σιμούν. Τη γεύση μας αιχμαλωτίζουν πετιμέζια, λουκούμια, καταϊφια και ευώδεις οίνοι. Η αφή μας ξαποσταίνει πάνω στην αφράτη υφή του άριστου αιγυπτιακού βαμβακιού.
Σε αντίστιξη προς τις ειδυλλιακές εικόνες τα εξαγριωμένα πλήθη των φελάχων διαδηλώνουν με συνθήματα όπως – Η Αγγλία είναι εχθρός μας, Κατάργηση των διομολογήσεων- κραδαίνοντας μαχαίρια και πετώντας πέτρες σε βιτρίνες και αυτοκίνητα. Δεκαετία του μεσοπολέμου, οικονομική κρίση, έξαρση του εθνικισμού. Ένας λόχος έφιππων Άγγλων στρατιωτών ορμούν πάνω στους διαδηλωτές με μαστίγια. Το πλήθος αντιστάθηκε. Οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ. Οι σφαίρες έπεφταν σαν βροχή. Το πλήθος όρμησε πανικόβλητο στους παράπλευρους δρόμους.
- Ο τμηματάρχης της Εθνικής Τράπεζας στην Αθήνα, Χαρίλαος Δέρβας, αποστέλλεται στην Αλεξάνδρεια προκειμένου να συντάξει μια έκθεση για την κατάσταση της τραπεζικής αγοράς στην Αίγυπτο. Αφήνοντας πίσω του μια καλοκουρδισμένη ζωή, βαλτωμένη ωστόσο, και ένα διαλυμένο αρραβώνα, δέχεται την πρόταση με ανακούφιση και αδημονία για μια νέα αρχή. Γίνεται λοιπόν ένας ‘’μικρός λευκός μέσα σε μια αλλόφυλη μελαψή κοινωνία, βέβαια την πρωτοκαθεδρία την είχαν πάντα οι Ευρωπαίοι- μεγάλοι λευκοί είναι οι Εγγλέζοι ‘’. Έρχεται σε επαφή με τους συναδέλφους του της τράπεζας και μαθαίνει πως όλοι και όλα στη χώρα περιστρέφονται γύρω από το βαμβάκι . ‘’Cotton is king ‘’ λένε οι Άγγλοι. – Το βαμβάκι είναι κάτι σαν τον λύχνο του Αλαντίν. Αν το χειριστείς σωστά, πλουτίζεις. Κι η τράπεζά μας ασχολείται αποκλειστικά μ’ αυτό το αντικείμενο. Οι ομογενείς είναι οι βασικότεροι πελάτες μας. Η γλώσσα του εμπορίου εδώ είναι τα ελληνικά. Υπάρχουν δικοί μας που έχουν έζμπες (κτήματα) βαμβακιού, πρέσες κι εργοστάσια με πολλά μακινέτα (μηχανές εκκοκισμού). Άλλοι πάλι είναι βαμβακέμποροι και γεωπόνοι, αλλά και η οινοποιία και η καπνοβιομηχανία βρίσκεται στα χέρια των Ελλήνων… Δυστυχώς όμως τα πράγματα πια δεν πάνε τόσο καλά. Μας έπληξε όλους η κρίση.
Με την άφιξή του σχεδόν στην Αίγυπτο, ο Χάρης Δέρβας, κι ενώ ενημερώνεται ακόμη για πρόσωπα και πράγματα της πόλης, τους Έλληνες επιχειρηματίες και τις δοσοληψίες τους με την τράπεζα, συναντά την καλλονή Έμιλυ Σαββέτα και την ερωτεύεται. Η Έμιλυ, βοτανολόγος, νεοαφιχθείσα από το Λονδίνο στην Αλεξάνδρεια, είναι κόρη του γνωστού εφευρέτη- γεωπόνου Τζωρτζ Σαββέτα και της αγγλίδας Νταίζυ Σώντερς, που μετά το διαζύγιό της από τον Σαββέτα έχει ξαναπαντρευτεί και ζει στην Αγγλία. Η Έμιλυ είναι αρραβωνιασμένη με τον ΄Ερικ Χόπκινσον. Κατά τη διάρκεια δεξίωσης στο σπίτι του Άγγλου προξένου ο Σαββέτας πέφτει νεκρός από έμφραγμα, σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση. Το μόνο που καταφέρνει να ψελλίσει στην κόρη του πριν αφήσει την τελευταία του πνοή είναι η φράση ‘’το κουτί με τις σφήγκες’’. Αυτή η αινιγματική φράση απασχολεί διαρκώς την Έμιλυ που εξομολογείται στον Χάρη την υπόνοιά της ακόμη και για δολοφονία του πατέρα της. Ο Έρικ αντιδρά έντονα στα συνωμοτικά σενάρια κατά του Σαββέτα, γεγονός που τον απομακρύνει από την Έμιλυ. Τελικά, με τρόπο απρόσμενο και επεισοδιακό, Χάρης και Κινέζικο αγιόκλημα, όπως αισθαντικά αποκαλεί ο Δέρβας την αγαπημένη του, συνδέονται ερωτικά, μετά την αναχώρηση του Έρικ για δουλειές στην Ινδία, και επιδίδονται στη λύση του γρίφου που θα δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με τη νέα ποικιλία βάμβακος και την πιθανή σχέση της με το τέλος του Σαββέτα.
Το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής περιστρέφεται γύρω από την επίλυση του αινίγματος ‘’κουτί με τις σφήγκες’’ ή ‘’κουτί με τις σφίγγες’’ και τις ίντριγκες των προσώπων που εμπλέκονται σ’ αυτό, κομμάτια που συνθέτουν στην ουσία το παζλ της πολιτικής-κοινωνικής-οικονομικής πραγματικότητας της Αιγύπτου. Παράλληλα, και σε συσχετισμό, ξετυλίγεται το ερωτικό στόρι μέσα από διακυμάνσεις στις σχέσεις του ερωτικού τριγώνου Δέρβας- Έμιλυ- Χόπκινσον.
Η συγγραφέας καταφέρνει να κερδίσει και να κρατήσει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και στα τρία επίπεδα της αφήγησής της:
Την αποτύπωση της εικόνας της Αλεξάνδρειας κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο με τρόπο πιστό, ώστε να αποδώσει τη μαγεία που απέπνεε ως πόλη, όχι μόνο εξυμνώντας τις ομορφιές της, αλλά και ανασυνθέτοντας την ιδιάζουσα ατμόσφαιρά της με το πολυποίκιλο πλήθος εθνοτήτων που την κατέκλυζε και τις ιδιαιτερότητές του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η παρουσία του Κωνσταντίνου Καβάφη, που αναδείχθηκε σε μια από τις εμβληματικότερες πνευματικές μορφές της Αλεξάνδρειας, όπως και τα έργα και οι ημέρες σπουδαίων μελών της ελληνικής παροικίας που διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης.
Την ευρηματική, σταδιακά κλιμακούμενη σε αγωνία, δόμηση της ιστορίας μυστηρίου γύρω από το θάνατο του γεωπόνου-εφευρέτη μιας νέας ποικιλίας βάμβακος, που θα άλλαζε τα δεδομένα στην οικονομία, και του σασπένς που την περιέβαλε . Παράλληλα, δίνεται η ευκαιρία στην συγγραφέα να παραθέσει λαογραφικά και εθνογραφικά στοιχεία για τους αυτόχθονες, τις ασχολίες, τον τρόπο ζωής τους, την κουλτούρα, τις δοξασίες τους.
Τέλος, τη ρεαλιστική ύφανση της ερωτικής ιστορίας και την πειστική απόδοση των πρωταγωνιστών της, ανάλογα με την προσωπικότητα, τη θέση, το χαρακτήρα τους.
Το Τσάι με τον Καβάφη συνδυάζει ιστορικά στοιχεία με μυθοπλασία. Όπως αναγράφεται στον Επίλογο, το μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία. Συγκεκριμένα, από το γεγονός της συγχώνευσης της Τράπεζας της Ανατολής στην Αίγυπτο, που βρισκόταν στα πρόθυρα πτώχευσης, με την Εθνική Τράπεζα το 1933 και την αποστολή ήδη από το 1931 ενός επιθεωρητή από την Αθήνα, προκειμένου να μελετήσει την κατάσταση της τραπεζικής αγοράς στην Αίγυπτο.
Η ιστορία της νέας ποικιλίας βαμβακιού είναι επίσης πραγματική, με την προσθήκη κάποιων στοιχείων μυθοπλασίας, όπως η ονομασία της, το ονοματεπώνυμο του πραγματικού της εφευρέτη, κ.ά.
Η αναφορά σε αντικαβαφικούς κύκλους, τόσο στην Αλεξάνδρεια όσο και στην Αθήνα, που μετέρχονταν κάποιες φορές ακόμη και δόλια μέσα για να πλήξουν το γόητρο του ποιητή, επιβεβαιώνεται από τις πηγές.
Η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο πρωτοπρόσωπη, με αφηγητή τον Χάρη Δέρβα. Στις περιγραφές, που διακρίνονται για τον έντονο λυρισμό τους, γίνεται χρήση γ΄προσώπου. Την αφήγηση διανθίζουν ζωντανοί διάλογοι, διηγήσεις ονείρων και σελίδες από το ημερολόγιο που τηρούσε ο Δέρβας.
Η γλώσσα εμπλουτίζεται από ιδιωματικές λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι Αιγυπτιώτες Έλληνες, επηρεασμένοι είτε από την αραβική ή την αγγλική γλώσσα, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη συνδρομή των σημειώσεων που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου, πριν την αναλυτική βιβλιογραφία.
Το Τσάι με τον Καβάφη είναι ένα γοητευτικό ιστορικό μυθιστόρημα που όμως αναδεικνύει με ενάργεια και αμεσότητα και διαχρονικές όψεις της ζωής. Επιπλέον, προσφέρει γνώσεις κι εναύσματα για προβληματισμό, ενώ παράλληλα προκαλεί πληθώρα συναισθημάτων.
Μερικά ακόμη αποσπάσματα:
Γρήγορα που περνάει ο καιρός στην Αλεξάνδρεια. Οι μέρες φεύγουν λαμπερές πετώντας πίσω μου, τσαλακωμένα χρυσόχαρτα που τα φυσάει ο άνεμος, παλιά νομίσματα που χάσαν την αξία τους, κατρακυλούν αθόρυβα ανάμεσα από τις σκοτεινές σχάρες της μνήμης και χάνονται. Η θάλασσα καθρέφτης, για να ακουμπά το είδωλό του ο ουρανός, ματώνει τα απογεύματα, χαραγμένη από τις καρίνες των καραβιών και τα τσιμπήματα των γλάρων, σβήνει μέσα της τον φλεγόμενο δίσκο του ήλιου και βυθίζεται στο πένθος της νύχτας. Η έρημος περισφίγγει την πόλη, αμμουδερή ζώνη που δένεται ηδονικά γύρω από γυναικεία μέση. Το βαμβάκι, λευκός κερδοφόρος ποταμός, ρέει ασταμάτητα μαζί με τον Νείλο, διασχίζει τις ιστορίες των ανθρώπων και τρέφει τις ψυχές τους.
Και τότε κατάλαβα πως είχαμε παγιδευτεί, ήμασταν πιασμένοι στο τελάρο μιας αόρατης σατανικής κεντήστρας, σφιχτοδεμένοι μες στις ύπουλες κλωστές της και στους κόμπους της, και πως θα μέναμε για πάντα εκεί, κεντημένοι και ακίνητοι ανάμεσα στα μαγικά υφάδια του έρωτα. Κι ένιωσα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ευτυχισμένος.
Ο Καβάφης ήταν ένας γηραιός άντρας με αριστοκρατικό ύφος και βλέμμα που σε μαγνήτιζε. Η προφορά του είχε μια ιδιορρυθμία, κάτι που πρέπει να του είχε μείνει από την Αγγλία. Είχε πρόσφατα συνταξιοδοτηθεί από το υπουργείο Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου, όπου εργαζόταν ως copiste και συντάκτης της αλληλογραφίας, για να αφοσιωθεί, όπως έλεγε, στην τέχνη της ποίησης. Φορούσε στρογγυλά γυαλιά από ταρταρούγα και κρατούσε ένα κομπολόι με μαύρες χάντρες, που γλιστρούσε κάθε τόσο ανάμεσα από τα οστεώδη του δάχτυλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου